ΚΟΙΝΗ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ΄ΑΡΙΘ. Β2/54/3/236/76/οικ.695 της 22 Μαρτ. / 5 Απρ. 1977 «Περί τροποποιήσεως και ανασυντάξεως του Κανονισμού Ασφαλιστικών Παροχών του Κλάδου Κυρίας Ασφαλίσεως του Τ.Α.Ι.Σ.Υ.Τ.» (Β΄329)

Σύνταξις λόγω αναπηρίας
Άρθρο 3

 

  1. 1. «1. Οι παρά τω Ταμείω ησφαλισμενοι δικαιούνται συντάξεως λόγω αναπηρίας:
    1. α. Εάν αποχωρήσουν ή απολυθούν εκ της εργασίας των ως καταστάντες ανάπηροι, κατά την εννοιαν της επομένης παραγράφου και έχουν συμπληρώσει 10ετή πλήρη εν πραγματική ασφαλίσει, υπηρεσίαν>.
    2. β. Εάν αποχωρήσουν ή απολυθούν εκ της εργασίας των, ανεξαρτήτως χρόνου ασφαλίσεως , εφ΄ όσον κατέστησαν ανίκανοι προς εργασίαν, συνεπεία βιαίου συμβάντος, επελθόντος κατά την εκτέλεσιν της εργασίας των ή την άσκησιν επαγγέλματος των και εξ αφορμής αυτών.
    3.  
    4. Ο ησφαλισμενος θωρείται ανάπηρος δια την εφαρμογήν της προηγούμενης παραγράφου, εφ΄ όσον καθίσταται ανίκανος προς άσκησιν της εργασίας ή του επαγγέλματος του, συνεπεία πνευματικής ή σωματικής παθήσεως διαρκείας ουχί μικροτέρας του εξαμήνου, κατά πρόβλεψιν του αρμοδίου δια την διαπίστωσιν της αναπηρίας οργάνου, κατά ποσοστόν τουλάχιστον 67% συνεπεία της οποίας διέκοψε την ΄άσκησιν της εργασίας ή του επαγγέλματος του».,
      1. Το άρθρ. 3 τροποποιήθηκε από την παρ. 2 της υ.α. Β2/54/3/246/28 Φεβρ. - 12 Μαρτ. 1979 (Β΄243).

 

Υγειονομικαί Επιτροπαί
Άρθρον 8

  1. «1. Αρμόδια δια την διαπίστωσιν της κατά το άρθρ. 3 αναπηρίας τυγχάνει η Πρωτοβάθμιος Υγειονομική Επιτροπή του οικείου Υποκαταστήματος ΙΚΑ, του τόπου κατοικίας του ησφαλισμενου, εις την οποίαν παραπέμπεται ο ησφαλισμενος δι΄ αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου.
  2. 2. Κατά της γνωματεύσεως της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, επιτρέπεται προσφυγή υπό του ησφαλισμενου και του Ταμείου, ενώπιον της οικείας Β/θμίου Υγειον. Επιτροπής του ΙΚΑ, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από της κοινοποιήσεως της γνωματεύσεως. Η υπό του ησφαλισμενου ασκούμενη προσφυγή κατατίθεται εις το Ταμείον.
  3. «3. Το Δ.Σ. του ταμείου μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε νέα ιατρική εξέταση του λόγω αναπηρίας συνταξιούχου. Κατ' εξαίρεση η αναπηρία θεωρείται οριστική και οι συνταξιούχοι δεν υπόκεινται σε επανεξέταση εφόσον:
    1. α. Έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους, συνταξιοδοτούνται επί επτά (7) έτη συνεχώς και έχουν υποβληθεί σε τρεις τουλάχιστον εξετάσεις από την υγειονομική επιτροπή κατά την διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
    2. β. Έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους, συνταξιοδοτούνται επί πέντε (5) έτη συνεχώς και έχουν υποβληθεί σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από την υγειονομική επιτροπή κατά την διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
    3. γ. Συνταξιοδοτούνται επί δώδεκα (12) έτη συνεχώς, ανεξάρτητα από όριο ηλικίας.
    4. δ. Συνταξιοδοτούνται επί είκοσι (20) έτη συνεχώς ή διακεκομμένα, αλλά από τριετίας συνεχώς ανεξάρτητα από όριο ηλικίας.»
      1. Η μέσα σε «» παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την υ.α. Φ.54/1253/96 (Β 584).
  4. 4. Αι δαπάναι εξετάσεως των ησφαλισμενων και συνταξιούχων του Ταμείου παρά των Υγειονομικών Επιτροπών του ΙΚΑ βαρύνουν το Ταμείον, το οποίον αποδίδει ταύτας εις το ΙΚΑ βάσει των υποβαλλόμενων υπό τούτου χρεωστικών καταστάσεων>.
    1. Το άρθρ. 8 τροποποιήθηκε από την παρ. 6 της υ.α. Β2/54/3/246/28 Φεβρ. - 12 Μαρτ. 1979 (Β΄243).

 

Άρθρον 12.

Εναρξις και λήξις δικαιώματος εις σύνταξιν.

  1. 1. Το εις σύνταξιν δικαίωμα άρχεται:
    1. α. Επί συντάξεως λόγω γήρατος από της 1ης του μηνός του επομένου εκείνου, κατά τον οποίον υπεβλήθη η αίτησις περί απονομής συντάξεως.
    2. β. Επί συντάξεως λόγω αναπηρίας από της ημέρας εκείνης κατά την οποίαν επήλθεν η αναπηρία.
    3. γ. Επί συντάξεως μελών οικογενείας από της 1ης του μηνός του επομένου εκείνου κατά τον οποίον επήλθεν ο θάνατος.
  2. 2. Το εις σύνταξιν δικαίωμα λήγει:
    1. α. Επί συντάξεως λόγω γήρατος εις το τέλος του μηνός κατά τον οποίον επήλθεν ο θάνατος του συνταξιούχου.
    2. <β. Επί συντάξεως λόγω αναπηρίας από της επόμενης ημέρας εκείνης, κατά την οποίαν ο ανάπηρος, βάσει αποφάσεως της αρμοδίας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, προς την οποίαν δέον να παραπέμπεται ούτος, έπαυσε να πληροί τας προϋποθέσεις του άρθ. 3>.
      1. Η περιπτ. β΄ τροποποιήθηκε από την παρ. 7 της υ.α. Β2/54/3/246/28 Φεβρ. -1 2 μαρτ. 1979 (Β΄243).
    3. γ. Επί συντάξεως λόγω θανάτου εις το τέλος του μηνός κατά τον οποίον συνήφθη ο νέος γάμος.
    4. δ. Επί συντάξεως τέκνων, εγγόνων, προγονών και αδελφών προκειμένου μεν περί αρρένων εις το τέλος του μηνός κατά το οποίον συνεπληρωσαν το 18ον έτος της ηλικίας των ή εν περιπτώσει συνεχίσεως σπουδών εις Σχολας Μέσης ή Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως το 25ον έτος της ηλικίας των , προκειμένου δε περί θηλέων εις το τέλος του μηνός, κατά τον οποίον συνεπληρωσαν το 30ον έτος της ηλικίας ή και προ των ως άνω ορίων ηλικίας εφ΄ όσον :
      1. αα. Συνήψαν γάμος.
      2. ββ. Παρέχουν εργασίαν ή ασκούν επάγγελμα και αποκερδαίνουν εκ του επαγγέλματος ή της εργασίας ή εξ εισοδημάτων το 35πλάσιον του εκάστοτε ισχύοντος ημερομίσθιου ανειδικεύτου εργάτου. Εν περιπτώσει υπερβάσεως του ορίου τούτου περικόπτεται η σύνταξις κατά το υπερβάλλον ποσόν.
    5. ε. Επί συντάξεως γονέων εις το τέλος του μηνός κατά το οποίον επήλθεν ο θάνατος.
  3. 3. Τα κατά την περίπτωσιν δ΄ της προηγούμενης παραγράφου όρια ηλικίας δεν ισχύουν εφ΄ όσον τα πρόσωπα ταύτα είναι ανίκανα προς πάσαν βιοποριστικην εργασίαν, της ανικανότητος υφισταμένης κατά τον χρόνον της συμπληρώσεως του 18ου ή του 25ου ή του 30ου έτους της ηλικίας, κατά περίπτωσιν, και εφ΄ όσον διαρκεί ανικανότης, ταύτης διαπιστούμενης κατά τας διατάξεις του άρθρ. 8.
  4. 4. Η διακοπείσα σύνταξις των θηλέων προσώπων της περιπτώσεως δ΄ της παρ. 2 επαναχορηγείται άμα τη συμπληρώσει του 50ού έτους της ηλικίας των και εφ΄ ΄σον ταύτα εξακολουθούν αν είναι άγαμα και δεν εμπίπτουν εις την διάταξιν της υποπεριπτώσεως ββ. της περιπτ. δ΄ της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Το αυτό εφαρμόζεται και εις περιπτώσεις, κατά τας οποίας δεν εδικαίωθησαν τα ως άνω πρόσωπα συντάξεως, λόγω του επελθόντος θανάτου του δικαιοπαρόχου μετά την συμπληρωσιν του 30ού έτους της ηλικίας των.

 

Άρθρον 14.

Στερήσεις.

  1. Στερείται του δικαιώματος συντάξεως λόγω αναπηρίας ο ησφαλισμενος ο εκ προθέσεως καταστάς ανάπηρος ή συνεπεία πλημμελήματος ή κακουργήματος παρ΄ αυτού διαπραχθέντος, η δε ενοχή του αποδεικνύεται δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως. Εάν όμως υπάρχουν πρόσωπα εκ των αναφερόμενων εις το άρθρον 4 παρ.1 του παρόντος, ταύτα δικαιούνται της συντάξεως της οποίας θα εδικαιουντο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμένου.
  2. Πρόσωπα εκ των κατά το άρθρον 4 παρ. 1 του παρόντος δικαιουμένων συντάξεων στερούνται παντός επ΄ αυτής δικαιώματος, εάν δι΄ αποφάσεως Ποινικού Δικαστηρίου ήθελον καταδικασθή δια πράξιν, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξεν ο θάνατος του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου.

    Με την εγκύκλιο του ΕΦΚΑ Σ81/16/459528/ΕΓΚ.18/2-4-18 (ΑΔΑ: 6ΛΞΠ465ΧΠΙ-Γ49), ορίζεται ότι : «Δ. Καταργούμενες διατάξεις Οι καταργούμενες με το τελευταίο εδάφιο του άρθρ. 27 διατάξεις είναι οι ακόλουθες:

    1. 1) η περ. α της παρ. 7 του άρθρ. 29 του Α.Ν. 1846/51
    2. 2) η περ. α της παρ. 3 και η παρ. 4 του άρθρ. 13 του ν. 4491/1966
    3. 3) τα εδάφια β & γ της περ. ε του άρθρ. 7 της ΥΑ 21545/1927 (Β΄174)
    4. 4) το άρθρ. 52 του π.δ. 284/1974 (Α΄101)
    5. 5) το άρθρ. 14 της ΚΥΑ Β2/54/3/236/76/οικ.695/1977 (Β΄329)
    6. 6) το άρθρ. 26 και η περ. α και η του άρθρ. 27 του π.δ. 419/1983 (Α΄154)
    7. 7) η περ. α της παρ. 3 του άρθρ. 52 του β.δ. της 29ης Μαϊου/25ης Ιουνίου 1958 (Α΄96)
    8. 8) η περ. α της παρ. 1 του άρθρ. 22 του ν.δ. 4114/1960 (Α΄164)
    9. 9) η περ. δ της παρ. 1 του άρθρ. 32 του π.δ. 258/2005 (Α΄316)
    10. 10) η περ. α του άρθρ. 25α του π.δ. 913/1978 (Α΄220)»