ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΥΠ΄ΑΡΙΘ. Φ.46/3239 της 23 Φεβρ./9 Μαρτ. 1987 (ΦΕΚ Β΄108 - Διορθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄272/2-6-1987) «Ανασύνταξη, Τροποποίηση και συμπλήρωση του Καταστατικού του Τ.Σ.Π. – ΑΤΕ.» (Β΄108).

Δικαιούμενοι σύνταξης λόγω αναπηρίας
Άρθρον 16


1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη λόγω αναπηρίας:
α. Αν απομακρυνθούν από την υπηρεσία της Τράπεζας διότι έγιναν ανάπηροι κατά την έννοια των διατάξεων της επόμενης παραγράφου και έχουν χρόνο ασφάλισης 5 ετών.
<β. Αν απομακρυνθούν από την υπηρεσία της Τράπεζας, διότι έγιναν ανάπηροι κατά την έννοια των διατάξεων χρόνο πραγματικής ασφάλισης στο Ταμείο 3 ετών>.


Η περιπτ. β΄ τροποποιήθηκε από την παρ. 2 της υ.α. Φ. 46/3/2186/3-18 Νοεμ. 1987 (Β΄618).


γ. Αν απομακρυνθούν από την υπηρεσία της Τράπεζας ανεξάρτητα με το χρόνο ασφάλισης τους, εφόσον έγιναν πλήρως ανίκανοι για εργασία από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξαιτίας της εργασίας (εργατικό ατύχημα).
2. Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου αν λόγω πάθησης ή βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, Είναι πλήρως ανίκανος για την εκτέλεση της εργασίας του.
3. Η διαπίστωση της αναπηρίας γίνεται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 21 του παρόντος . Η σύνταξη λόγω αναπηρίας χορηγείται για όσο χρόνο καθορίζεται από τις Υγειονομικές Επιτροπές.
4. Η αναπηρία θεωρείται οριστική και ο ανάπηρος δεν υπόκειται σε επανεξέταση όταν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του.

 

Διαπίστωση Αναπηρίας.
Άρθρον 21


1. Η διαπίστωση της αναπηρίας και γενικά της ανικανότητας προς εργασία για την απόκτηση δικαιώματος σε σύνταξη των δικαιοδόχων του ασφαλισμένου ή του συνταξιούχου, ενεργείται από την Υγειονομική Επιτροπή του Ταμείου η οποία αποτελείται :
α. Από δυο γιατρούς που ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και από τους οποίους ο ένας πρέπει να έχει την ειδικότητα της παθήσεως αυτού που ζητάει την σύνταξη.
β. Από ένα γιατρό που ορίζει ο ασφαλισμένος ή ο συνταξιούχος.
Η αμοιβή των γιατρών βαρύνει το Ταμείο.
2. Η πλήρης και διαρκής ανικανότητα του ίδιου του ασφαλισμένου που απολύεται για το λόγο αυτό από την ΑΤΕ πιστοποιείται από το αρμόδιο υγειονομικό όργανο της ΑΤΕ.
3. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να ζητά από όσους έχουν δικαιωθεί σύνταξη ή ειδικό επίδομα , λόγω ανικανότης, να υποβάλλουν κάθε χρόνο σχετικά πιστοποιητικά, ή μπορεί και να τους παραπέμπει μια φορά το χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 16, στην Υγειονομική Επιτροπή του Ταμείου, ώστε να διαπιστώνεται η ανικανότητα για άσκηση των καθηκόντων τους, προκειμένου περί δικαιοδόχων του.
4. Η σύνταξη ή το ειδικό επίδομα διακόπτεται ή αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, εφόσον διαπιστωθεί ότι οι δικαιούχοι, δεν πληρούν τους αντιστοίχους όρους, βάσει των οποίων τους χορηγήθηκε σύνταξη ή το ειδικό επίδομα.


Έναρξη και Λήξη του Συνταξιοδοτικού Δικαιώματος.
Άρθρον 25


1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Καταστατικού, το δικαίωμα στη σύνταξη αρχίζει:
α. Για τη σύνταξη λόγω γήρατος, αν ο ασφαλισμένος αποχωρήσει από την υπηρεσίαι έχοντας συμπληρώσει το προβλεπόμενο για κάθε περίπτωση χρόνο ασφάλισης, από την ημέρα που θα συμπληρώσει το προβλεπόμενο όριο ηλικία.
β. Για τη σύνταξη λόγω αναπηρίας από την ημέρα που ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία εφόσον ο εργοδότης σταμάτησε την καταβολή των αποδοχών του, διαφορετικά από την ημέρα που σταμάτησε η καταβολή των αποδοχών.
<γ. Για τη σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου, από την ημέρα που σταμάτησε η καταβολή των αποδοχών από τον εργοδότη.
Στην περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ο οποίος όταν αποχώρησε από την υπηρεσία είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρ. 15 όχι όμως και το όρο ηλικίας, το δικαίωμα στη σύνταξη αρχίζει από την ημέρα του θανάτου του>.


Η περιπτ. γ΄ αντικαταστάθηκε από την παρ. 8 της υ.α. Φ. 46/3/2186/3-18 Νοεμ. 1987 (Β΄618).


δ. Για τη σύνταξη λόγω αθανάτου συνταξιούχου από την πρώτη του επομένου μήνα από το θάνατο του και εφόσον κατά το μήνα που επήλθε ο θάνατος καταβλήθηκε στο θανόντα η σύνταξη του, διαφορετικά από την ημέρα του θανάτου του συνταξιούχου.
2. Το δικαίωμα στη σύνταξη λήγει :
α. Για τη σύνταξη λόγω γήρατος, με το θάνατο του συνταξιούχου.
β. Για τη σύνταξη λόγω αναπηρίας, εφόσον πάψουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρ. 16.
γ. Για τη σύνταξη τέκνων και αδελφών, εφόσον πάψουν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρ. 17.
δ. Για τη σύνταξη χήρας με την τέλεση νέου γάμου, ή με το θάνατο της.
ε. Για τη σύνταξη γονέων, με το θάνατο τους.
3. Σε περίπτωση που ασφαλισμένος ή συνταξιούχος κηρυχθεί σε αφάνεια με δικαστική απόφαση, το δικαίωμα των οικογενειών τους για την απόληψη περιοδικής συντάξεως και η πληρωμή της αρχίζει από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί, την τελευταία στιγμή του κινδύνου του αφάντου ή την τελευταία είδηση για τον άφαντο, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα σχετικά με την αφάνεια.