ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΥΠ΄ΑΡΙΘ. Φ.48/3/758 της 25 Ιουν./ 27 ιουλ. 1987 «Ανασύνταξη, τροποποίηση και συμπλήρωση του Καταστατικού του ΤΑΠΙΛΤ.» (Β΄385).

Εννοιολογικοί προσδιορισμοί
Άρθρο 4.


Οι παρακάτω (στο άρθρο αυτό ) αναφερόμενοι όροι σημαίνουν αντίστοιχα:
Ι. Ασφαλισμένος και ασφαλισμένοι :
Τα πρόσωπα που ορίζονται από τις διατάξεις του αρθρ. 3 του παρόντος που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του Ταμείου, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις εξαιρέσεις της παρ. 4 του άρθρ. 3 του παρόντος.
Οι ασφαλισμένοι διακρίνονται σε άμεσους και έμμεσους. Άμεσοι ασφαλισμένοι είναι οι απασχολούμενοι στην Τράπεζα των οποίων η ασφάλιση είναι υποχρεωτική, έμμεσοι δεν ασφαλισμένοι, τα μέλη της οικογενείας τους.
2. Συνταξιούχοι: Τα πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε αιτία.
3. Εργοδότης : Η Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα Α.Ε.
4. Ατύχημα Το κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αιτίας αυτής βίαιο συμβάν.
5. Αναπηρία : Η πνευματική ή σωματική ανικανότητα για την εκτέλεση της εργασίας του ασφαλισμένου.

 

Δικαιούμενοι σύνταξη λόγω αναπηρίας
Άρθρο 43


1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη λόγω αναπηρίας :
α. Αν απομακρυνθούν από την Υπηρεσία της Τράπεζας διότι έγιναν ανάπηροι κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου και έχουν χρόνο πραγματικής ασφάλισης 10 ετών.
β. Αν απομακρυνθούν από την Υπηρεσία της Τράπεζας, ανεξάρτητα με το χρόνο ασφάλισής τους, εφόσον έγιναν ανίκανοι για εργασία από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας της εργασίας (εργατικό ατύχημα).
Αν η αναπηρία οφείλεται σε βίαιο συμβάν που δεν επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας της εργασίας (εκτός εργασίας ατύχημα), ο ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη εφόσον έχει χρόνο πραγματικής ασφάλισης 3 ετών.
2.Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου εν λόγω πάθησης ή βλάβης η εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής είναι ανίκανος για την εκτέλεση της εργασίας του.
3.Η διαπίστωση της αναπηρίας γίνεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 17 του Καταστατικού.
Η σύνταξη λόγω αναπηρίας χορηγείται για όσο χρόνο καθορίζεται από τις Υγειονομικές Επιτροπές και πάντως για διάστημα που δεν πρέπει να είναι μικρότερο των έξι μηνών.
4.Η αναπηρία θεωρείται οριστική και ο ανάπηρος δεν υπόκειται σε επανεξέταση όταν συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας του.
«5. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρ. 42 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξη λόγω αναπηρίας».


Η παρ. 5 προστέθηκε από την παρ. 2 της υ.α. Φ. 48/272/9-22 Απρ. 1993 (Β΄276).


Έναρξη και λήξη δικαιώματος στη σύνταξη
Άρθρο 52


1. Το δικαίωμα στη σύνταξη αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά το οποίο επήλθε η αναπηρία ή ο θάνατος ή κατά τον οποίο αποχώρησε ο ασφαλισμένος από την υπηρεσία και εφόσον παύσουν να καταβάλλονται από την Τράπεζα στον αποχωρήσαντα, ή στους κληρονόμους του θανόντος, οι αποδοχές εν ενεργεία υπαλλήλου.
2.    Το δικαίωμα στη σύνταξη λήγει :
α. Για τη σύνταξη λόγω αναπηρίας, εφόσον πάψουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 43 του παρόντος καταστατικού (ανικανότητα για την εκτέλεση των καθηκόντων του από τον συνταξιούχο).
β. Για σύνταξη λόγω γήρατος, με το θάνατο του συνταξιούχου.
« γ. Για σύνταξη τέκνων, εγγονών , αδελφών και προγόνων, με την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους ή αν σπουδάζουν σε ανώτερες ή ανώτατες μεταλυκειακές σχολές ανεγνωρισμένες από το Κράτος, με τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους και πριν από τα όρια αυτά με την τέλεση γάμου ή με το θάνατο τους.
Τα παραπάνω όρια ηλικίας :
αα. Δεν ισχύουν για τέκνα, εγγονούς ή προγονούς, ανίκανα, λόγω πάθησης, για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητα επήλθε πριν από τη συμπλήρωση των πιο πάνω ορίων ηλικίας.
Ο περιορισμός της μη τέλεσης γάμου δεν ισχύει γί΄ αυτή την κατηγορία συνταξιούχων».


Η υποπεριπτ. αα΄ αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 της υ.α. Φ. 48/990/6-26 Μαίου 12992 (Β΄341).


ββ. Εφόσον όμως από τη διακοπή της συνταξιοδότησης τους μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, εξακολουθούν να παραμένουν οι μεν αδελφές άγαμες, οι δε θυγατέρες άγαμες ή διαζευγμένες, η συνταξιοδότηση που είχε διακοπεί ξαναρχίζει με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον δεν εργάζονται ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλη πηγή, που να υπερβαίνει το κατώτατο όριο σύνταξης που χορηγεί το ταμείο στην κατηγορία αυτή προσώπων.
Το αυτό εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις που τα παραπάνω πρόσωπα δεν είχαν δικαίωμα σύνταξης επειδή ο θάνατος του δικαιούχου είχε επέλθει μετά από τη συμπλήρωση του 18ου ή του 24ου έτους της ηλικίας τους».


Η περιπτ. γ΄ τροποποιήθηκε από την παρ. 4 της υ.α. Φ. 48/22531/19 Σεπτ. - 4 Οκτω. 1988 (Β΄722).


δ. Για σύνταξη χήρας, ή με την τέλεση νέου γάμου ή με το θάνατό της.
ε. Για σύναξη γονέων με το θάνατό τους. Σε περίπτωση που ασφαλισμένος ή συνταξιούχος κηρυχθεί σε αφάνεια με δικαστική απόφαση, το δικαίωμα των οικογενειών τους για την απόληψη περιοδικής συντάξεως και πληρωμή της αρχίζει από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί, την τελευταία στιγμή του κινδύνου του αφάντου, ή την τελευταία είδηση για τον άφαντο, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα σχετικά με την αφάνεια.


Εκπτώσεις - Στερήσεις - Αναστολές
Άρθρο 53


1. Εκπίπτει από το δικαίωμα προς απόληψη σύνταξης όποιος καταστεί ανάπηρος από πρόθεση ή από πλημμέλημα ή κακούργημα που διαπράχθηκε από αυτόν, εφόσον διαπιστωθεί η ενοχή του με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, για αδικήματα που ορίζονται από τις διατάξεις της περιπτ. δ της παρ. Ι του άρθρ. 42 του παρόντος.
Αν όμως υπάρχουν πρόσωπα από τα αναφερόμενα στο άρθρ. 44, αυτά δικαιούνται σύνταξη την οποία θα εδικαιούντο σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, από τον οποίο έλκουν το δικαίωμα.
2.    Το δικαίωμα στη σύνταξη μελών οικογένειας χάνεται :
α. Αν αυτά καταδικασθούν με απόφαση ποινικού δικαστηρίου για πράξη συνέπεια της οποίας υπήρξε ο θάνατος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.
β. Όσο αφορά στη χήρα, σύζυγο ή μητέρα, αν αυτή εκπέσει της επιτροπείας των τέκνων της για αισχρή διαγωγή.
3.    Η καταβολή των συντάξεων που χορηγεί το Ταμείο αναστέλλεται :
α. Εφόσον ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του μεγαλύτερη της πενταετίας.
Αν όμως υπάρχουν πρόσωπα, τα οποία σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου θα είχαν το δικαίωμα στη σύνταξη, καταβάλλεται στα πρόσωπα αυτό το ποσό της σύνταξης το οποίο θα έπρεπε να τους απονεμηθεί στην περίπτωση του θανάτου του συνταξιούχου.
β. Εφόσον ο συνταξιούχος αναλάβει και πάλι εργασία ή υπηρεσία που θεμελιώνει υποχρέωση ασφάλισης του στο Ταμείο. Επίσης αναστέλλεται το δικαίωμα για απόληψη σύνταξης των μελών της οικογένειας του θανόντος συνταξιούχου (δικαιοδόχων) τα οποία αναφέρονται στο αρθρ. 44 παρ. 1 , περιπτ. β, γ, δ, και ε του παρόντος , εφόσον αυτά αναλάβουν εργασία ή υπηρεσία, που θεμελιώνει υποχρέωση ασφάλισης τους στο Ταμείο.
«γ. Εφόσον οι συνταξιούχοι που εξήλθαν πριν από τη συμπλήρωση 35 ετών ασφάλισης και τα μέλη οικογενείας που αναφέρονται στο εδαφ. α΄της παρ. 1 του άρθρ. 44, αναλάβουν μισθωτή εργασία ή ασκήσουν ελεύθερο επάγγελμα και τα έσοδά τους από την πιο πάν απασχόληση υπερβαίνουν το 50% του ανωτάτου ορίου σύνταξης που ισχύει κάθε φορά. Εξαιρούνται όσοι απολύθηκαν λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας.
Στις περιπτώσεις αυτές περικόπτεται από τη σύνταξη του συνταξιούχου ή των μελών της οικογένειας το ποσό κατά το οποίο τα έσοδά τους υπερβαίνουν το 50% της ανώτατης σύνταξης.
Πλέον των ανωτέρω ειδικά όταν πρόκειται για δικηγόρους, γιατρούς και μηχανικούς που εξήλθαν με οποιαδήποτε αίτια πριν από τη συμπλήρωση 35 ετών διαδοχικής ασφάλισης και συνταξιοδοτήθηκαν από το Ταμείο χρησιμοποιώντας συντάξιμο χρόνο ασφάλισης και από άλλο ασφαλιστικό φορέα και συνεχίζουν μετά τη συνταξιοδότηση τους από το Ταμείο να ασφαλίζονται στο φορά αυτό, τότε αναστέλλεται η καταβολή της σύνταξης τους για όσο χρόνο θα διαρκεί η ασφάλισή τους».


Η περιπτ. γ΄αντικαστάθηκε από το άρθρ. 5 της υ.α. Φ. 48/1870/5-15 Νοεμ. 1990 (Β΄720).


δ. Εφόσον τα μέλη οικογένειας, τα οποία αναφέρονται στα εδαφ. β , γ, δ και ε της παρ. 1 του άρθρ. 44, αναλάβουν εργασία σε άλλον εργοδότη ή ασκήσουν ελεύθερο επάγγελμα ή έχουν εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή και κερδίζουν ή εσοδεύουν από αυτά, κατά μέσο όρο τον μήνα, ποσό μεγαλύτερο από την κατωτάτη σύνταξη που χορηγεί το ταμείο στην κατηγορία τους. Στις περιπτώσεις αυτές αναστέλλεται η καταβολή των συντάξεων που χορηγεί το ταμείο στα μέλη της οικογενείας. Η Αναστολή αυτή διαρκεί όσο χρόνο τα μέλη της οικογενείας κερδίζουν ή εσοδεύουν το προαναφερόμενο ποσό .
Οι διατάξεις της παραπάνω περίπτωσης εφαρμόζεται και για τους συνταξιούχους στους οποίους το ταμείο χορηγεί σύναξη λόγω καταγγελία της σύμβασης από την εργοδότιδα τράπεζα, για σπουδαίο λόγο>.
Οι περιπτ. γ΄ και δ΄ τροποποιήθηκα από την παρ. 5 της υ.α. Φ. 48 /2531/19 Σεπτ. - 4 Οκτ. 1988 (Β΄722).

4.    Τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται για εξακρίβωση των αποδοχών των εργαζόμενων συνταξιούχων , που ορίζονται από τις διατάξεις των περιπτ. γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου, καθορίζονται κάθε έτος από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου.

Παραγραφή
Άρθρο 54


1. Το δικαίωμα στη σύνταξη είναι απαράγραπτο.
2. Απαιτητές δόσεις σύναξης που δεν έχουν εισπραχθεί μέσα σε ένα έτος από την ημέρα από την οποία έγιναν απαιτητές, παραγράφονται.
3. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται σύνταξη αναδρομικά για χρόνο μεγαλύτερο των έξι μηνών από τη χρονολογία κατά την οποία υποβλήθηκε στο Ταμείο η αίτηση για την απονομή σύνταξης
4. Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, περί αναστολής και διακοπής βραχυπρόθεσμων παραγράφων, εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις αυτές.