ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3584 της 28.6.2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.» (Α΄143).

Άρθρο 14 Υγεία

  1. 1. Υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει το διορισμό, εφόσον ο υπάλληλος, με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης.
    Ειδικές διατάξεις για το διορισμό ατόμων με ειδικές ανάγκες δεν θίγονται.
  2. 2. Η κατάσταση της υγείας των υποψήφιων υπαλλήλων, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν τα καθήκοντα που προβλέπονται για τη θέση τους, πιστοποιείται με γνωματεύσεις παθολόγου ή γενικού ιατρού και ψυχιάτρου, οι οποίοι απασχολούνται είτε στο δημόσιο σύστημα υγείας είτε στον ιδιωτικό τομέα, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την Υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να αναλάβει ο υπάλληλος.

    Η παρ. 2 του άρθρου 14 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

    Με την παρ. 5 του άρθρου 48 του ν. 4674/2020, ορίζεται ότι : «5. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις εκκρεμείς περιπτώσεις διορισμών κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος»

  3. «3. Ειδικά για τα άτομα με αναπηρία που διορίζονται με γενικές ή ειδικές διατάξεις, η υγεία και η φυσική καταλληλότητα πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την Υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να αναλάβει ο υπάλληλος.»

    Η παρ. 3 του άρθρου 14 προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρο 48 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

    Με την παρ. 5 του άρθρου 48 του ν. 4674/2020, ορίζεται ότι : «5. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις εκκρεμείς περιπτώσεις διορισμών κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος».

Άρθρο 16 Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση

  1. 1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
    1. […]
    2. δ. όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές καταστάσεις.
  2. 2. Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος διατάγματος που αίρει τις συνέπειες της ποινής.

Άρθρο 28 Αναδιορισμός

  1. 1. Ο υπάλληλος που απολύθηκε, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, αναδιορίζεται μέσα σε μία (1) πενταετία από την απόλυση εφόσον:
    1. α. είχε τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία,
    2. β. υπέβαλε αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυση,
    3. γ. έχει όλα τα τυπικά προσόντα, εκτός από την ηλικία, που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσης κατά το χρόνο του αναδιορισμού.
  2. 2. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση της οικείας Υγειονομικής Επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ο υπάλληλος παραπέμπεται στην Επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού.
  3. 3. Για τον αναδιορισμό αποφασίζει το Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται με το βαθμό που έφερε κατά το χρόνο της απόλυσής του. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει κατά το χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση, συνιστάται προσωποπαγής θέση με την απόφαση αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε προσωποπαγή θέση καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενούται στον οικείο κλάδο και βαθμό.
  4. 4. Οι διατάξεις των άρθρων 23 έως και 27 του παρόντος που αναφέρονται στο διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό

Άρθρο 57 Δικαίωμα ειδικής άδειας

  1. 2. Υπάλληλοι που πάσχουν ή έχουν σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα, το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας, δικαιούνται ειδική άδεια με αποδοχές έως είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Η ειδική άδεια του προηγούμενου εδαφίου χορηγείται και σε υπαλλήλους που έχουν τέκνα που πάσχουν από βαριά νοητική στέρηση ή σύνδρομο Down ή Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή (Δ.Α.Δ.), εφόσον αυτά είναι ανήλικα ή ενήλικα που δεν εργάζονται λόγω των παθήσεων αυτών. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ' ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ' ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το σύνολο των τριάντα δύο (32) εργασίμων ημερών τον χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά.

    Η παρ. 2 του άρθρου 57 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 1β του άρθρου 47 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

  2. 3. Υπάλληλοι που δεν υπάγονται στην παράγραφο 2 και έχουν ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, ή ανήλικα ή ενήλικα τέκνα, τα οποία δεν εργάζονται λόγω της αναπηρίας αυτής, με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, δικαιούνται ειδική άδεια έξι (6) εργάσιμων ημερών με αποδοχές κάθε χρόνο επιπλέον της κανονικής. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ' ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ' ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το σύνολο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών τον χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά.

    Η παρ. 3 του άρθρου 57, που είχε τροποποιηθεί με παρ. 2 του άρθρου 149 του ν. 4483/2017 (Α΄107), τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω με την παρ. 1β του άρθρου 47 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

  3. 4. Οι άδειες των παραγράφων 2 και 3 χορηγούνται, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτές, και σε υπαλλήλους που έχουν οριστεί δικαστικοί συμπαραστάτες και τους έχει ανατεθεί δικαστικώς και η επιμέλεια των προσώπων αυτών, εφόσον η καθημερινή φροντίδα των προσώπων αυτών δεν παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας. Σε περίπτωση που η φροντίδα των προσώπων αυτών παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας, οι υπάλληλοι του προηγούμενου εδαφίου δικαιούνται κατά περίπτωση το ήμισυ των προβλεπόμενων αδειών των παραγράφων 2 και 3, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτές. Η άδεια της παραγράφων 2 χορηγείται στους δικαστικούς συμπαραστάτες και σε περίπτωση που οι συμπαραστατούμενοι πάσχουν από ανοϊκή συνδρομή, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις.

    Η παρ. 4 του άρθρου 57 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 1β του άρθρου 47 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

  4. «10. Υπάλληλοι που έχουν σύζυγο ή ανήλικο τέκνο που πάσχει από κακοήθεις νεοπλασίες, όπως λευχαιμίες, λεμφώματα και συμπαγείς όγκους, και ακολουθεί θεραπείες με χημικούς ή ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες ή ακτινοθεραπεία δικαιούνται ειδικής άδειας, η οποία καλύπτει την ημέρα της θεραπείας και την επόμενη αυτής. Η άδεια αυτή χορηγείται κατόπιν σχετικής βεβαίωσης περί πραγματοποίησης της θεραπείας και μετά από την εξάντληση των δικαιούμενων αδειών κατά περίπτωση των παραγράφων 2 και 3.»

    Η παρ. 10 του άρθρου 57 προστέθηκε με την παρ. 3β του άρθρου 47 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

Άρθρο 61 Δικαίωμα αναρρωτικής άδειας

  1. 1. Στον υπάλληλο που είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει, χορηγείται αναρρωτική άδεια με αποδοχές τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
    Υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας έξι (6) μηνών, δικαιούται να λάβει τις βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες που προβλέπονται. Μετά την εξάντλησή τους, ο υπάλληλος δικαιούται άδεια άνευ αποδοχών

    Το εδάφιο β της παρ. 1 του άρθρου 61 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 3731/2008 (Α΄263).

  2. 2. Σε περίπτωση ατυχήματος κατά την εκτέλεση και εξαιτίας της υπηρεσίας καθώς και λόγω επαγγελματικής ασθένειας, το προσωπικό που απασχολείται στους χώρους υγιεινομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ), στους σταθμούς μεταφόρτωσης απορριμμάτων, σε εργοστάσια μηχανικής ανακύκλωσης, στις υπηρεσίες καθαριότητας, στους χώρους νεκροταφείων, στην αποχέτευση καθώς και στα συνεργεία συντήρησης απορριμματοφόρων οχημάτων δικαιούται αναρρωτική άδεια με αποδοχές, ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας.
  3. 3. Στην αναρρωτική άδεια συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθένειας που προηγήθηκαν της άδειας.
  4. 4. Στον υπάλληλο που πάσχει από δυσίατο νόσημα χορηγείται αναρρωτική άδεια της οποίας η διάρκεια είναι διπλάσια από τη διάρκεια των αδειών των προηγούμενων παραγράφων.
  5. 5. Τα δυσίατα νοσήματα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας.

Άρθρο 62 Χορήγηση αναρρωτικής άδειας

  1. 1. Η αναρρωτική άδεια χορηγείται ανά μήνα με εξαίρεση την περίπτωση των δυσίατων νοσημάτων όπως αυτά ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 4 του άρθρου 54 που χορηγείται ανά εξάμηνο κατ’ ανώτατο όριο.
  2. 2. Βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται με γνωμάτευση θεράποντος ιατρού έως οκτώ (8) ημέρες κατ’ έτος. Δύο (2) εξ αυτών, αλλά όχι συνεχόμενες, μπορούν να χορηγούνται μόνο με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου.
  3. 3. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δεχτεί την επίσκεψη του ελεγκτή ιατρού.
  4. 4. Η αποστολή ιατρού για έλεγχο υπαλλήλου, που κάνει χρήση βραχυχρόνιων αναρρωτικών αδειών κατ’ επανάληψη, είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία και η τυχόν παράλειψή της συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα του αρμοδίου προϊσταμένου της διεύθυνσης διοικητικού.

Το άρθρο 62 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4210/2013 (Α΄254).

Άρθρο 63 Διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας

  1. 4. Άδεια διάρκειας πέραν του ενός (1) μηνός για ψυχική νόσο δεν χορηγείται αν δεν έχει προηγηθεί νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο. Παράταση της ή χορήγηση νέας άδειας, εφόσον υπερβαίνει, συνολικώς ή τμηματικώς, τον έναν (1) μήνα, μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος, χορηγείται ύστερα από αναλυτική έκθεση θεράποντος ιατρού και έκθεση εξέτασης λειτουργικότητας του ασθενούς, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα όργανα που δικαιούνται να προβαίνουν σε εξέταση λειτουργικότητας του ασθενούς, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
  2. 5. Το αρμόδιο για τη χορήγηση της αναρρωτικής άδειας όργανο είτε χορηγεί ολόκληρη την άδεια που προτείνει η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή ή, εάν κρίνει τη γνωμάτευση της ως αναιτιολόγητη, παραπέμπει τον ενδιαφερόμενο για εξέταση στη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της γνωμάτευσης της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, να ζητήσει με ένσταση του νέα εξέταση από την οικεία δευτεροβάθμια επιτροπή, είτε όταν η πρωτοβάθμια έχει απορρίψει εξ ολοκλήρου ή εγκρίνει λιγότερο από το ήμισυ της αναρρωτικής άδειας. Η αναρρωτική άδεια που προτείνεται από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, χορηγείται υποχρεωτικά.
  3. 6. Δικαίωμα ένστασης ενώπιον της πρωτοβάθμιας ή της ειδικής υγειονομικής επιτροπής έχουν η υπηρεσία και ο υπάλληλος για την κατ’ εξαίρεση χορήγηση άδειας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού.
  4. 7. Η αίτηση υπαλλήλου για παράταση αναρρωτικής άδειας υποβάλλεται το αργότερο μέσα στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του χρόνου της άδειας που του έχει χορηγηθεί.
  5. 8. Ύστερα από κάθε εξέταση καθώς και μετά τη λήξη του ανωτάτου χρονικού ορίου αναρρωτικής άδειας οι υγειονομικές επιτροπές γνωμοδοτούν εάν η νόσος είναι ιάσιμη ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση και αφού η γνωμάτευση γίνει οριστική, ο υπάλληλος απολύεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 157. Το αρμόδιο προς διορισμό όργανο μπορεί να παραπέμπει και αυτεπαγγέλτως υπαλλήλους στις δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές για απόλυσή τους, εάν κρίνει ότι δεν μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, και πριν χορηγηθεί αναρρωτική άδεια ή μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας.
  6. 9. Κατά της γνωμοδότησης αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής για απαλλαγή από την υπηρεσία λόγω ασθένειας, δικαιούται ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει προσφυγή σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της υγειονομικής επιτροπής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών του άρθρου 166 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄). Στην ίδια επιτροπή μπορεί να ασκήσει προσφυγή ο υπάλληλος κατά της γνωμάτευσης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής με την οποία κρίθηκε ικανός για ανάληψη υπηρεσίας.
  7. 10. Ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζεται για ιατρική εξέταση, εφόσον το ζητήσει η επιτροπή. Αν δεν παρουσιασθεί, δεν χορηγείται αναρρωτική άδεια.
  8. 11. Ο υπάλληλος ο οποίος βρίσκεται δικαιολογημένα εκτός της έδρας του υποχρεούται, αμέσως μόλις ασθενήσει, να υποβάλει αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας στην πλησιέστερη υγειονομική επιτροπή. Αν η υγειονομική επιτροπή δεν εξετάσει για οποιονδήποτε λόγο τον υπάλληλο έως ότου επανέλθει στην έδρα του, υποχρεούται να διαβιβάσει την αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά στην υγειονομική επιτροπή της έδρας του υπαλλήλου.
  9. 12. Αν η αρμόδια υγειονομική επιτροπή κρίνει ότι για τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας είναι αναγκαία η παρακολούθηση του υπαλλήλου για ορισμένο διάστημα σε νοσηλευτικό ίδρυμα, η άδεια δεν χορηγείται χωρίς την παρακολούθηση αυτή.
  10. 13. Τυχόν γνωμάτευση δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής για τη μη χορήγηση, εν όλω ή εν μέρει, άδειας δεν επιφέρει συνέπειες σε βάρος του υπαλλήλου, εφόσον η άδεια αυτή έχει ήδη διανυθεί βάσει γνωμάτευσης πρωτοβάθμιας επιτροπής, εκτός εάν για τη χορήγηση της διαπιστώνεται βαριά αμέλεια ή δόλος του υπαλλήλου.

Άρθρο 88 Κριτήρια επιλογής Προϊσταμένων

3. Τα ως άνω κριτήρια αξιολογούνται ως ακολούθως: α) Τα τυπικά εκπαιδευτικά προσόντα μοριοδοτούνται ως εξής:

δ) Δομημένη συνέντευξη:
η δομημένη συνέντευξη διενεργείται από τα αρμόδια συμβούλια του άρθρου 89 με πρόβλεψη αναγκαίας «ζωντανής βοήθειας» για άτομα με αναπηρία, όπως διερμηνέων νοηματικής, εφόσον αυτό απαιτείται.
Σκοπός της δομημένης συνέντευξης είναι το αρμόδιο Συμβούλιο να διαμορφώσει γνώμη για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης ευθύνης, για την οποία κρίνεται. Κατά το στάδιο αυτό λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου, η αίτηση υποψηφιότητας και το βιογραφικό του σημείωμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση δ΄ των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 89. Η δομημένη συνέντευξη περιλαμβάνει δύο θεματικές ενότητες ως εξής:

  1. δα) δομημένη συζήτηση επί θεμάτων σχετικών με το αντικείμενο του φορέα και τις αρμοδιότητες των οργανωτικών μονάδων των σχετικών με την προκηρυσσόμενη θέση, σε συνάρτηση με τις δεξιότητες και τα προσόντα του υποψηφίου, όπως προκύπτουν από το βιογραφικό του και τα στοιχεία του προσωπικού του μητρώου,
  2. δβ) ανάπτυξη ενός υποθετικού σεναρίου γενικού διοικητικού ενδιαφέροντος (situational interview), που έχει ως σκοπό να αξιολογήσει τις διοικητικές ικανότητες του υποψηφίου να προγραμματίζει, να συντονίζει και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, καθώς και να λαμβάνει αποτελεσματικές αποφάσεις και να διαχειρίζεται κρίσεις.

Για τη μοριοδότηση λαμβάνονται υπόψη επίσης οι επικοινωνιακές δεξιότητες, η ικανότητα διαχείρισης χρόνου, τα χαρακτηριστικά ηγεσίας, ιδίως υπό συνθήκες πίεσης, η ικανότητα συντονισμού ομάδων εργασίας και η δημιουργικότητα του υποψηφίου.
Κάθε σκέλος της συνέντευξης μοριοδοτείται κατ' ανώτατο όριο με πεντακόσια (500) μόρια. Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει ένας υποψήφιος από κάθε μέλος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα χίλια (1.000) μόρια.
Η τελική μοριοδότηση της συνέντευξης κάθε υποψηφίου προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμών των μελών του αρμόδιου Συμβουλίου.
Το περιεχόμενο της συνέντευξης με τα κρίσιμα και ουσιαστικά σημεία της αναφέρεται συνοπτικά στο πρακτικό του Συμβουλίου, το οποίο είναι στη διάθεση όλων των υποψηφίων, και η μοριοδότηση για τον υποψήφιο αιτιολογείται συνοπτικά από κάθε μέλος ως προς κάθε ένα από τα δύο σκέλη της συνέντευξης.
Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης υποστηρίζει επιστημονικά τη διαδικασία των δομημένων συνεντεύξεων, παρέχοντας την απαιτούμενη τεχνογνωσία στα μέλη των Συμβουλίων που διεξάγουν τις συνεντεύξεις. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζονται η διαδικασία διεξαγωγής της δομημένης συνέντευξης και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

Το άρθρο 88 που τροποποιήθηκε με την παρ. 1γ του αρθ. 46 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

Άρθρο 103 Θέση σε διαθεσιμότητα

  1. 1. Ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας ή κατάργησης της θέσης του, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
  2. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων άρθρων, η πράξη θέσεως του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και η πράξη επαναφοράς του στην υπηρεσία εκδίδονται από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
  3. 3. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας παύει η άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κύριων ή παρεπόμενων. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται για βαθμολογική εξέλιξη.

Άρθρο 104 Διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας

  1. 1. Ο υπάλληλος τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας, όταν αυτή παρατείνεται πέρα από το μέγιστο χρόνο αναρρωτικής άδειας του άρθρου 61 του παρόντος, είναι όμως, κατά την εκτίμηση της υγειονομικής επιτροπής, ιάσιμη.
  2. 2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1), και, για τα δυσίατα νοσήματα, τα δύο (2) έτη.
  3. 3. Κατά το τελευταίο δίμηνο πριν από τη λήξη του ανώτατου ορίου διαθεσιμότητας οι επιτροπές του άρθρου 9 του παρόντος υποχρεούνται, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας, να γνωμοδοτήσουν για την ικανότητα του υπαλλήλου να επανέλθει στα καθήκοντά του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 157 του παρόντος. Ο υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί προς εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από αίτηση του ή αυτεπαγγέλτως και πριν από το χρόνο λήξης της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά με τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας.
  4. 4. Οι διατάξεις των άρθρων 38 έως και 42 του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας.

Άρθρο 106 Αποδοχές διαθεσιμότητας

  1. 1. Ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας δικαιούται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του.
  2. 2. Επιδόματα ασθενείας, που καταβάλλονται σε υπαλλήλους λόγω υποχρεωτικής ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εκπίπτονται από τις αποδοχές του υπαλλήλου, εφόσον η ασφάλιση του θεμελιώνεται και με συνεισφορά του Ο.Τ.Α.

Άρθρο 157 Απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα

  1. 1. Ο υπάλληλος απολύεται, ύστερα από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αν διαπιστωθεί σωματική ή πνευματική ανικανότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 104 του παρόντος. Δεν απολύεται ο υπάλληλος αν η ανικανότητα του επιτρέπει την άσκηση άλλων καθηκόντων.
  2. 2. Ο υπάλληλος που απολύεται σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 28 του παρόντος Κώδικα.

Άρθρο 177 Άδειες

  1. 1. Οι διατάξεις των άρθρων 54 έως και 60 και 65 έως και 67 του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
  2. 2. Ειδικά για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 57, οι παράγραφοι 6 και 8 του άρθρου 60 και το άρθρο 67. Για την εφαρμογή των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 57 και των παραγράφων 6 και 8 του άρθρου 60 και 67, οι άδειες χορηγούνται σε αναλογία με βάση τη διάρκεια της σύμβασης των υπαλλήλων.
    Ο μισθωτός που κατά τις κείμενες διατάξεις έχει διακοπές εργασίας μπορεί, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι ανάγκης, να λαμβάνει κανονική άδεια με αποδοχές έως δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.».

Η παρ. 2 του άρθρου 177 που είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 27 του ν. 4257/2014 (Α΄93), τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 8 του άρθρου 47 του ν. 4674/2020 (Α΄53).

Άρθρο 199 Απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα

  1. 1. Η απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα αποφασίζεται από το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο μετά από προηγούμενη διαπίστωση αυτής από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή στην οποία παραπέμπεται ο απασχολούμενος από την υπηρεσία του ή μετά από αίτηση ή σε περίπτωση που ασκήθηκε έφεση κατ’ αυτής, από τον υπάλληλο ή την υπηρεσία του, από τη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού.
  2. 2. Η έφεση ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της πράξης διαπίστωσης της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής.
  3. 3. Η λύση της σύμβασης εργασίας επέρχεται από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου.