ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 1897 της 11.9.1990 «Περί απονομής συντάξεως και παροχής βοηθείας σε θύματα τρομοκρατίας, τροποποιήσεως διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων» (Α΄120).
Άρθρο 1
Πλήρης ανικανότητα
1. 'Εμμισθοι ή άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, που καθίστανται πλήρως ανίκανοι για την εκτέλεση των καθηκόντων τους εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξης «ή άλλου εγκλήματος βίας, από το οποίο προκλήθηκε αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω», που έγινε σε βάρος τους λόγω της ιδιότητάς τους, δικαιούνται, ανεξάρτητα από το βαθμό και τα έτη υπηρεσίας τους, συντάξεως από τον οικείο συνταξιοδοτικό φορέα που αντιστοιχεί στο καταληκτικό κλιμάκιο ή τον καταληκτικό βαθμό του κλάδου που ανήκαν και μέχρι του οποίου θα εξελίσσοντο ως εν ενεργεία βάσει των διατάξεων που ίσχυαν κατά το χρόνο του παθήματος με πλήρη συντάξιμη υπηρεσία και πλήρες χρονοεπίδομα.
Η φράση εντός εισαγωγικών προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 4285/2014 (Α΄191).
Το ίδιο ισχύει αν η τρομοκρατική πράξη έγινε σε βάρος προσώπου, λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς τους ως έμμισθου ή άμισθου δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου πολιτικού ή στρατιωτικού ή λόγω της κατά τη διάρκεια της ιδιότητάς του αυτής άσκησης των καθηκόντων του.
Ως λειτουργοί και υπάλληλοι για την εφαρμογή του παρόντος θεωρούνται και οι υπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι, πρόεδροι κοινοτήτων, καθώς και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα και των τραπεζών.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως στους δημοσιογράφους που είναι μέλη αναγνωρισμένων δημοσιογραφικών ενώσεων, στους εκδότες εφημερίδων και περιοδικών καθώς και σε όλα τα μέλη των Δ.Σ. δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εφόσον είναι ασφαλισμένοι. Για τους οπλίτες του στρατεύματος και όσους αντιστοιχούν προς αυτούς, καταληκτικός βαθμός θεωρείται ο του αρχιλοχία. Οι μη συνταξιοδοτούμενοι με μισθολογικό κλιμάκιο ή βαθμό δικαιούνται του ανώτατου ορίου σύνταξης που προβλέπεται για την κατηγορία τους.
2. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλόγως και για τη λήψη από τον παθόντα επικουρικής σύνταξης, μερίσματος ή βοηθήματος, εφάπαξ ή περιοδικώς καταβαλλομένων από μετοχικά ταμεία ή ταμεία επικουρικής ασφάλισης ή πρόνοιας που αντιστοιχεί στο βαθμό συνταξιοδότησης και με πλήρη ασφάλιση.
3. Για την εφαρμογή του παρόντος ως πλήρης ανικανότητα θεωρείται αυτή που ανέρχεται σε ποσοστό 67% και άνω. Το δικαίωμα για τη λήψη της κατά την προηγούμενη παράγραφο συντάξεως, μερίσματος ή βοηθήματος αρχίζει από της επόμενης της λήξεως των τρίμηνων αποδοχών ή της συνταξιοδοτήσεως και όπου δεν καταβάλλονται τρίμηνες αποδοχές ή προκειμένου για όσους έχουν εξέλθει της υπηρεσίας τους από την ημέρα που επήλθε η ανικανότητα. Για το ποσοστό της ανικανότητας και το χρόνο που επήλθε αποφαίνονται οι οικείες υγειονομικές επιτροπές, προκειμένου δε για συνταξιοδοτούμενους από το Δημόσιο η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή του Στρατού (ΑΣ.Υ.Ε.).
Με τις περ. δ και ε της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3234/2004, (Α΄52) ορίζεται ότι : «δ. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 του άρθρου 1 και 4 του άρθρου 2 του Ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α΄), καθώς και οι όμοιες του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, ως προς τη φύση της εγκληματικής πράξης, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 1997».
«4. Η Σύνταξη που κανονίζεται βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού καταβάλλεται στους δικαιούχους ανεξαρτήτως ηλικίας»
Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 2 ν. 2227/1994 (Α΄129).
Με την παρ. 6. α. του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (Α΄265), ορίζεται ότι : «Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 15 του άρθρου 3 του ν. 3234/2004 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 4 του ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α) και 1, 2 και 3 του ν. 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α)»).
Με την παρ. 6γ του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (Α΄265), ορίζεται ότι : «γ. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Π.Σ.Σ. έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των άρθρων 1, 2 και 4 του ν. 1897/ 1990».
Άρθρο 3
Εφάπαξ βοήθημα λόγω θανάτου ή πλήρους ανικανότητας του υπαλλήλου.
1. 'Οσοι συνταξιοδοτούνται κατά τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρ.1 και των παρ.1 και 2 του άρθρ.2 του παρόντος δικαιούνται διπλάσιου εφάπαξ βοηθήματος από τα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, εφ'όσον ο παθών από την τρομοκρατική πράξη «ή άλλο έγκλημα βίας» ήταν ασφαλισμένος σε τέτοιο ταμείο. Το ποσό του βοηθήματος υπολογίζεται βάσει των αποδοχών του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού, που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της σύνταξης, καθώς και των ετών υπηρεσίας, εργασίας ή ασκήσεως επαγγέλματος, που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της συντάξεως, κατά τις διατάξεις του άρθρ.1.
Η φράση εντός εισαγωγικών προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 4285/2014 (Α΄191).
2. Αν ο παθών ήταν ασφαλισμένος σε περισσότερα ταμεία για εφάπαξ βοήθημα, το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου παρέχεται μόνο για ένα ταμείο, κατ'επιλογή του δικαιούχου.
Άρθρο 4
Μερική ανικανότητα
1. 'Εμμισθοι ή άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, που καθίστανται διαρκώς μερικώς ανίκανοι εξαιτίας ή εξ αφορμής τρομοκρατικής πράξης «ή άλλου εγκλήματος βίας» και παραμένουν στην υπηρεσία τους ως ικανοί, δικαιούνται επιδόματος ανικανότητας σε ποσοστό επί του εκάστοτε βασικού μισθού του βαθμού ή του κλιμακίου της ίσο με το ποσοστό της ανικανότητάς τους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται και μετά τη συνταξιοδότησή τους, υπολογιζόμενο επί του βασικού μισθού του βαθμού ή του κλιμακίου, με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξή τους. 'Ομοιου επιδόματος δικαιούνται και τα πρόσωπα που κατέστησαν διαρκώς μερικώς ανίκανα προς εργασία από τρομοκρατική πράξη «ή άλλο έγκλημα βίας, από το οποίο προκλήθηκε αναπηρία σε ποσοστό 67% και άνω» που έγινε σε βάρος τους, λόγω της προηγούμενης ιδιότητάς τους ως δημόσιων λειτουργών ή υπαλλήλων, πολιτικών ή στρατιωτικών, ή λόγω της κατά της διάρκεια της ιδιότητάς τους αυτής άσκησης των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις των εδαφ.3 και 4 της παρ.1 του άρθρ.1 ισχύουν και εν προκειμένω.
Οι φράσεις εντός εισαγωγικά προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 4285/2014 (Α΄191).
2. Οι διατάξεις των παρ.3 του άρθρ.1 και 4 του άρθρ.2 του παρόντος ισχύουν αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.
3. Προκειμένου για έμμισθους ή άμισθους δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους που δεν μισθοδοτούνται με μισθολογικό κλιμάκιο ή βασικό μισθό βαθμού κάποιας ιεραρχίας, το επίδομα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού υπολογίζεται επί του βασικού μισθού που αποτελεί τη βάση υπολογισμού της σύνταξης τους, ο οποίος, πάντως, δεν μπορεί να είναι ανώτερος του βασικού μισθού του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά, με εξαίρεση τους λαμβάνοντες βουλευτική σύνταξη, καταβάλλεται δε για μεν τους έμμισθους από την υπηρεσία τους, για δε τους αμίσθους από το φορέα συνταξιοδότησης τους. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται από το φορέα συνταξιοδότησης του λειτουργού και πριν την έναρξη καταβολής της κύριας σύνταξης, λόγω μη συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησής του, εφόσον δεν ασκεί δημόσιο έμμισθο λειτούργημα
Η παρ.3 του άρθρου 4 προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 2 ν.2227/1994 (Α΄129) και τροποποιήθηκε ως άνω από την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2399/1996 (Α΄90).
"4. Το επίδομα του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου αυτού υπολογίζεται επί του συνόλου των αποδοχών (τακτικών και πρόσθετων), που λαμβάνουν οι έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί του αυτού κλάδου με τα ίδια έτη υπηρεσίας και τον ίδιο βαθμό. Η προκύπτουσα κατά το προηγούμενο εδάφιο αύξηση καταβάλλεται μόνο για το διάστημα που ο παθών βρίσκεται στην ενεργό υπηρεσία"
Η παρ. 4 του άρθρου 4 προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 20 ν. 2298/1995 (Α΄62) στο οποίο εκ παραδρομής αναφέρεται ως παράγραφος 3.
Με την παρ. 6. α. του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (Α΄265), ορίζεται ότι : «Οι διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 15 του άρθρου 3 του ν. 3234/2004 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 4 του ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α) και 1, 2 και 3 του ν. 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α)».
Με την παρ. 6γ του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (Α΄265), ορίζεται ότι : «γ. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 45 του Κ.Π.Σ.Σ. έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα των άρθρων 1, 2 και 4 του ν. 1897/ 1990».
Άρθρο 5α
«1. Σε περίπτωση που το θύμα, η σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα είχαν λάβει δάνειο για την κάλυψη των στεγα¬στικών αναγκών τους, το Δημόσιο αναλαμβάνει, με κοι¬νή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, την εξυπηρέτηση του έως την πλήρη αποπληρωμή του δανείου ή έως το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, εφόσον το ποσό αυτού υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκδιδόμενη εντός διμήνου από τη δημοσίευση του νόμου, καθορί¬ζονται οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
2. Η παρούσα διάταξη έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις τρομοκρατικών πράξεων ή εγκλημάτων βίας, που έλα¬βαν χώρα από 1ης Ιανουαρίου 2014 και εφεξής.».
Το άρθρο 5α προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4285/2014 (Α΄191).
Άρθρο 8
Για τη διαδικασία αναγνωρίσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή οι διατάξεις των οικείων φορέων.
Ως προς τη φύση της πράξεως αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο ύστερα από ανάκριση που θα διεξαχθεί.
Με τις περ. δ και ε της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3234/2004 (Α΄52), ορίζεται ότι : «δ. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 του άρθρου 1 και 4 του άρθρου 2 του Ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α΄), καθώς και οι όμοιες του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, ως προς τη φύση της εγκληματικής πράξης, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 1997».
Άρθρο 11
Αναπροσαρμογή συντάξεων, μερισμάτων και άλλων βοηθημάτων
1. Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και για την αναπροσαρμογή των συντάξεων όσων κατέστησαν ανίκανοι από την ίδια αιτία από 24 Ιουλ. 1974 και μετά, καθώς και για τις οικογένειες όσων δολοφονήθηκαν.
2. Η αναπροσαρμογή της σύνταξης γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στην αρμόδια υπηρεσία, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της αιτήσεως μήνα.
3. Η αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, μερισμάτων ή βοηθημάτων, περιοδικών ή εφάπαξ, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στα οικεία ταμεία.
Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξης. Η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει της αναπροσαρμοσμένης κύριας σύνταξης ή των αποδοχών που λήφθηκαν υπόψη για την αναπροσαρμογή της.
4. Η αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, μερισμάτων ή βοηθημάτων, περιοδικών ή εφάπαξ, γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου στα οικεία ταμεία.
Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτεται κυρωμένο αντίγραφο της πράξης αναπροσαρμογής της σύνταξης. Η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει της αναπροσαρμοσμένης κύριας σύνταξης ή των αποδοχών που λήφθηκαν υπόψη για την αναπροσαρμογή της.