ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 29 Μαίου/25 Ιουν. 1958 «Περί εγκρίσεως Καταστατικού του Ταμείου Ασφαλίσεως Εργατών Τύπου Αθηνών.» (Α’ 96).

Σκοπός – Ασφαλιστικοί Κλάδοι

Άρθρον 2.

  1. Σκοπός του Ταμείου είναι η ασφάλισις των περί ών το άρθρ. 3 του παρόντος προσώπων κατά των κινδύνων της ανεργίας, της ασθενείας, της αναπηρίας, του ατυχήματος, του γήρατος και του θανάτου, δια της χορηγήσεως εις τας πρόσωπα ταύτα και εις τα υπό των οικείων άρθρων του παρόντος οριζόμενα μέλη οικογενείας των, των υπό των διατάξεων τούτου προβλεπομένων παροχών εις είδος και εις χρήμα (περδίκων και εφ΄ άπαξ) εν περιπτώσει επελεύσεως και επαληθεύσεως ασφαλιστικής τινος περιπτώσεως.

«Ωσαύτως έχει ως σκοπόν την οικονομικήν ενίσχυσιν των ησφαλισμενων και συνταξιούχων του Ταμείου, δια της χορηγήσεως του υπό των άρθρω. 67-70 προβλεπόμενου βοηθήματος Στέγης και Αποκαταστάσεως, προς απόκτησιν παρ΄αυτών ιδιοκτήτου στέγης».

Το εδαφ. β΄ τροποποιήθηκε ως άνω από το άρθρο 1 Β.Δ. 492 της 10/31 Ιουλ. 1961 (Α΄121).

 

Πρόσωπα εξαιρούμενα της ασφαλίσεως

Άρθρον 4.

  1. «2. Προαιρετική συνέχισις της ασφαλίσεως δεν χωρεί εάν ο ησφαλισμένος κατά τον χρόνον υποβολής της περί συνεχίσεως της Ασφαλίσεως αιτήσεως είναι ανάπηρος κατά την έννοιαν των διατάξεων του άρθρ. 44 του Καταστατικού του Ταμείου ή συνεπληρωσε το 60ον έτος της ηλικίας του.
  2. επίσης προαιρετική συνέχισις της ασφαλίσεως δεν είναι επιτρεπτή, εάν ο ησφαλισμενος κατά τον χρόνο υποβολής της περί της συνεχίσεως της ασφαλίσεως αιτήσεως ή και μεταγενεστέρως ασκή και έτερον ή έτερα επαγγέλματα εκ της ασκήσεως των οποίων υποχρεωτικώς ασφαλίζεται εις ετέρους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως.
  3. 3. Απασαι αι διατάξεις της εκάστοτε νομοθεσίας του Ταμείου εφαρμόζονται αναλόγως και επί των προαιρετικώς ησφαλισμενων εις τους παρά τούτω Κλάδους Ασθενείας και Μητρότητος, Συντάξεως, Προνοίας και Στέγης και Αποκαταστάσεως, ως προς τε τα δικαιώματα και τας εντεύθεν υποχρεώσεις».
    1. Οι παρ. 2 και 3 προστέθηκαν με το άρθρο 1 του Β.Δ. 223 της 22/30 Μαρτ. 1971 (Α΄64).

 

Εννοιολογικοί Προσδιορισμοί

Άρθρον 6.

Οι κάτωθι εν τω παρόντι χρησιμοποιούμενοι όροι σημαίνουσιν αντιστοίχως :

  1. συνταξιούχος , Συνταξιούχοι: Οι πάσης φύσεως και εξ οιασδήποτε αιτίας συνταξιούχοι του Ταμείου, συμπεριλαμβανομένων και των συνταξιούχων μελών οικογενείας αποβιώσαντος ησφαλισμενου ή συνταξιούχου. (συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας, ατυχήματος, γήρατος, θανάτου, δικαιοδόχοι ευεργετικοί κλπ.).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΙΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ - ΓΗΡΑΤΟΣ - ΘΑΝΑΤΟΥ

 

 

Συντάξιμος Υπηρεσία

Για τους δικαιουμένους σύνταξης βλ. Νομ. 1186/27-30 Ιουλ. 1981 (Α΄202).

Άρθρον 42.

  1. Δια τον υπολογισμόν των κατά το παρόν Καταστατικόν απαιτουμένων προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως, ως και δια την εξεύρεσιν του ποσού των βάσει των διατάξεων τούτου απονεμομένων συντάξεων και εφ΄ άπαξ βοηθημάτων , ως συντάξιμος υπηρεσία λογίζεται :

η. Ο χρόνος συνταξιοδοτήσεως λόγω μερικής αναπηρίας εντός της τελευταίας προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας δεκαετίας, τη αιτήσει του ησφαλισμένου, δια την θεμελίωσιν δικαιώματος συντάξεως λόγω γήρατος>.

Οι περιπτ. ζ΄ και η΄ προστέθηκαν με το εδαφ. 1 παρ. Α΄ της υ.α. Β 257/3/265 της 8/15 Νοεμ. 1976 (Β΄1377).

 

Δικαιούμενοι συντάξεως λόγω αναπηρίας.

Άρθρον 44.

  1. 1. Οι παρά τω Ταμείω ησφαλισμενοι δικαιούνται συντάξεως λόγω αναπηρίας :
    1. α. Εάν αποχωρήσωσι ή απολυθώσι της εργασίας των ένεκα νόσου, σωματικής ή πνευματικής, καθιστώσης αυτούς ανικάνους προς άσκησιν του επαγγέλματος του εργάτου τούτου, μετά την συμπληρωσιν 10ετους πραγματικής εν ασφαλίσει του Ταμείου υπηρεσίας (μερική αναπηρία).
    2. β. Εάν αποχωρήσωσιν ή απολυθώσι της εργασίας των ένεκα νόσου σωματικής ή πνευματικής, καθιστώσης αυτούς ανίκάνους προς πάσαν εργασίαν μετά την συμπληρωσιν 5ετους πραγματικής εν ασφαλίσει του Ταμείου υπηρεσίας (ολική αναπηρία).
    3. γ. Εάν αποχωρήσωσιν ή απολυθώσι της εργασίας των, ως καταστάντες ανάπηροι συνεπεία ατυχήματος εν τη εκτελέσει της εργασίας των ή εξ αφορμής αυτής, μη δυναμένου ν΄ αποδοθή εις δόλον του παθόντος , ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας (εργατικον ατύχημα).
    4. δ. Εάν αποχωρήσωσιν ή απολυθώσι της εργασίας των, ως καταστάντες ανάπηροι λόγω βίαιου συμβάντος, μη επελθόντος όμως εν τη εκτελέσει της εργασίας των ή εξ αφορμής αυτής (εξωεργατικον ατύχημα) και μη δυναμένου ν΄ αποδοθή εις δόλον του παθόντος, μετά την συμπληρωσιν τριετούς πραγματικής εν ασφαλίσει του Ταμείου υπηρεσίας.
  2. <2. Δεν είναι δυνατή η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω αναπηρίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου, αν ο ασφαλισμένος πάσχει από τη νόσο από την οποία έπασχε κατά το χρόνο υπαγωγής του στην ασφαλίση του Ταμείου, εκτός αν η νόσος αυτή επιδεινώθηκε ή δεν επιδεινώθηκε αλλά παρουσιάσθηκε και άλλη σε τέτοιο βαθμό αναπηρίας ώστε ο ασφαλισμένος να μη μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του εργάτη τύπου ή κάθε άλλο επάγγελμα, ανάλογα με την αιτία συνταξιοδότησης του, σύμφωνα με τις διατάξεις των πειρπτ. α, β και δ της προηγουμένης παραγράφου αυτού του άρθρου>.
    1. Η παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 2 της υ.α. Φ57/2107/8 (Β΄706).

 

Δικαιούμενοι συντάξεως λόγω θανάτου.

Άρθρον 45.

  1. 1. Εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισμένου αποκτώσι δικαίωμα συντάξεως οι εν κατωτέρω παραγράφω αναφερόμενοι:
    1. α. Εάν ο θανών κέκτηται πενταετή πραγματικήν έν τη ασφαλίσει του Ταμείου υπηρεσίαν και εφ΄ όσον ο θάνατος προήλθεν εκ βιαίου συμβάντος, μη επελθόντος όμως εν τη εκτελέσει ή εξ αφορμής της εργασίας του (εξωεργατικον ατύχημα).
    2. γ. Ανεξαρτήτως χρόνου ασφαλίσεως, εάν ο θάνατος προήλθεν εκ βιαιου συμβάντος επελθόντος εν τη εκτελέσει ή εξ αφορμής της εργασίας του (εργατικον ατύχημα).
  2. 2. Δικαιούνται συντάξεως αι κάτωθι τάξεις δικαιοδόχων εφ΄ όσον ο θανών ησφαλισμενος έχει μίαν εκ των προϋποθέσεων της προηγουμένης παραγράφου ή τυγχάνει συνταξιούχος.
    1. α. Η χήρα σύζυγος ή ο ανάπηρος και άπορος χήρος εφ΄ όσον η συντηρησις εβάρυνε κυρίως την θανουσαν.
    2. β. Τα νόμιμα τέκνα τα νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθετηθέντα, ών η υιοθεσία έλαβεν χώραν προς της συμπληρώσεως του 60ου έτους της ηλικίας και έν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου, ή της χορηγήσεως συντάξεως εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαμβάνουσιν σύνταξιν εκ του Ταμείου, επί δε θανάτου ησφαλισμενης ή συνταξιούχου και τα νόθα αυτής τέκνα, εφ΄ όσον δεν συμπληρώσαν τα κατά το ΄άρθρ. 51 όρια ηλικίας.
    3. γ.Οι κατά τον χρόνο του θανάτου ησφαλισμένου ή συνταξιούχου ορφανοί πατρός και μητρός έγγονοι και πρόγονοι εφ΄ όσον πάντες ούτοι συνετηρουντο κυρίως υπό του θανόντος ή της θανούσης και δεν συνεπληρωσαν τα κατά το άρθρ. 51 όρια ηλικίας.
    4. δ. Οι γονείς , εάν η συντήρησις των εβάρυνε κυρίως τον θανόντα ή την θανουσαν.
    5. ε. Οι ορφανοί αδελφοί και αδελφαί θανόντος εφ΄ όσον η συντήρησις εβάρυνε κυρίως τον θανόντα ή την θανουσαν και δεν συνεπληρωσαν τα κατά το άρθρ. 51 όρια ηλικίας.
  3. 3. Η χήρα ή ο χήρος σύζυγος δεν δικαιούται συντάξεως:
    1. Α. Εάν ο θάνατος του συζύγου ή της συζύγου επήλθεν προ της παρόδου ενός έτους από της τελέσεως του γάμου , εκτός :
      1. α. εάν ο θάνατος οφείλεται εις ατύχημα, εργατικον ή μη, ή εις οξείαν λοιμώδη νόσον,
      2. β. εάν υφισταμένου του γάμου εγεννήθη ή δια του γάμου ενομιμοποιηθη τέκνον.
      3. γ. εάν η χήρα κατά τον χρόνον του θανάτου τελη εις κατάστασιν εγκυμοσύνης και
    2. Β. Εάν ο θανών ή η θανούσα ελάμβανεν κατά την τέλεσιν του γάμου σύνταξιν αναπηρίας ή γήρατος, ο δε θάνατος επήλθε προ της παρόδου 24 μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός και αν εν τη περιπτώσει ταύτη συντρέχει λόγος τις εκ των ανωτέρω υπό στοιχ. α, β και γ αναφερομένων.

Ποσόν συντάξεως λόγω αναπηρίας και γήρατος

Άρθρον 46.

  1. 1. Το ποσόν των υπό του Ταμείου καταβλητέων βασικών συντάξεων λόγω αναπηρίας και γήρατος, αποτελείται εκ ποσοστού του μέσου όρου των συνταξίμων μηνιαίων αποδοχών του ησφαλισμένου μίας κατ΄ επιλογήν αυτού συνεχούς διετίας εργασίας του, υπολογιζόμενων ως κάτωθι :
  2. Δια τα πρώτα δέκα έτη τα 30% μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών. Δι΄ έκαστον έτος συνταξίμου υπηρεσίας από του ενδεκάτου μέχρι και του εικοστού προστίθεται εις το ως άνω ποσοστον 2,5% των συνταξίμων αποδοχών. Δι΄ έκαστον έτος συνταξίμου υπηρεσίας από του εικοστού πρώτου μέχρι και του εικοστού πέμπτου 2% των συνταξίμων αποδοχών. Δι΄ έκαστον έτος από του εικοστού έκτου μέχρι και του τριακοστού πέμπτου προστίθεται 1,5% των συνταξίμων αποδοχών>.
    1. Η παρ. 1 που είχε τροποποιηθεί από την  απόφαση Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών 57/3/329 της 23/30 Ιαν. 1975 (Β΄97), από το Β.Δ. 335 της 21 Απρ./ 5 Μαΐουο 1970 (Α΄103) και από το Β.Δ. 492 της 10/31 Ιουλ. 1961 (Α΄121), τροποποιήθηκε και πάλι ως άνωαπό την υπ΄αριθ. Β2/57/3/2369 της 29/29 Δεκ. 1977 απόφαση Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (Β΄1314).

  3. «2.Εν περιπτώσει συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας της υπό στοιχ. α΄ της παρ. 1 του άρθρ. 44 περιπτώσεως, ως και των υπό στοιχ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του αυτού άρθρου περιπτώσεων και εφ΄ όσον το εργατικον ατύχημα επέφερε επαγγελματικήν μόνον ανικανότητα (μερικήν αναπηρίαν) τα ποσοστά της βασικής συντάξεως δεν δύνανται να είναι κατώτερα των αντιστοιχούντων εκάστοτε εις 22 συντάξιμα έτη.
  4. 3. Εν περιπτώσει συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας της υπό στοιχ. β΄της παρ. 1 του άρθρ. 44 περιπτώσεως, ως και των υπό στοιχ. γ΄ και δ΄, της παρ. 1 του αυτού άρθρου περιπτώσεων και εφ΄ όσον το εργατικον ατύχημα επέφερεν ανικανότητα προς πάσαν εργασίαν (ολικην αναπηρίαν) ποσοστά της βασικής συντάξεως δεν δύνανται να είναι κατώτερα των αντιστοιχούντων εκάστοτε εις 30 συντάξιμα έτη».
    1. Οι παρ. 2 και 3 που είχαν τροποποιηθεί από την παρ. 1 άρθρου μόνου Β.Δ. 667/1962 (Α΄168),  τροποποιήθηκαν και πάλι ως άνω από το άρθρο 4 Β.Δ. 335 της 21 Απρ. / 5 Μαΐου 1970 (Α΄103).

  5. 4. Τα περί ών η παρ. 1 βασικά ποσά συντάξεων προσαυξάνονται :
    1. α. Κατά 10% εφ΄ όσον ο συνταξιούχος είναι έγγαμος, η δε σύζυγος του δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου και 
    2. «β. Κατά 5% για κάθε παιδί εφόσον δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν παίρνει γι΄ αυτό προσαύξηση ο άλλος σύζυγος, αν είναι συνταξιούχος, ασφαλιστικού οργανισμού κύριας ασφάλισης ή του Δημοσίου ή δεν παίρνει το ίδιο το παιδί σύνταξη από ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης ή από το Δημόσιο και πληρεί τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρ. 51». 
      1. Η περιπτ. β΄ τροποποιήθηκε από την παρ. 1 της υ.α. Φ. 57/2808/17 Οκτ. – 2 Νοεμ. 1988 (Β΄799).

  6. 5. Το ποσόν των υπό του Ταμείου καταβαλλομένων βασικών συντάξεων λόγω αναπηρίας προσαυξάνεται κατά 20% εφ΄ όσον ο ανάπηρος ευρίσκεται διαρκώς εις κατάστασιν απαιτούσαν συνεχή επίβλεψιν, περιποίησιν και συμπαράστασιν ετέρου προσώπου (απόλυτος αναπηρία). Η προσαύξησις αύτη είναι προσωποπαγής και δεν μεταβιβάζεται, δέον δε να υφίσταται κατά την ημέραν της συνταξιοδοτήσεως η απόλυτος αναπηρία του ησφαλισμένου ή και μεταγενεστέρως να δημιουργηθή αύτη, εκ της ασθενείας εξ ής έτυχε συντάξεως.
  7.  
  8. «Κατ΄ εξαίρεσιν η κατά τ΄ ανωτέρω προσαύξησις χορηγείται και επί περιπτώσεων συντάξεων λόγω γήρατος ή αναπηρίας εφ΄ όσον ο δικαιούχος της συντάξεως κατέστη τυφλός».
    1. Το ανωτέρω εντός εισαγωγικών τρίτον εδάφιον προσετέθη δια της περιπτ. 2 της παρ. Α΄ της υ.α. 57/3/329 της 23/30 Ιαν. 1975 (Β΄97).

  9. «6. Ως συντάξιμοι αποδοχαί δια την εφαρμογήν του παρόντος και προς υπολογισμόν των ποσοστών των απονεμομένων συντάξεων γήρατος ή αναπηρίας, νοούνται, προκειμένου μεν περί ησφαλισμένων αμειβομένων δια μηνιαίου μισθού ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών αυτών εκ των επιλεγέντων συνεχών 24 μηνών εργασίας των, προκειμένου δε περί ησφαλισμένων αμειβομένων δια ημερομισθίου το 30πλάσιον του μέσου όρου του ημερομισθίου εκ των επιλεγέντων 24 μηνών της απασχολήσεως των, εν τη ησφαλισμένη εργασία.
  10.  
  11. Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν ο ησφαλισμενος εργάζεται ταυτοχρόνως εις δυο διαφορετικας εργασίας και με διαφορετικον ημερομίσθιον ή διαφορετικάς μηνιαίας αποδοχάς, καταβάλλονται δε αι εισφοραί και των δυο εργασιών, ως συντάξιμοι αποδοχαι θεωρούνται μόνο εκείναι αι οποίαι λαμβάνονται δια 7,5 ώρας κανονικής εργασίας, αθροιζόμενων των αποδοχών και των δύο εργασιών και διαιρουμένων δια των ωρών εργασίας του.
  12.  
  13. Ως μισθός ή ημερομίσθιον νοείται το ποσόν , το οποίον καταβάλλεται δι΄ έκαστον ησφαλισμένον δια κανονικήν εργασίαν, μη υπολογιζομενων και των εκτάκτων παροχών (δώρα, υπερωρίαι, επίδομα αδείας).
    1. Η παρ. 6 που είχε τροποποιηθεί από το Β.Δ. 492/1961 (Α΄121) και Β.Δ. 335 της 21 Απρ/ 5 Μαΐου 1970 (Α΄103), τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω από την υ.α. Β2/57/3/2369 της 29/29 Δεκ. 1977(Β΄1314).

  14. 7. Εις τους λόγω φυματιώσεως συνταξιούχους του Ταμείου χορηγείται ειδικόν επίδομα συμφώνως προς τας οικείας Υπουργικάς αποφάσεις ή ειδικάς διατάξει

Ποσόν συντάξεως μελών οικογενείας

Άρθρον 47.

  1. Ως σύνταξις του θανόντος ή της θανούσης, δια τον υπολογισμόν των ποσοστών των συντάξεων, των περί ών το παρόν άρθρον μελών οικογενείας, λογίζεται το ποσόν της βασικής συντάξεως, το οποίον ελάμβανεν ο θανών ή η θανούσα συνταξιούχος λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή το εις ό θα εδικαιούτο θανών αν κατά την ημέραν του θανάτου του καθίστατο συνταξιούχος, λόγω αναπηρίας, μη συνυπολογιζόμενων των τυχόν προσαυξήσεων λόγω οικογενειακών βαρών και απολύτου αναπηρίας.

 

Διαπίστωσις αναπηρίας και διάρκεια συντάξεως

Άρθρον 48.

  1. 1. Η διαπίστωσις της αναπηρίας και γενικώς της ανικανότητος προς εργασίαν δια την απόκτησιν δικαιώματος εις σύνταξιν ενεργείται παρά της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής του Ταμείου.
  2.  
  3. 2. Η δαπάνη εξετάσεως του ησφαλισμενου βαρύνει τον Ασφαλιστικόν Κλάδον Συντάξεως του Ταμείου, ως και αι δαπάναι τυχόν ακτινογραφιών, τομογραφιών και λοιπών αναλύσεων εφ΄ όσον ο ησφαλισμενος κριθή ανίκανος.
  4.  
  5. Κατά τας γνωμάτευσις της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής του Ταμείου, επιτρέπεται η άσκησις προσφυγής υπό του αιτούντος την απονομήν συντάξεως και υπό του Ταμείου ενώπιον της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής του Οργανισμού, εντός προθεσμίας 20 ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής.
  6.  
  7. Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον Ασφαλιστικόν Κλαδον Συντάξεως του Ταμείου.
  8.  
  9. 3. Αι συντάξεις λόγω αναπηρίας, απονέμονται δια τον εκάστοτε καθοριζόμενον η υπό των Υγειονομικών Επιτροπών ως πιθανόν κατώτατον χρόνον διαρκείας της αναπηρίας, παρατεινόμεναι κατά την αυτήν διαδικασίαν και δια τον εκάστοτε οριζόμενον υπό της Υγειονομικής Επιτροπής χρόνος ανικανότητος.
  10.  
  11. ΑΙ συντάξεις λόγω αναπηρίας δύνανται να είναι οριστικαί εφ΄ όσον αι Υγειονομικαί Επιτροπαί γνωματεύουσιν ότι η ανικανότης είναι μόνιμος. Όταν ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας υπερβή το 60όν έτος της ηλικίας του, η σύνταξις του μετατρέπεται εις οριστικήν αυτοδικαίως.
  12.  
  13. 4. Το Δ. Συμβούλιον του Ταμείου δύναται να παραπέμπη εις οιονδήποτε χρόνο συνταξιουχον λόγω αναπηρίας προς εξέτασιν ενώπιον των ως άνω Υγειονομικών Επιτροπών, εφ΄ όσον νομίση τούτο επιβεβλημένον ουχί δε πάντως προ της παρελεύσεως εξαμήνου από της τελευταίας εξετάσεως. Η γνωμάτευσις της νέας ταύτης παραπομπής υπόκειται εις το ένδικον μέσον της προσφυγής ενώπιον της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής οριστικής κρίσεως, κατά τας ως άνω διατάξεις.
  14.  
  15. Η άρνησις του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας, όπως υποβληθή εις την νέαν ιατρικήν εξέτασιν, συνεπάγεται αυτοδικαίως την διακοπήν της παρεχομενης συντάξεως.
  16.  
  17. Επί τη βάσει της νέας γνωματεύσεως της Επιτροπής, ως ήθελε καταστή τελεσίδικος και αμετάκλητος , ρυθμίζεται η συνταξιοδοτική κατάστασις του συνταξιούχου λόγω αναπηρίας.
  18.  
  19. Εις περίπτωσιν επανόδου συνταξιούχου τινός, λόγω αναπηρίας, εις την υπηρεσίαν του δι΄ οιονδήποτε λόγον, η νέα αύτη υπηρεσία του θεωρείται ως συνέχεια της παλαιάς τοιαύτης.

 

Τρόπος και χρόνος καταβολής συντάξεως

Άρθρον 50.

  1. Εις τους πάσης φύσεως συνταξιούχους του Ταμείου, τους δικαιούμενους συντάξεως κατά την 1ηνΑυγούστου εκάστου έτους, παρέχεται προσθέτως το ήμισυ της μηνιαίας συντάξεως του μηνός τούτου μετά των τυχόν καταβαλλομένων αυτοίς επιδομάτων αναπηρίας και φυματιώσεως και εφ΄ όσον δεν εδικαιώθησαν του επιδόματος δυνάμει της υπ΄αριθ. 33182/1993/1964 Υπουργικής αποφάσεως, δια το αυτό έτος, εκ της ενεργού υπηρεσία των.

Άρθρον 51.

<Εναρξις και λήξις δικαιώματος εις σύνταξιν>.

  1. <1. Το εις σύνταξιν δικαίωμα άρχεται από της επομένης ημέρας εκείνης κατά την οποίαν επήλθεν η αναπηρία ή ο θάνατος> από της πρώτης δε του επομένου μηνός εκείνου κατά τον οποίον απεχώρησεν ο ησφαλισμενος εκ τη εργασίας του και εφ΄ όσον παύσουν καταβαλλομεναι εις τον αποχωρήσαν τα ή απολυθέντα ή τους κληρονόμους του θανόντος, αι αποδοχαί ενεργείας.
  2. 2. Η σύνταξις παύει να παρέχεται :
    1. α. Επί συντάξεως λόγω γήρατος, δια του θανάτου του συνταξιούχου.
    2. β. Επί συντάξεως λόγω αναπηρίας εφ΄ όσον κατά γνωμάτευσιν της πρωτοβάθμιου Υγειονομικής Επιτροπής του Ταμείου, ο ανάπηρος έπαυσε να πληροί τας προϋποθέσεις των οικείων άρθρων του παρόντος Κανονισμού λόγω αναπηρίας.
    3. γ. Επί συντάξεως τέκνων, εγγονών, αδελφών και προγονών, προκειμένου μεν περί αρρένων άμα τη συμπληρώσει του 18 έτους της ηλικίας των, προκειμένου δε περί θηλέων του 30 και προ τούτου άμα τη τελέσει του γάμου ή τη επελεύσει θανάτου των.Η διακοπείσα σύνταξις εκ των ως άνω θηλέων προσώπων, επαναχορηγείται άμα τη συμπληρώσει του 50 έτους της ηλικίας των, εφ΄ όσον ταύτα εξακολουθούν να είναι άγαμα και δεν ασκούν επάγγελμα τι ή δεν λαμβάνουν σύνταξιν εξ ιδίας εργασίας εκ του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή οιουδήποτε φορέως κυρίας ασφαλίσεως. Το κατά τα ανωτέρω όριον του 18ου και του 30ου έτους της ηλικίας ;
      1. αα. Δεν ισχύει προκειμένου περί τέκνου, αδελφού, εγγονού ή προγονού, ανικάνου προς πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν. Η ανικανότης των ανωτέρω δέον να υφίσταται προ της συμπληρώσεως του 18ου προκειμένου περί αρρένων και του 30ου προκειμένου περί θηλέων έτους της ηλικίας των, η δε σχετική αίτησις περί κρίσεως της αναπηρίας, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 48 του παρόντος Καταστατικού, δέον να υποβληθή εις το Ταμειον εντός έτους από της εμφανίσεως της αναπηρίας, έστω και αν τα πρόσωπα ταύτα δεν δικαιούνται συντάξεως λόγω του ότι ο αμέσως ησφαλισμενος είναι εν ζωή. Η συνταξιοδοτησις των κατά τα ως άνω προσώπων συνεχίζεται και μετά την λήξιν του χρόνου της ανικανότητος εφ΄ όσον ταύτα κατά τον χρονον λήξεως συνεπληρωσαν το 55ον έτος της ηλικίας των.
      2. ββ. Παρατείνεται μέχρι του 25 έτους της ηλικίας, εφ΄ όσον τ΄ ανωτέρω πρόσωπα φοιτούν εις Ανωτέρας ή Ανωτάτας Σχολάς και κατά το διάστημα τούτο δεν ασκούν επάγγελμα τι ή δεν λαμβάνουν σύνταξιν εξ ιδίας εργασίας εκ του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή οιουδήποτε φορέως κυρίας ασφαλίσεως.
    4. δ. Επί συντάξεως χήρας, δια του θανάτου της ή δια της τελέσεως νέου γάμου.
    5. ε. Επί συντάξεως γονέων δια του θανάτου των.
    6. ζ. Κηρυχθείσης αφανείας ησφαλισμενου ή συνταξιούχου δια δικαστικής αποφάσεως, το δικαίωμα των οικογενειών των εις απόληψιν περιοδικής συντάξεως και η πληρωμή αυτής, έρχεται από του χρόνου ο οποίος καθορίζεται εν τη δικαστική αποφάσεως χρόνος ενάρξεως της αφανείας, κατά τα ειδικώς περί αφανείας εν τω Αστικώ Κώδικι οριζόμενα, προκειμένου περί ησφαλισμενου, προκειμένου δε περί συνταξιούχου, από της πρώτης του μηνός κατά τον οποίον δεν κατεβλήθη η συνταξις εις τον συνταξιούχον>.
      1. Το άρθρ. 51 που είχε τροποποιηθεί από το άρθρο 4 Β.Δ. 223 της 22/30 Μαρτ. 1971 (Α΄64) και της περιπτ. 4 παρ. Α΄της υπ΄αρθ. 57/3/329 της 23/30 Ιαν. 1975 ( Β΄97) αποφ. Υπ. Κοινων. Υπηρεσιών, τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω από την παρ. 1 της υπ΄αριθ. Βα/57/3/908 της 14/28 Μαΐου 1977 (Β΄498).

 

Εκπτώσεις , Στερήσεις – Αναστολαί

Άρθρον 52.

  1. 1. Εκπίπτει του δικαιώματος προς απόληψιν συντάξεως ο καθιστάμενος ανάπηρος εκ προθέσεως ή εν τη εκτελέσει υπ΄ αυτού πλημμελήματος ή κακουργήματος και υπό την προϋποθεσιν ότι θα διαπιστωθεί η ενοχή του δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως. Εάν όμως υπάρχουσι πρόσωπα εκ των εν άρθρ. 45 αναφερομένων ταύτα δικαιούνται της συντάξεως, της οποίας θα εδικαιούντο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμενου, εξ ού έλκουσι το δικαίωμα.
  2. 3. Η καταβολή των παρά του Ασφαλιστικού κλάδου Συντάξεως χορηγουμένων συντάξεων, αναστέλλεται :
    1. <β.. Εάν και εφόσον ο συνταξιούχος λόγω μερικής αναπηρίας, γήρατος ή παραιτήσεως ήθελε αναλάβει εκ νέου εργασία, θεμέλιους υποχρέωση Ασφαλίσεως στο Ταμείο.
      1. β.β. Εάν και εφόσον ο συνταξιούχος ασκεί αυτοτελές επάγγελμα ή παρέχει εξαρτημένη εργασία και προκειμένου περί συνταξιούχου λόγω μερικής αναπηρίας, γήρατος ή παραιτήσεως, αποκερδαίνει μηνιαίως ακαθάριστο ποσό ανώτερο του 35πλασιου του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτη, ή προκειμένου περί μελών οικογενείας, ποσό ανώτερο του 2πλασιου της καταβαλλομένης σύνταξης. Την απόδειξη ότι δεν υπερβαίνει τα παραπάνω όρια φέρει ο συνταξιούχος>.
        1. Η περιπτ. β΄ τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω από την παρ. Ι της υ.α. Β2/57/3/1308/2-30 Αυγ. 1984 (Β΄599).

    2. γ. Εφ΄ όσον ο συνταξιούχος ήθελεν αναλάβει οιανδήποτε εξηρτημένην εργασιαν, προκειμένου περί συνταξιούχου εξελθόντος λόγω ολικής αναπηρίας.

Επιστροφή ατομικών εισφορών

Άρθρον 61.

  1. 1. Εις επιστροφήν ατομικών εισφορών δικαιούνται :
    1. β. Ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας οι λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος αποχωρούντες της εργασίας των, πριν αποκτήσωσι το κατά το ΄άρθρ. 49 συνταξιοδοτικόν δικαίωμα.

Δικαιούμενοι εφ΄ άπαξ βοηθήματος.

Άρθρον 63.

  1. 1. δικαιούνται εφ΄ άπαξ βοηθήματος εκ του Ασφαλιστικού Κλάδου Προνοίας του Ταμείου:
    1. γ. Οι αποχωρούντες, οι απολυόμενοι της εργασίας των λόγω νόσου σωματικής ή πνευματικής καθιστώσης ανικάνους προς άσκησιν του επαγγέλματος του εργάτου Τύπου, εφ΄ όσον έχουσι συμπληρώσει 1000 ημερησίας καταβολάς προς το Ταμειον, εξ ών 500 τουλάχιστον εντός της τελευταίας τριετίας προ της εξόδου των εκ του επαγγέλματος και εφ΄ όσον δεν έτυχον συντάξεως εκ του Ταμείου.
    2. δ. Οι αποχωρούντες , οι απολυόμενοι της εργασίας των λόγω νόσου σωματικής ή πνευματικής καθιστώσης αυτούς ανικάνους προς πάσαν εργασίαν , εφ΄ όσον έχουσι συμπληρώσει 800 ημερησίας καταβολάς προς το Ταμειον, εξ ών 300 τουλάχιστον εντός της τελευταίας τριετίας πριν ή καταστούν ανίκανοι προς πάσαν εργασίαν και εφ΄ όσον δεν έτυχον συντάξεως εκ του Ταμείου.

 

Ποσόν εφ΄ άπαξ βοηθήματος

Άρθρον 64.

  1. Προκειμένου περί ησφαλισμένων, δικαιουμένων συντάξεως λόγω αναπηρίας παρά του Ταμείου, το ποσόν του εφ΄ άπαξ βοηθήματος υπολογίζεται επί των αυξηθέντων συνταξίμων ετών, ως ταύτα καθορίζονται εν παρ. 2 και 3 του άρθρ. 46 του παρόντος.

 

Απονομή και καταβολή εφ΄ άπαξ βοηθήματος.

Άρθρον 65.

  1. Το εφ΄άπαξ βοήθημα απονέμεται κατόπιν αποφάσεως του Δ. Συμβουλίου του Ταμείου. Η απονομή τούτου γίνεται προκειμένου περί ησφαλισμενων εξερχόμενων ως συνταξιούχων ή δικαιοδόχων θανόντος ησφαλισμένου δικαιουμένων συντάξεως, άνευ της υποβολής ετέρου δικαιολογητικού, πλην των δια την απονομήν της συντάξεως καθοριζομένων και δια της αυτής αποφάσεως του Δ.Σ. δι΄ ής απονέμεται η σύνταξις. Προκειμένου όμως περί ησφαλισμενων, μη δικαιουμένων συντάξεως, το εφ΄ άπαξ βοήθημα απονέμεται κατόπιν αιτήσεως του και εφ΄ όσον κριθή παρά της Υγειονομικής Επιτροπής του άρθ. 48 ως ανίκανος προς άσκησιν του επαγγέλματος του εργάτου Τύπου ή ανίκανος προς άσκησιν του επαγγέλματος του εργάτου Τύπου ή ανίκανος προς πάσαν εργασίαν.

Η απονομή του εφ΄ άπαξ βοηθήματος εις τα μέλη οικογενείας θανόντος ησφαλισμένου τα οποία δεν δικαιούνται συντάξεως γίνεται τη αιτήσει των και δια της υποβολής των κατά την παρ. 2 του άρθρ. 49 του παρόντος προβλεπομένων δικαιολογητικών.

 

Εισαγωγική Διάταξις.

Άρθρον (71)70

  1. 2. Ως μέλη οικογενείας των ησφαλισμενων του Ταμείου, δικαιουμένων προσαυξήσεων προστιθεμένων πάντοτε εν ταις παροχαίς του ανέργου ησφαλισμένου νοούνται:
    1. α. Η σύζυγος και ο ανάπηρος και άπορος σύζυγος.
  2. 3. Τα εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερόμενα πρόσωπα θεωρούνται ως μέλη οικογενείας του ησφαλισμένου, εφ΄ όσον συμβιουσι μετ΄αυτου και η συντήρησις των βαρύνει κυρίως αυτόν. Θεωρείται ότι υπάρχει συμβίωσις και εάν δια λόγους σοβαρούς (υγείας, σπουδών) κρινομένους υπό του Δ.Σ. του Ταμείου, ο σύζυγος ή η σύζυγος ή τα τέκνα δεν διαμένουν προσωρινώς υπό την αυτήν στέγην.
  3. 4. Το περί ού η παρ. 2 όριον ηλικίας των τέκνων, δεν ισχύει εφ΄ όσον είναι ανίκανα προς πάσαν εργασίαν κατά σχετικήν γνωμάτευσιν της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, παρατείνεται δε μέχρι του 25ου έτους της ηλικίας, εφ΄ όσον συνεχίζουν τας σπουδάς των εις Ανωτάτας Σχολάς ή εις Σχολάς Γενικής ή Επαγγελματικής εκπαιδεύσεως και δεν ασκούν βιοποριστικον επάγγελμα>.
    1. Το άρθρο 71 τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω από το άρθρο 15 Β.Δ. ΄492/1961 (Α΄121).