ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 419 της 24.10.1983 «Καταστατικό του Κλάδου κυρίας ασφαλίσεως των ανταποκριτών ξένου τύπου (διόρθωση 176/Α).» (Α΄154)
-
Άρθρο 16.
Σύνταξη λόγω αναπηρίας
- 1. Οι ασφαλισμένοι του «Κλάδου»» δικαιούνται συντάξεως λόγω αναπηρίας για όσο χρόνο κριθούν αρμοδίως ανίκανοι για εργασία :
- «α. Αν αποχωρήσουν από την εργασία τους επειδή έγιναν ανάπηροι κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου και πραγματοποίησαν πενταετή τουλάχιστον χρόνο ασφάλισης».
-
Η περίπτ. α' τροποποιήθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Π.Δ. 516/1989 (Α' 220).
-
- β) Εάν αποχωρήσουν από την εργασία τους, ανεξάρτητα από το χρόνο ασφαλίσεως που έχουν πραγματοποιήσει, εφόσον έγιναν ανίκανοι για εργασία από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή την άσκηση του επαγγέλματός τους και εξ αφορμής αυτών κατά ποσοστό 67% και άνω.
- «α. Αν αποχωρήσουν από την εργασία τους επειδή έγιναν ανάπηροι κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου και πραγματοποίησαν πενταετή τουλάχιστον χρόνο ασφάλισης».
- 2. Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος για την εφαρμογή της περιπτώσεως α της προηγούμενης παραγράφου, αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής, διάρκειας τουλάχιστον έξι (6) μηνών, σύμφωνα με πιστοποίηση του αρμόδιου οργάνου για τη διαπίστωση της αναπηρίας γίνεται ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του κατά ποσοστό 67% και άνω.
Άρθρο 21.
Υγειονομικές Επιτροπές
- 1. Αρμόδια για τη διαπίστωση της αναπηρίας που ορίζεται στο άρθρο 16 είναι η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ του τόπου κατοικίας του ασφαλισμένου, στην οποία παραπέμπεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου.
- 2. Κατά της γνωματεύσεως της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής επιτρέπεται προσφυγή από τον ασφαλισμένο, και το Ταμείο στην αρμόδια Β/θμια Υγειονομική Επιτροπή του ΙΚΑ μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της γνωματεύσεως. Η προσφυγή, που ασκείται από τον ασφαλισμένο, κατατίθεται στο Ταμείο.
- «3. Το Δ.Σ. του Ταμείου, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε νέα ιατρική εξέταση του λόγω αναπηρίας συνταξιούχου. Κατ' εξαίρεση η αναπηρία θεωρείται οριστική και οι συνταξιούχοι δεν υπόκεινται σε επανεξέταση, εφόσον:
- α) Έχουν συμπληρώσει τo 55ο έτος της ηλικίας τους, συνταξιοδοτούνται επί 7 έτη συνεχώς και έχουν υποβληθεί σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από την υγειονομική επιτροπή κατά την διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
- β) Έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους, συνταξιοδοτούνται επί 5 έτη συνεχώς και έχουν υποβληθεί σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από την υγειονομική επιτροπή κατά την διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
- γ) Συνταξιοδοτούνται επί 12 έτη συνεχώς, ανεξάρτητα από όριο ηλικίας.
- δ) Συνταξιοδοτούνται επί 20 έτη συνεχώς ή διακεκομμένα, αλλά από τριετίας, ανεξάρτητα από όριο ηλικίας».
-
Η μέσα σε εισαγωγικά παρ. 3 τροποποιήθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 π.δ. 357/1996 (Α' 231).
-
- 4. Οι δαπάνες εξετάσεως των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Κλάδου από ης Υγειονομικές Επιτροπές του ΙΚΑ βαρύνουν τον Κλάδο, που αποδίδει αυτές στο ΙΚΑ, σύμφωνα με τις χρεωστικές καταστάσεις του, που διαβιβάζονται στο Ταμείο.
Άρθρο 22
Διαδικασία απονομής συντάξεως
- 1. Για την άσκηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου πρέπει να υποβληθεί αίτηση στο Ταμείο. Αίτηση που υποβλήθηκε πριν την διακοπή του επαγγέλματος θεωρείται πρόωρη και απορρίπτεται.
- 2. Για την αίτηση αναπηρίας ή γήρατος υποβάλλονται τα εξής δικαιολογητικά:
- α) Το ασφαλιστικό βιβλιάριο
- β) Υπεύθυνη δήλωση του Ν.Δ. 105/69 ότι διέκοψε την άσκηση του επαγγέλματος του λόγω παραιτήσεως ή λόγω ασθενείας ως και εάν συνταξιοδοτείται από το Δημόσιο ή άλλο οργανισμό Κοινωνικής Ασφαλίσεως.
- γ) Έντυπο που περιέχει τα στοιχεία του αστυνομικού δελτίου Ταυτότητας, το οποίο συμπληρώνεται από την υπηρεσία του ταμείου.
- 3. Στην αίτηση συντάξεως λόγω θανάτου ασφαλισμένου επισυνάπτονται:
- α) Τα δικαιολογητικά που ορίζονται με τα στοιχεία α, β (ως προς της συνταξιοδότηση ή μη από άλλο φορέα) και γ, της προηγουμένης παραγράφου.
- β) Αντίγραφο ληξιαρχικής πράξεως θανάτου
- γ) Πιστοποιητικό Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής για την οικογενειακή κατάσταση του θανόντος, τους πλησιέστερους συγγενείς του.
- δ) Πιστοποιητικό του αρμόδιου δικαστηρίου για την αμετάκλητη ή μη λύση του γάμου.
- ε) Πράξη νομιμοποιήσεως ή αναγνωρίσεως ή υιοθετήσεως τέκνων, στην περίπτωση δε θανάτου ασφαλισμένης ληξιαρχική πράξη για τα τυχόν τέκνα που γεννήθηκαν χωρίς γάμο.
- στ) Πιστοποιητικό Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής για αδελφούς και εγγονούς ότι είναι ορφανοί από πατέρα και μητέρα. Στην περίπτωση θανάτου συνταξιούχου απαιτούνται τα ανωτέρω δικαιολογητικά, εκτός από το οριζόμενο από το στοιχείο α της παραγράφου 2.
- 4. Όλα τα ανωτέρω δικαιολογητικά μπορούν να υποβληθούν και σε μεταγενέστερο χρόνο, όχι πάντως μεγαλύτερο του τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως. Μετά την πάροδο του τριμήνου η αίτηση απορρίπτεται ως αναπόδεικτη.
- 5. Το Δ.Σ. του Ταμείου, εφόσον τα δικαιολογητικά που επισυνάπτονται στην αίτηση είναι πλήρη, υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αιτήσεως να εκδώσει την απόφασή του.
- 6. Δεν εισάγεται αίτηση για συζήτηση στο Δ.Σ. για απονομή συντάξεως εάν ο αιτών δεν έχει εκπληρώσει προηγουμένως τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις του. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη οικογενείας του θανόντος. Στην περίπτωση που εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις αυτές μετά την παρέλευση δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση του σχετικού εγγράφου του Ταμείου, το δικαίωμα για τη χορήγηση της συντάξεως αρχίζει από την πρώτη του επομένου μηνός, κατά τον οποίο εκπληρώθηκαν οι υποχρεώσεις αυτές.
Άρθρο 25
Έναρξη και λήξη του δικαιώματος σε σύνταξη
- 1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 6 το δικαίωμα σε σύνταξη αρχίζει:
- α) Για τη σύνταξη λόγω γήρατος από την 1η επόμενου μηνός κατά τον οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση για απονομή συντάξεως.
- β) Για τη σύνταξη λόγω αναπηρίας από την ημέρα που επήλθε η αναπηρία.
- γ) Για τη σύνταξη μελών οικογενείας από την 1η επόμενου μηνός, που επήλθε ο θάνατος.
- 2. Το δικαίωμα σε σύνταξη λήγει:
- α) Για τη σύνταξη λόγω γήρατος στο τέλος του μηνός, που επήλθε ο θάνατος του συνταξιούχου.
- β) Για τη σύνταξη λόγω αναπηρίας από την επόμενη ημέρα κατά την οποία ο ανάπηρος, σύμφωνα με απόφαση της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, στην οποία πρέπει αυτός να παραπέμπεται, έπαυσε να συμπληρώνει τις ανάλογες προϋποθέσεις.
- γ) Για τη σύνταξη λόγω θανάτου στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο συνήφθη νέος γάμος.
- δ) Για τη σύνταξη τέκνων, εγγόνων, προγονών και αδελφών στο τέλος του μηνός κατά τον οποίο συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους ή σε περίπτωση συνεχίσεως των σπουδών τους σε σχολές μέσης, ανώτερης ή ανώτατης εκπαιδεύσεως το 24ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον δεν είναι έγγαμοι και δεν εργάζονται ή ασκούν βιοποριστικό επάγγελμα ή παίρνουν σύνταξη από άλλη πηγή, που είναι ανώτερη από το κατώτατο όριο συντάξεως στο οποίο δικαιούνται από το Ταμείο.
- ε) Για τη σύνταξη γονέων στο τέλος του μηνός που επήλθε ο θάνατος.
- 3. Τα όρια ηλικίας που ορίζονται στην περίπτωση δ' της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύουν εφόσον τα πρόσωπα αυτά είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία λόγω ανικανότητος που επήλθε πριν και μετά τα όρια αυτά και για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, που διαπιστώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος αυτού και δεν παίρνουν σύνταξη από άλλη πηγή που είναι ανώτερη από το κατώτατο όριο συντάξεως, το οποίο δικαιούνται από το Ταμείο.
- 4. Η σύνταξη που είχε διακοπεί των θηλέων, αγάμων ή διαζευγμένων, τέκνων ή αδελφών, που αναφέρονται στην περίπτωση δ' της παραγράφου 2 επαναχορηγείται από τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας και εφ' όσον αυτά εξακολουθούν να είναι άγαμα και δεν παίρνουν είτε από εργασία είτε από σύνταξη από άλλη πηγή ποσό μεγαλύτερο του κατώτατου ορίου, το οποίο χορηγείται για την κατηγορία τους από το Ταμείο, με ανάλογη εφαρμογή ως προς την αύξηση του ορίου ηλικίας των διατάξεων του άρθρου 19 παρ. 2 του Ν. 997/79 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 51 παρ. 2 του Ν. 1140/1981. Το ίδιο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που τα πρόσωπα αυτά δε δικαιώθηκαν σύνταξη λόγω του θανάτου του δικαιοπαρόχου τους, που συνέβη μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας.
- 5. Δεν χορηγείται σύνταξη για χρόνο προγενέστερο των 6 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία έχει υποβληθεί η αίτηση απονομής συντάξεως.
Άρθρο 26.
Στερήσεις
- Στερείται του δικαιώματος συντάξεως λόγω αναπηρίας ασφαλισμένος που έγινε ανάπηρος εκ προθέσεως ή για πλημμέλημα ή κακούργημα που διαπράχθηκε από αυτόν η δε ενοχή του αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Εάν όμως υπάρχουν πρόσωπα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 παρ. 1 του διατάγματος αυτού, δικαιούνται αυτά τη σύνταξη που θα έπαιρναν σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου.
- Πρόσωπα, από τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 παρ. 1 του διατάγματος αυτού, που δικαιούνται σύνταξη, στερούνται κάθε δικαίωμα συντάξεως, εάν με απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου έχουν καταδικασθεί για πράξη, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.
Με την εγκύκλιο του ΕΦΚΑ Σ81/16/459528/ΕΓΚ.18/2-4-18 (ΑΔΑ: 6ΛΞΠ465ΧΠΙ-Γ49), ορίζεται ότι :
«Δ. Καταργούμενες διατάξεις
Οι καταργούμενες με το τελευταίο εδάφιο του άρθρ. 27 διατάξεις είναι οι ακόλουθες:
-
- 1) η περ. α της παρ. 7 του άρθρ. 29 του Α.Ν. 1846/51
- 2) η περ. α της παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρ. 13 του ν. 4491/1966
- 3) τα εδάφια β & γ της περ. ε του άρθρ. 7 της ΥΑ 21545/1927 (Β΄174)
- 4) το άρθρ. 52 του π.δ. 284/1974 (Α΄101)
- 5) το άρθρ. 14 της ΚΥΑ Β2/54/3/236/76/οικ.695/1977 (Β΄329)
- 6) το άρθρ. 26 και η περ. α και η του άρθρ. 27 του π.δ. 419/1983 (Α΄154)
- 7) η περ. α της παρ. 3 του άρθρ. 52 του β.δ. της 29ης Μαϊου/25ης Ιουνίου 1958 (Α΄96)
- 8) η περ. α της παρ. 1 του άρθρ. 22 του ν.δ. 4114/1960 (Α΄164)
- 9) η περ. δ της παρ. 1 του άρθρ. 32 του π.δ. 258/2005 (Α΄316)
- 10) η περ. α του άρθρ. 25α του π.δ. 913/1978 (Α΄220)»
Άρθρο 27.
Αναστολή συντάξεως
Η καταβολή της συντάξεως αναστέλλεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- β) Εάν και για όσο χρόνο ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή για την εξέταση της καταστάσεώς του.
- γ) Εάν και για όσο χρόνο ο συνταξιούχος προσφέρει εκ νέου εργασία για την οποία θεμελιώνεται υποχρέωση ασφαλίσεως στον Κλάδο.
- δ) Εάν και για όσο χρόνο ο συνταξιούχος προσφέρει εκ νέου εργασία, για την οποία θεμελιώνεται υποχρέωση ασφαλίσεως σε Ταμείο Κυρίας Ασφαλίσεως, εφόσον το εισόδημα από την εργασία αυτή υπερβαίνει το 35πλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτου.