ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜ. 207 της 26/31.3.1965 «Περί συστάσεως Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού ΕΤΒΑ και εγκρίσεως του διέποντος τούτου Κανονισμού» (Α΄52).

Άρθρον 9 : Πιστοποίησις ανικανότητος προς εργασίαν

  1. Προς πιστοποίησιν της ανικανό­τητας προς εργασίαν προσώπου τινός, δια πάσας τας περιπτώσεις δι ας η ανικανότης προς εργα­σίαν δημιουργεί συνταξιοδοτικά ή έτερα δικαιώ­ματα έναντι του Ταμείου, βάσει των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, γνωμοδοτεί, δαπάναις του Ταμείου, Συμβούλιον εκ δύο ιατρών, οριζομένων υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Εις το Ιατρικόν Συμβούλιον, δαπάναις του εν­διαφερομένου, δύναται να μετέχη και τρίτος Ια­τρός, υποδεικνυόμενος παρ αυτού. Αιτήσει ησφαλισμένου ή συνταξιούχου δεν χωρεί παραπομπή του πλέον της μιας δια το αυτό έτος, ούτε πλείο­νες των τριών γενικώς, εις το κατά την παρούσαν παρ.Ιατρικόν Συμβούλιον.

Άρθρον 17 : Δικαίωμα Συντάξεως ιδίω δικαίω

  1. Δικαίωμα ιδίω δικαίω εις σύνταξιν έχει πας ησφαλισμένος κατά τας διατάξεις του άρθ. 13 του Κανονισμού, εξερχόμενος της υπηρεσίας υπό τας ακολούθους προϋποθέσεις:

στ) Μετά πενταετή συντάξιμον υπηρεσίαν, εν περιπτώσει πλήρους ανικανότητας δι οιαν­δήποτε εργασίαν, διαπιστουμένης συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθ. 9. Εις την περίπτωσιν ταύτην, η σύνταξις είναι προσωρινή δι εν έτος, ανανεουμένη δι αποφάσεως του Δ.Σ. καθ έκαστον έτος και επί 10 εν συνόλω έτη, μετά προηγουμένην εκάστοτε διαπίστωσιν της πλήρους ανικανότητος κατά τας διατάξεις του άνω άρθ. 9. Εφ όσον συμπληρωθή 10ετής, κατά τα ανω­τέρω, συνταξιοδότησις, η σύνταξις καθίσταται οριστική, μη χωρούσης περαιτέρω επανεξετάσε­ως της προς εργασίαν ικανότητος. Εάν, προ της συμπληρώσεως 10ετούς προσωρινής συνταξιοδο­τήσεως, διαπιστωθή ανάκτησις της προς εργα­σίαν ικανότητος, διακόπτεται η κατά τα άνω προσωρινή συνταξιοδότησις και ο συνταξιούχος της κατηγορίας ταύτης στερείται οριστικώς του προς σύνταξιν δικαιώματος.

«ζ.Ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας εφόσον, ή σύμφωνα με το πιο πάνω εδάφιο διαπιστούμενη πλήρης, ανικανότητα για οποιαδήποτε εργασία, προκλήθηκε από τρομοκρατική ή εγκληματική ενέργεια εναντίον του ασφαλισμένου λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενασκήσεως των καθηκόντων του» 

Η περ. ζ προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 195/89, (Α΄93).

 

Άρθρον 18 : Δικαίωμα Συντάξεως Δικαιοδόχων

Δικαίωμα εις σύνταξιν έχουσιν εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισμένου η συν­ταξιούχου ως δικαιοδόχοι αυτού:

  1. Δα) Τα εκ του νομίμου άγαμα και μη συμπληρώσαντα το εικοστόν πρώτον (20ον) έτος της ηλικίας των τέκνα του μετά πενταετή συντάξιμον υπηρεσίαν αποβιώσαντος ησφαλισμένου η συνταξιούχου, ων η συνταξιοδότησις παύει οπωσδήποτε άμα τη συμπληρώσει του εικοστού πρώτου (21ου) έτους της ηλικίας των ή προ ταύτης, άμα τη τελέσει του γάμου των.
  2.  
  3. β) Οι εκ νομίμου γάμου μη συμπληρώσαντες το εικοστόν πρώτον (21 ον) έτος της ηλικίας των άγαμοι υιοί ή οι συμπληρώσαντες μεν τούτο αλλ ουχί και το εικοστόν πέμπτον (25ον) έτος της ηλικίας των και εφόσον οι τελευταίοι ούτοι εξακολουθούσιν ευδοκίμως, κατά την κρίσιν του Δ.Σ., τας σπουδάς των εις ανεγνωρισμένας υπό του Κράτους Σχολάς ανωτάτης ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως εν τη ημεδαπή ή εις αντιστοίχους Σχολάς της αλλοδαπής, ως και αι άγαμοι θυγατέρες του μετά δεκαετή συντάξιμον υπηρεσίαν αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου.
  4.  
  5. Η σύνταξις του μεν θήλεος τέκνου παύει οριστικώς άμα τη τελέσει του γάμου αυτού, του δε άρρενος άμα τη συμπληρώσει του εικοστού πρώτου (21ου) έτους της ηλικίας του ή του εικοστού πέμπτου (25ου) έτους, εφόσον εξακολουθεί τας σπου-δάς του, κατά τ ανωτέρω, ή και προ της συμπληρώσεως των ανωτέρω ηλικιών, άμα τη τυχόν τελέσει του γάμου του, εκτός αν ούτος είναι οριστικώς και εξ ολοκλήρου ανίκανος δι οιανδήποτε εργασίαν κατά την ημέραν της συμπληρώσεως του εικοστού πρώτου (21ου) έτους της ηλικίας του, οπότε ισχύουσι και ως προς αυτό τα εν τω επομένω εδαφίω γ οριζόμενα.
  6.  
  7. Η σύνταξις της άγαμου θυγατρός, μετά την συμπλήρωσιν του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας της περικόπτεται καθ ο ποσόν αυτή, ομού μετά των εκ πάσης πηγής εισοδημάτων αυτής, υπερβαίνει την υπό του Κανονισμού προβλεπομένην εκάστοτε ανωτάτην σύνταξιν Τμηματάρχου Α αναστελλομένης της συνταξιοδοτήσεως, εφόσον και καθ ον χρόνον τα εκ πάσης πηγής εισοδήματα της, πλην της εκ του Ταμείου συντάξεως της, είναι ίσα ή ανώτερα της κατά τα ανωτέρω, ανωτάτης συντάξεως. Εφ όσον η αναστολή της συνταξιοδοτήσεως υπερβή την διετίαν, απόλλυται οριστικώς το προς σύνταξιν δι-καίωμα αυτής.
  8.  
  9. γ) Οι εκ νομίμου γάμου συμπληρώσαντες μεν το εικοστόν πρώτον (21ον) έτος της ηλικίας των, άλλ οριστικώς και εξ ολοκλήρου ανίκανοι δι οιανδήποτε εργασίαν κατά την ημέραν του θανάτου του υιοί του μετά δε-καετή συντάξιμον υπηρεσίαν αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, εφόσον κατά την κρίσιν του Διοικητικού Συμβουλίου συνετηρούντο παρ αυτού, στερούνται ετέρας προστασίας ή αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων ή τα εκ πάσης πηγής μηνιαία εισοδήματα αυτών, είναι κατώτερα του διπλασίου του εκάστοτε κατωτέρου ποσού συντάξεως δικαιοδόχων, του προβλεπομένου υπό των διατάξεων του εδαφίου β της παρ. 5 του άρθ. 19.
  10.  
  11. Η κατά το παρόν εδάφιον απονομή συντάξεως, λόγω ανικανότητας προς εργασίαν, είναι προσωρινή, εφαρμοζομένων αναλόγως και εν προκειμένω των διατάξεων του εδαφίου στ της παρ. 1 του άρθ. 17.
  12.  
  13. Το Δ.Σ. δύναται να διακόπτη οριστικώς την περαιτέρω χορήγησιν συντάξεως εις περιπτώσεις του παρόντος εδαφίου, αν κρίνη ότι μεταβλήθησαν αι λοιπαί προϋποθέσεις υφ ας απενεμήθη αυτή.
  14.  
  15. Μετά της χήρας συζύγου και των τέκνων εις τας περιπτώσει των προηγουμένων εδαφίων Α , Β , Γ και του παρόντος εδαφίου Δ συντρέχει πάντοτε και η μήτηρ του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου υπό τους όρους και περιορισμούς του επομένου εδαφίου Ε.
  16.  
  17. Ε. Ελλείψει των ανωτέρω (κατά την ημέραν του θανάτου του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου), η μήτηρ του μετά πενταετή συντάξιμον υπηρεσίαν αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ή ο ανίκανος προς εργασίαν πατήρ ή ο πατήρ ο υπερβάς το 60όν έτος της ηλικίας του, του με-τά δε δεκατή συντάξιμον υπηρεσίαν αποβιώσαντος ησφαλισμένου η συνταξιούχου, εφόσον κατά την κρίσιν του Δ.Σ. συνετηρούντο παρ αυτού, στερούνται ετέρας προστασίας ή αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων ή τα εκ πάσης πηγής μη-νιαία εισοδήματα αυτών είναι (κατώτερα του κατωτάτου πόσου συντάξεως δικαιοδόχου, του χορηγουμένου εκάστοτε υπό του ταμείου συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου β της παρ. 5 του άρθ. 19.
  18.  
  19. Η κατά το παρόν εδάφιον απονομή συντάξεως, λόγω ανικανότητος προς εργασίαν, είναι προσωρινή, εφαρμοζομένων αναλόγως και εν προκειμένω των διατάξεων του εδαφίου ΣΤ της παρ. 1 του άρθ. 17.
  20.  
  21. Το Δ.Σ. δύναται να διακόπτη οριστικώς την περαιτέρω χορήγησιν συντάξεως, εις περιπτώσεις του παρόντος εδαφίου, αν κρίνη ότι μετεβλήθησαν αι λοιπαί προϋποθέσεις ύφ ας απενεμήθη αυτή.
  22.  
  23. ΣΤ. Ελλείψει των ανωτέρω, κατά την ημέραν του θανάτου του μετά δεκαετή συντάξιμον υπηρεσίαν αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, το Δ.Σ., κατ εκτίμησιν της όλης οικογενειακής και οικονομικής των καταστάσεως, δύναται να απονείμη σύνταξιν εις άγαμον ανήλικον αδελφόν ή αδελφήν μέχρι συμπληρώσεως του εικοστού πρώτου (21ου) έτους της ηλικίας των, διακοπτομένην αυτοδικαίως, άμα τη συμπληρώσει παρ αυτών της ηλικίας ταύτης, είτε, προ ταύτης, αν έλθωσιν εις γάμον, εκτός αν πρόκειται περί άγαμου αδελφού ή αδελφής, ανικάνου προς οιανδήποτε εργασίαν, οπότε εφαρ-μόζονται αναλόγως και εν προκειμένω τα εν τω υπεδαφίω γ του εδαφίου Δ της παρούσης παρ. οριζόμενα, της χορηγήσεως συντάξεως πάντως, κατά τας διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ούσης δυνητικής και μη θεμελιουμένου επ αυτών δικαιώματος, ίνα αξιώσωσι την συνταξιοδότησίν των αδελφοί (άρρενες ή θήλεις) του αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου.

Άρθρον 19 : Καθορισμός Συντάξεων

  1. Καθορισμός συντάξεως των κατά το άρθ. 18 δικαιούχων.

Η συνολική κατά μήνα σύνταξις των δικαιούχων του άρθ. 18 καθορίζεται ως έπεται: α) Των δικαιούχων των περιπτώ­σεων Α , Β , Γ και Δ της παρ. 1 του άρθ. 18 εις 50% (πεντήκοντα τοις εκατόν) της συντάξε­ως, ην ελάμβανεν ο συνταξιούχος ή είχε δικαί­ωμα να λάβη ο ησφαλισμένος, αν καθίστατο α­νίκανος προς εργασίαν, κατά την ημέραν του θανάτου του, εφόσον πρόκειται περί ενός δι­καιούχου, εις 80% (ογδοήκοντα τοις εκατόν) δε εφ όσον οι δικαιούχοι είναι δύο. Δι έκαστον επί πλέον δικαιούχον η σύνταξις προσαυξάνεται κατά 5% (πέντε τοις εκατόν) της συντάξεως του ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου, μη δυναμένη πάντως να υπερβή τα 95% (εννενήκοντα πέντε τοις εκατόν) αυτής οσοιδήποτε και αν είναι οι δικαιούχοι. Η χήρα σύζυγος συνταξιοδοτούμε­νη μόνη, άνευ ετέρου δικαιούχου, δικαιούται ποσοστού 60%, (εξήκοντα τοις εκατόν) αντί του κατά τα άνω 50% (πεντήκοντα τοις εκατόν) της συντάξεως του συζύγου της. Το αυτό ισχύει και δια τέκνον (άρρεν ή θήλυ) συνταξιοδοτούμενον μόνον, άνευ ετέρου δικαιοδόχου, εκτός αν πρό­κειται περί άγαμου θήλεος, έχοντος συμπεπληρωμένον το εικοστόν πέμπτον (25ον) έτος της ηλικίας του, του οποίου η σύνταξις καθορίζεται εις ποσοστόν 50% (πεντήκοντα τοις εκατόν) της συντάξεως του πατρός του, εις ο ποσοστόν μειούται και η σύνταξις του άγαμου θήλεος, άμα τη παρ αυτού συμπληρώσει της ηλικίας ταύτης.

  1. «12.α. Eπίδομα συζύγου, Eις τους ιδίω δικαίω εγγάμους συνταξιούχους ανεξαρτήτως γένους, χορηγείται επίδομα συζύγου εκ ποσοστού 10% επί του ποσού της συντάξεώς των. Tο επίδομα τούτο διακόπτεται εν περιπτώσει χηρείας ή διαζεύξεως. Eν περιπτώσει διαζεύξεως η διακοπή του επιδόματος επέρχεται ευθύς ως καταστή αμετάκλητος ή λύουσα τον γάμον δικαστική απόφασις.
  2. Β. Eπίδομα τέκνων. Eις τους ιδίω δικαίω εγγάμους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως γένους, χορηγείται επίδομα εκ ποσοστού 5% επί του ποσού της συντάξεως των, δι’ έκαστον άγαμον τέκνον. Tο επίδομα τούτο διακόπτεται από της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας των, ή εν περιπτώσει συνεχίσεως των σπουδών των από της συμπληρώσεως του 24ου έτους της ηλικίας των. Tα ανωτέρω όρια ηλικίας δεν ισχύουν προκειμένου, περί τέκνων ανικάνων προς πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν, εφ’ όσον η ανικανότης επήλθε προ της συμπληρώσεως των ο ρίων τούτων ηλικίας.
    1. Η παρ.12 προστέθηκε με το άρθρο μονό του π.δ. 181/81.

  3.  

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ : Κλάδος Υγείας

 

Αρθρον 24 : Ησφαλισμένοι αμέσως και εμμέσως εις τον Κλάδον Υγείας

  1. 2. Δύνανται, αιτήσει αμέσως ησφαλισμένου μέλους, να υπαχθώσιν εις την ασφάλισιν του Κλάδου Υγείας του Ταμείου, τα κάτωθι μέλη της οικογενείας του, καλούμενα «εμμέσως ησφαλισμένα μέλη».
  2.  
  3. β) Τα εκ νο­μίμου γάμου άγαμα τέκνα του αμέσως ησφαλισμένου μέλους τα μη συμπληρώσαντα το εικοστόν πρώτον (21ον) έτος της ηλικίας των, ή τα συμπλη­ρώσαντα μεν τούτο εφόσον είναι πλήρως ανίκανα δι οιανδήποτε εργασίαν, της ανικανότητός των διαπιστουμένης κατά τας διατάξεις του άρθ. 9, ή τα συμπληρώσαντα το εικοστόν πρώτον (21 ον) άλλ ούχι και το εικοστόν πέμπτον (25ον) έτος της ηλικίας των, εφόσον εξακολουθούν εύδοκίμως, κατά την κρίσιν του Δ.Σ., τας σπουδάς των εις ανεγνωρισμένας υπό του Κράτους Σχολάς ανωτάτης ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως της ημεδαπής, ή κατ απόλυτον κρίσιν του Δ.Σ., και εις αντιστοίχους Σχολάς της αλλοδαπής.
  4.  
  5. Ως προς τα μη εκ νομίμου γάμου τέκνα του αμέ­σως ησφαλισμένου μέλους, ισχύουσι και εν προ­κειμένω αι διατάξεις εδαφίου δ της ειρημένης παραγράφου

 

Αρθρον 31 : Δικαιούχοι εφάπαξ αποζημιώσεως

  1. 2. Ο ησφαλισμένος, εξερχόμενος της υπηρεσίας, δικαιούται εφάπαξ αποζημιώσεως:
    1. α) Μετά συμπεπληρωμένην τριετή και μη συμπεπληρωμένην δεκαπενταετή ησφαλισμένην υπηρεσίαν, λόγω πλήρους και οριστικής ανικανότητος προς εργασίαν, πιστοποιουμένης κατά τας διατάξεις του άρθ. 9.

 

Δικαίωμα επικουρικής συντάξεως.

Άρθρον 40.

  1. 1.
    1. α) Δικαίωμα ίδιω δικαίω εις σύνταξιν εκ του Κλάδου Επικουρικής Ασφαλίσεως έχει ο ησφαλισμένος κατά τας διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1 του Κανονισμού, έφ' οσον λαμβάνει σύνταξιν εκ του Κλάδου Συντάξεων και δι' όσον χρόνον λαμβάνει αυτήν και υπό την προϋπόθεσιν ότι έχει συμπληρώσει συντάξιμον υπηρεσίαν εις τον Κλάδον Επικουρικής Ασφαλίσεως, ο μεν του εδαφίου α' του άρθρου 13 του Κανονισμού οκταετή, ο δε των λοιπών εδαφίων του άρθρου τούτου, δέκα πέντε τουλάχιστον ετών εξ ων πέντε τουλάχιστον έτη πραγματικής εν ασφαλίσει υπηρεσίας, ή πέντε ετών εν περιπτώσει πλήρους ανικανότητος δι' οιανδήποτε εργασίαν.
    2. β) Η κατά το προηγούμενον εδάφιον πενταετής πραγματική ασφάλισις δεν απαιτείται δια τους υπηρετούντας εις την Τράπεζαν κατά την ημέραν της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος και εξερχομένους κατά την διάρκειαν ταύτης συνεπεία αναποτρέπτου λόγου (θάνατος ησφαλισμένου, ολική ανικανότης, όριον ηλικίας, αναίτιος καταγγελία υπό της ΕΤΒΑ της συμ¬βάσεως εργασίας ή εντολής του ησφαλισμένου, αντικατάστασις ή παραίτησις δια τον σκοπόν τούτον των ησφαλισμένων του εδαφ. α' της παραγρ. 1 του άρθρου 13 του παρόντος κ.λπ.).
  2. 2. Δικαίωμα εις την σύνταξιν εκ του Κλάδου Επικουρικής Ασφαλίσεως έχουσιν εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ως δικαιοδοχοι αυτού τα εν άρθρω 18 του Κανονισμού οριζόμενα πρόσωπα, εφ' όσον λαμβάνουν σύνταξιν εκ του Κλάδου Συντάξεων και δι' όσον χρονον λαμβάνουν τοιαύτην.