ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 169 της 31.08.2007 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο «Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων» των διατάξεων που ισχύουν για την απονομή των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων.» (Α΄210).

Άρθρο 5
Χήρα σύζυγος και ορφανά

 

Άρθρο 5 παρ. 1 περ. α' εδάφιο πρώτο Α. Ν. 1854/ 51, όπως τροπ. με το Ν.Δ. 208/74 και αντικ. με το άρθρ. 15 παρ. 1 του ν. 1202/81 σε συνδ. με το άρθρ. 3 παρ. 8 ν. 2227/94

1. Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν:

α) Η χήρα του υπαλλήλου, από αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, ο οποίος είχε αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη ή που πέθανε στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση πενταετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας ή που πέθανε στην υπηρεσία με τους όρους της περίπτ. στ' της παρ. 1 του άρθρου 1 ή που δολοφονήθηκε από τρομοκράτες ή άλλα άτομα λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του.

Άρθρο 5 παρ. 1περ. α' εδάφ. δεύτ. Α.Ν. 1854/51, όπως τροπ. με άρθρ. 2 παρ. 1 Ν.955/79 και αντικ. με άρθρ. 15 Ν. 1694/87

Η χήρα δικαιούται σύνταξη αν από το γάμο έχει συμπληρωθεί ενός έτους πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του συζύγου της ή αν ο γάμος έχει τελεσθεί δύο τουλάχιστον πλήρη έτη πριν από το θάνατό του.

 

Αν ο γάμος της χήρας λυθεί με διαζύγιο και τελεσθεί νέος γάμος της με το ίδιο πρόσωπο, για τη συμπλήρωση των παραπάνω χρονικών προϋποθέσεων λαμβάνεται υπόψη και ο πρώτος γάμος. Αν όμως γεννήθηκε παιδί η χήρα δικαιούται σύνταξη και χωρίς να συντρέχουν οι όροι αυτοί.

Άρθρο 5 παρ. 1 περ. α' εδάφ. τρίτο Α.Ν. 1854/51

Η χήρα δικαιούται επίσης σύνταξη και χωρίς να συντρέχουν οι όροι αυτοί στην περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, αν ο γάμος τελέσθηκε πριν από την απομάκρυνση του συζύγου της από την υπηρεσία, στις περιπτώσεις γ' και στ' της ίδιας παραγράφου, καθώς και στην περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου στην υπηρεσία, αν ο γάμος τελέσθηκε πριν από το τραύμα ή ατύχημα ή την αναμφισβήτητη εκδήλωση της νόσου, από τα οποία επήλθε η ανικανότητα ή ο θάνατος του υπαλλήλου. Ο χρόνος εκδήλωσης της νόσου βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

Άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' Α.Ν. 1854/51, όπως αντικ. με άρθρ. 1 παρ. 1 Ν.Δ. 149/73, 3 Ν. 955/79, 2 παρ. 1 και 3 Ν.Δ. 143/73, 3 Ν.Δ. 149/73, 4 παρ. 1 Ν. 955/79, 1 παρ. 2 Ν. 1813/88 και 2 παρ. 3 Ν.2703/99 σε συνδυασμ. με άρθρ. 20 παρ. 1 τελ. εδάφ. Ν. 2084/92, όπως τροπ. με το άρθρο 3, παρ. 2, Ν. 3408/05

β) Τα παιδιά του υπαλλήλου που πέθανε έχοντας τις παραπάνω προϋποθέσεις, καθώς και του συνταξιούχου είτε αυτά γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίσθηκαν είτε γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους από μητέρα υπάλληλο ή συνταξιούχο από δική της υπηρεσία, τα μεν κορίτσια αν είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους εφόσον είναι άγαμα ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. Η ανικανότητα τους στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του υπαλλήλου ή συνταξιούχου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής. Αν η ανικανότητα των ενήλικων αγοριών επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου το ανίκανο αγόρι δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, αν δεν παίρνει ή δε δικαιούται να πάρει σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημά του δεν υπερβαίνει το κάθε φορά κατώτατο όριο σύνταξης που καταβάλλει το Δημόσιο.

 

Η ανικανότητα μπορεί να βεβαιωθεί και όταν ζει ο γονέας τους από τον οποίο έλκουν το δικαίωμα, η γνωμάτευση όμως αυτή θα ληφθεί υπόψη από τα δικαιοδοτούντα για τις συντάξεις όργανα κατά την κρίση του δικαιώματος σε σύνταξη των ενήλικων αγοριών.

 

Τα θετά παιδιά δικαιούνται σύνταξη, εφόςον κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης υιοθεσίας δεν είχαν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει:

αα) Για παιδιά στρατιωτικών οι οποίοι σκοτώθηκαν ή πέθαναν από πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή και τα οποία υιοθετήθηκαν μετά το θάνατο του πατέρα τους, αν μεν είναι κορίτσια, εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα, αν δε είναι αγόρια, εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα και ανήλικα. Για την ενηλικίωση εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 53.

ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 149/1973 και δε λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

Άρθρον 1 Ν.Δ. 666/70, όπως αντικ. με την παρ. 1 του άρθρ. 9 του Ν. 1654/86

γ) Η διαζευγμένη θυγατέρα εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:

αα) Ο γάμος να λύθηκε με κοινή υπαιτιότητα ή με υπαιτιότητα του συζύγου ή από λόγο που δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπό της ή με συναινετικό διαζύγιο ή να συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής (σημ. ορθότερα «κατάργησης» προβλ. άρθρ. 604 εδ. 1 Κ.Πολ.Δικ.) της δίκης λόγω θανάτου του συζύγου.

ββ) Να μην έχει μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο ή το Δημόσιο Τομέα μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

 

Επίσης να μην έχει κάθε φορά φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το παραπάνω καθοριζόμενο κατώτατο όριο.

γγ) Να μην παίρνει άλλη σύνταξη και να μην έχει ασφαλισθεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης.

δδ) Κατά την 31 Δεκεμβρίου 1986 να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της.

Παρατήρηση: Δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από το Ν. 1654/86 δε θίγονται (άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 1654/86). Οι διατάξεις που αναφέρονται στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των διαζευγμένων θυγατέρων έχουν εφαρμογή και για εκείνες που το δικαίωμά τους γεννήθηκε πριν από τις 24.11.1986 (άρθρ. 9 παρ. 3 Ν. 1654/86) 

   Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 (ΦΕΚ 210 Α΄), της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του π.δ. 167/2007 (ΦΕΚ 208 Α΄) καθώς και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄), καταργήθηκανι με την παρ. 1δ του αρθ. 14 του ν. 3863/15.7.10 (Α’ 115) και οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

      Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 καταργήθηκαν από την παρ 1δ του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10 (Α’120)

(Με τις διατάξεις της περ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3865/10, ορίζεται ότι : “ Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού”)

(Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10, (Α’115) , ορίζεται ότι : “3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

Άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 2703/99

δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες με αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτιούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ. κατά περίπτωση, και για ένα ακόμη έτος εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως, όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε Ι.Ε.Κ.

 

Η σύνταξη στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται εφόσον προσκομίζεται κάθε χρόνο πιστοποιητικό φοίτησης - προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 ότι είναι άγαμος και δεν παίρνει σύνταξη από άλλο φορέα.«Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές του εξωτερικού πρέπει να υποβάλουν τα ξενόγλωσσα πιστοποιητικά σπουδών, με σφραγίδα Apostille (Χάγης) από το Ελληνικό Προξενείο της περιοχής που φοιτούν, με μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών ή δικηγόρο.»

     Το τελευταίο εδάφιο της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 5 προστέθηκε με την παρ. 1 του αρθ. 3 του ν. 4151/29.4.13, (Α΄103)

 

Άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 3075/02

ε) Κατ' εξαίρεση, ο επιζών σύζυγος και τα παιδιά των προσώπων της παραγράφου 11 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, εφόσον ο θάνατος επήλθε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας τους. Στην περίπτωση αυτή για τον υπολογισμό της σύνταξης λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά έτη θητείας που πραγματικά είχε διανύσει ο θανών.

Άρθρο 5 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51

2. Στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων συμμετέχει η χήρα μητέρα ή η φυσική μητέρα εφόσον παραμένει άγαμη.

Στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα συμμετέχει και ο πατέρας και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα και οι άγαμες αδελφές αυτού που πέθανε.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας έχουν το δικαίωμα της παραπάνω συμμετοχής μόνο εφόσον είναι άπορα και συντηρούνταν κυρίως από τον υπάλληλο που πέθανε.

Το παραπάνω δικαίωμα του πατέρα, της μητέρας και των άγαμων αδελφών αναγνωρίζεται με αίτησή τους και παραμένει ακόμη και όταν η χήρα σύζυγος και τα τέκνα παύουν να υπάρχουν ή απωλέσουν με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα σε σύνταξη, καθώς και όταν δε συντρέχουν για τα πρόσωπα αυτά οι όροι θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας, για τα οποία έχει αναγνωρισθεί δικαίωμα συμμετοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, μπορούν σε κάθε περίπτωση να παραιτηθούν από το δικαίωμα οπότε η σύνταξη καταβάλλεται αμείωτη στη χήρα σύζυγο και τα τέκνα.

Η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί από αυτόν που παραιτήθηκε, ο οποίος χάνει ανέκκλητα το δικαίωμα σε συμμετοχή, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα εκείνων που είναι διάδοχοι στο δικαίωμα συμμετοχής.

Άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 955/79

3. Ο σύζυγος γυναίκας δημόσιας υπαλλήλου ή συνταξιούχου που ζει μετά το θάνατό της, δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της περίπτ. α' της παρ. 1 αυτού του άρθρου αν κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν άπορος και ανίκανος για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 65%. Η ανικανότητα αυτή αποδεικνύεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ.Ε. Επιτροπής

Όπου σ' αυτόν τον Κώδικα αναγράφεται η λέξη «χήρα» για την απόκτηση ή απώλεια ή αναστολή του δικαιώματος σύνταξης ή τον υπολογισμό της εννοείται και ο χήρος που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1902/90

4.α. Οι άγαμες θυγατέρες και οι άπορες άγαμες αδελφές αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό οι άγαμοι γιοί ή αδελφοί, αντίστοιχα.»

β. Κατ’ εξαίρεση οι ενήλικες άγαμες θυγατέρες που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης και έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονείς που προσλήφθηκαν στο Δημόσιο μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982 δικαιούνται σύνταξης εφόσον συντρέχουν αθροιστικά, οι εξής προϋποθέσεις:

αα) Να μην έχουν μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

ββ) Να μην έχουν φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το παραπάνω καθοριζόμενο κατώτατο όριο αναγόμενο σε ετήσια βάση.

«Τυχόν τεκμαρτό εισόδημα που αναλογεί σε πρώτη κατοικία, αντικειμενικής αξίας μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ ή/και κατοχή ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον δεν υπάρχει τεκμαρτό εισόδημα και από άλλες πηγές.» -

       Το εδάφιο β της  υποπερ. ββ της περ. β της παρ. 4 του άρθρου 5 προστέθηκε με την παρ. 2 του αρθ. 3 του ν. 4151/29.4.13, (Α’103)

 (Με την παρ. 2Στ του άρθρου 3 του ν. 4151/13, ορίζεται ότι “στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/07 (Α 208) καθώς και του π.δ. 168/07 (Α 209)”

(Με την παρ. 2Γ του άρθρου 3 του ν. 4151/29.4.13, (Α’103), ορίζεται ότι : “γ. Δικαιώματα που έχουν κριθεί και απορριφθεί με βάση τις ανωτέρω διατάξεις της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίτωσης β΄ των παραγράφων 4 και 5 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του π.δ. 169/2007, επανακρίνονται, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και τυχόν οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα”).

γγ) Να μην λαμβάνουν άλλη σύνταξη και να μην έχουν ασφαλισθεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης, για χρόνο με βάση τον οποίο προσδοκούν να θεμελιώσουν δικαίωμα ανταποδοτικής σύνταξης από τον φορέα αυτόν.

δδ) Κατά την 31η Δεκεμβρίου 2010 να έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας τους.

«Η σύνταξη των προσώπων της περίπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 720 ευρώ μηνιαίως.» 

       Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 5 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 2 του αρθ. 3 του ν. 4151/29.4.13, (Α’103)

Με την παρ. 2Στ του άρθρου 3 του ν. 4151/2013, ορίζεται ότι : «στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/07 (Α 208) καθώς και του π.δ. 168/07 (Α 209)» 

  Η παρ. 4 του άρθρου 5 που

 -είχε τροποποιηθεί με  την παρ. 1α του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10(Α115)

 - τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω με την παρ. 1α του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10 (Α΄120)

 

 

(Με τις περ. γ και ε της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10 (Α’120), ορίζεται ότι  “γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές υπάγονται στις διατάξεις του π.δ. 167/07 και του π.δ. 168/07 .

ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού”).

(Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10, (Α’115), ορίζεται ότι : “3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

Άρθρο 20 παρ. 1 Ν. 2084/92

5. α. Το συνολικό ποσό σύνταξης ή συντάξεων που λαμβάνουν οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, από το Δημόσιο, των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3865/2010, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 720€. Στις περιπτώσεις καταβολής δύο συντάξεων που το άθροισμά τους υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, η περικοπή του υπερβάλλοντος ποσού, διενεργείται επί της μεγαλύτερης σύνταξης και εάν αυτή δεν επαρκεί περικόπτεται ανάλογα και η δεύτερη σύνταξη.

«Ειδικά εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ.»

       Το εδάφιο γ  της περ. α της παρ. 5 του άρθρου 5 προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 22 του ν. 4387/12.5.16 (Α’85)

 Με την παρ. 1Γ του άρθρου 22 του ν. 4387/16, ορίζεται ότι : “γ. Από την 1.1.2015 καταργείται κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 και της παρ. 6 του άρθρου 31 του Π.δ. 169/2007 όπως προστίθενται με το παρόν”. 

β. Από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού καταργείται η καταβολή του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117) στις συντάξεις των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης.

γ. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, το ποσό της περίπτωσης α΄ επιμερίζεται σε αυτούς σε ίσες μερίδες. Ειδικά στην περίπτωση που συνδικαιούχος στη σύνταξη είναι επιζών σύζυγος, το μερίδιό του δεν παραβλάπτεται από τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του ποσού που αναλογεί στο μερίδιο των προσώπων της περίπτωσης α΄.

δ. Η καταβολή της σύνταξης των άγαμων ή διαζευγμένων θυγατέρων αναστέλλεται, εάν όπως προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, έχουν και άλλα εισοδήματα, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξή τους, τα οποία υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α΄.

Εάν τα ανωτέρω εισοδήματα δεν υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α΄ και το συνολικό ετήσιο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημα των προσώπων αυτών, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, με συνυπολογισμό και του ποσού της κύριας σύνταξης, υπερβαίνει το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α΄, η κύρια σύνταξη μειώνεται κατά το υπερβάλλον ποσό.

ε. Στην περίπτωση περικοπής της σύνταξης η άγαμη θυγατέρα μπορεί, μετά από αίτησή της, να ζητήσει την αναστολή καταβολής του μεριδίου της σύνταξής της, προκειμένου, να ανακαθορισθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά κατηγορία συνταξιούχων διατάξεις, το μερίδιο των συνδικαιούχων προσώπων, σαν να μην υπάρχει στη σύνταξη η θυγατέρα που ζητά την αναστολή καταβολής του μεριδίου της.

Στην περίπτωση αναστολής καταβολής της σύνταξης ο κατά τα ανωτέρω ανακαθορισμός του μεριδίου σύνταξης των συνδικαιούχων προσώπων γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων.» 

         Η  περ. ε της παρ. 5 του άρθρου 5 τροποποιήθηκε ως άνω από την παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 4151/29.4.13 (Α’103) ισχύς από 1-1-2013 

 

στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές είναι ανήλικα ή ανάπηρα κατά ποσοστό 67% και άνω ή σπουδάζουν και υπό τις προϋποθέσεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα αυτού.» 

    Η παρ.5 του άρθρου 5 που

    -είχε τροποποιηθεί με  την παρ. 2α του        άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10 (Α΄120)

   -είχε τροποποιηθεί με την παρ. 2α του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10 (Α’115) 

   -τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω με την παρ. Β5 του άρθρου 1 του ν. 4093/12.11.12 (Α’222)

(βλ. Και το άρθρο 22 (Υπαγωγή στην ασφάλιση για υγειονομική περίθαλψη) και ειδικά την παρ. 2Ζ του ν. 4529/23.3.18 (Α’56)

(Με τις περ. Β και γ της υποπαρ. Β5 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/12, ισχύς από 1-1-2013, ορίζεται ότι : “β. Από 1-1-2013 οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο αυτή. γ. Οι διατάξεις της υποπαρ. Αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/07 (Α' 208) και του π.δ. 168/07 (Α' 209)

(Με τις περ. Γ και δ της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10,(Α’120), ορίζεται ότι : “γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 167/07 και 168/07, κατά περίπτωση.

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευση του νόμου αυτού”).

(Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10,(Α’115), ορίζεται ότι : “3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

(Με την παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 4002/22.8.11,(Α’180), ορίζεται ότι : “Οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες των οποίων η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 ή της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, κατά περίπτωση, υπάγονται στο καθεστώς υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων του Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο φορέα. Στην περίπτωση αυτή οι αναλογούσες κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη υπολογίζονται επί του ποσού της σύνταξης που θα τους καταβάλλονταν, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά και καταβάλλονται στον οικείο φορέα από τις ίδιες, μετά από αίτησή τους, που υποβάλλεται κατά το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού και οι αναλογούσες εισφορές υπολογίζονται από την ημερομηνία υποβολής της και μετά”).

 
 

Παρατήρηση 1η: Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και για τις άγαμες και διαζευγμένες θυγατέρες που έπαιρναν σύνταξη κατά την ισχύ του Ν.2084/92, όπως ορίζεται στο δεύτ. εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 20 αυτού, που έχει ως εξής:

«Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες στις οποίες καταβάλλεται ήδη σύνταξη και οι οποίες υποχρεούνται να υποβάλουν στην αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μέσα στο πρώτο δίμηνο κάθε έτους, αρχής γενομένης από του έτους 1993, επικυρωμένο αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος του φόρου εισοδήματος του προηγούμενου έτους ή σχετική βεβαίωση της αρμόδιας διεύθυνσης οικονομικών υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) προς απόδειξη του εισοδήματός τους.

Η παράλειψη υποβολής των παραπάνω στοιχείων συνεπάγεται αναστολή της καταβολής της σύνταξης, η οποία πάντως μπορεί να καταβληθεί και πάλι με την εκ των υστέρων υποβολή των στοιχείων αυτών».

Παρατήρηση 2η: Στο άρθρο 20 παρ. 1 εδάφ. τέταρτο του Ν.2084/1992 ορίζεται ότι:

«Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για την ενηλικίωση των τέκνων, αρρένων και θηλέων, καθώς και για την ηλικία όσων σπουδάζουν εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του παρόντος. Συντάξεις που έχουν ήδη κανονιστεί με διαφορετικό όριο ηλικίας δεν θίγονται».

 

Παρατήρηση 3η: Οι διατάξεις της παρ. 5 (άρθρο 20 παρ. 1 Ν.2084/92) ερμηνεύθηκαν αυθεντικά με την παρ. 15 του άρθρ. 6 του Ν.2227/94 που έχει ως εξής:

«Η αληθής έννοια των διατάξεων της παρ. αυτής είναι ότι στην έννοια της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, που περιορίζεται, περιλαμβάνεται μόνο η σύνταξη που καταβάλλεται από το Δημόσιο και οι επικουρικές συντάξεις που απορρέουν από υπηρεσίες της κύριας αυτής σύνταξης ή εξαρτώνται από αυτή και όχι οι συντάξεις που τυχόν δικαιούνται τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα από άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριες και επικουρικές, επί συρροής δε δύο συντάξεων από το Δημόσιο, για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη, όταν αμφότερες προέρχονται από μεταβίβαση, όταν δε η μία προέρχεται από ίδιο δικαίωμα και η άλλη από μεταβίβαση, λαμβάνεται υπόψη η από μεταβίβαση καθώς και οι τυχόν επικουρικές συντάξεις που απορρέουν ή εξαρτώνται από τις συντάξεις αυτές που περιορίζονται».

 

 Η παρ. 6 του άρθρου 5 είχε προστεθεί   με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3620/11.12.07, (Α’276)

 - Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του π.δ. 169/2007, της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3865/2010, καθώς και αυτές της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 3865/2010 κατά το μέρος που παραπέμπουν στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007, καταργήθηκαν με την παρ Β5((Δ) του αρθ. 1ο του ν. 4093/19.11.12,(Α’222

 Σχετικές αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, εξετάζονται με βάση τις καταργούμενες διατάξεις - Από 1.1.2013 το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της υποπαραγράφου β5 της παραγράφου Β΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργείται με την παρ. 7 του αρθ. 4 του ν. 4151/29.4.13,(Α’103)

(Με την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10, (Α’120), ορίζεται ότι : “Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (ΦΕΚ 276 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 168/2007”).

 

Άρθρο 9
Συντάξιμος μισθός γενικά 

 

Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1977/91 σε συνδ. με άρθρ. 1 παρ. 4 Ν. 2592/98, όπως αντικ. από το άρθρο 2 παρ. 1α Ν. 3234/04

15. Για τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.

 

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία εξαιτίας δολοφονικής επίθεσης από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή συνταξιούχου.

 

Άρθρο 17
Σύνταξη παθόντων από την υπηρεσία

Άρθρο 17 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51

1. Γι΄ αυτόν που έπαθε από τραύμα ή νόσημα, που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, η σύνταξη κανονίζεται με βάση το ποσοστό της ανικανότητάς του και το συντάξιμο μηνιαίο μισθό που καθορίζεται στο παραπάνω άρθρο 9.

Ποσοστό ανικανότητας μικρότερο από το 25% δεν παρέχει δικαίωμα για σύνταξη ανικανότητας.

Άρθρο 17 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51

2. Αν η σύνταξη που προκύπτει από τα έτη της υπηρεσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνη που αναλογεί στο ποσοστό της ανικανότητας καταβάλλεται η μεγαλύτερη αυτή σύνταξη.

Άρθρο 17 παρ. 3 Α.Ν. 1854/51 σε συνδ. με άρθρ. 34 Ν.Δ. 1813/88

3. Το ποσοστό αναπηρίας των παθόντων ορίζεται από την Α.Σ.Υ. Επιτροπή σύμφωνα με τον πίνακα παθήσεων, νόσων και βλαβών του άρθρου 33 του Ν. 1813/1988.

Άρθρο 1 παρ. 1 Ν.Δ. 3618/56

4. Η σύνταξη που κανονίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς υπαλλήλους που τραυματίζονται στην υπηρεσία και απομακρύνονται από αυτή για το λόγο τούτο, καθώς και τις οικογένειες αυτών που σκοτώνονται, προσαυξάνεται κατά 20%.

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν.Δ. 3618/56

Ως παθόντες με την έννοια του προηγούμενου εδαφίου θεωρούνται εκείνοι που τραυματίσθηκαν ή σκοτώθηκαν σε υπηρεσία η οποία συνεπάγεται επαυξημένο κίνδυνο ή από απρόοπτο συμβάν.

Άρθρο 1 παρ. 5 Ν.Δ. 3618/56

Εκείνοι που δικαιώθηκαν πολεμική σύνταξη και παράλληλα δικαιούνται και σύνταξη με βάση την παράγραφο αυτή μπορούν να επιλέξουν μία από αυτές.

 

Άρθρο 20

Υπολογισμός σύνταξης παθόντων

Άρθρο 20 Α.Ν. 1854/51, όπως τροπ. με Ν.Δ. 208/74 και αντικ. με άρθρ. 21 Ν. 1202/81 και 2 N. 1694/87 σε συνδ. με άρθρ. 3 παρ. 8 Ν. 2227/94

1. Ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί στον υπάλληλο που πέθανε στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση πενταετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας λογίζεται εκείνη που ορίζεται στα άρθρα 15 και 16.

2. Ως σύνταξη που απονέμεται στον υπάλληλο που πεθαίνει στην υπηρεσία με τους όρους της περίπτ. στ.' της παρ. 1 του άρθρου 1 λογίζεται αυτή που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο μειωνόμενη κατά δύο κλιμάκια ή κατά ένα βαθμό σχετικά με την εξέλιξη που προβλέπει το τρίτο εδάφιο για υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται με βάση μισθό ορισμένου βαθμού.

3. Ως σύνταξη που απονέμεται στον υπάλληλο που δολοφονείται στην υπηρεσία από τρομοκράτες ή άλλα άτομα λόγω της υπαλληλικής του ιδιότητας ή της άσκησης των καθηκόντων του λογίζεται αυτή που ανήκει στο κλιμάκιο ή στο βαθμό του επόμενου εδαφίου και που αντιστοιχεί σε πραγματική υπηρεσία τριάντα πέντε ετών, στην οποία συνυπολογίζεται, εφόσον συντρέχει περίπτωση, και η προσαύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 43.

Ως κλιμάκιο ή βαθμός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη που απονέμεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο λαμβάνεται υπόψη το κλιμάκιο του κλάδου που ανήκε ή ο βαθμός που είχε και με τον οποίο έπαιρνε μισθό αυτός που δολοφονήθηκε κατά το χρόνο του θανάτου του, και από τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για την εξέλιξη ή προαγωγή σε κάθε επόμενο κλιμάκιο ή βαθμό του κλάδου του το κλιμάκιο ή ο βαθμός που θα έπαιρνε ή θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, αν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο του θανάτου του.

Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι ανώτερη του προκαταληκτικού κατά περίπτωση μισθολογικού κλιμακίου του κλάδου που ανήκει ή του βαθμού για τους υπαλλήλους που η σύνταξή τους κανονίζεται με βάση το μισθό ορισμένου βαθμού.

Ως αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή λαμβάνεται η χρονολογία κατά την οποία αυτός που δολοφονήθηκε απέκτησε το κλιμάκιο ή το βαθμό που έφερε και η αύξηση της σύνταξης από την παραπάνω εξέλιξη πληρώνεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή σε κάθε βαθμό. Η ημερομηνία αυτή καθορίζεται από το όργανο που δικαιοδοτεί ή αποφασίζει για τις συντάξεις με την πράξη ή απόφαση κανονισμού της σύνταξης.

Οι υπάλληλοι αυτής και της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1, λογίζονται για την εξέλιξή τους σύμφωνα με τα παραπάνω ως τακτικοί και ως αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου που απαιτείται για την εξέλιξη σε καθένα από τα επόμενα κλιμάκια λαμβάνεται υπόψη η χρονολογία του θανάτου τους

Άρθρο 1 παρ. 4 Ν. 1977/91, όπως αντικ. από το άρθρο 2, παρ 1γ, Ν.3234/04

4. Η σύνταξη που θα έπρεπε να απονεμηθεί στον υπάλληλο που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή σε σύνταξη, υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του μισθού του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά αυτός που πέθανε ή δολοφονήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του θανάτου του ή της δολοφονίας και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.

Άρθρο 23
Διαδικασία αναγνώρισης σύνταξης παθόντος

(βλ. Και άρθρα 4-26 (Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών) Ν. 4387/12.5.16 (Α’85) 

Άρθρο 23 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51, όπως αντικ. με τα άρθρα 18, παρ. 5 Ν. 1489/84 και 3 παρ. 4 Ν. 3075/02

1. Η αίτηση για άσκηση δικαιώματος σύνταξης για αυτόν που έπαθε εξαιτίας της υπηρεσίας υποβάλλεται στο Υπουργείο που υπαγόταν ο υπάλληλος από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννησή του.

Άρθρο 23 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51

2. Το Υπουργείο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση υποχρεούται να διαβιβάσει αντίγραφό της στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το πρωτότυπό της στον Πρόεδρο Πρωτοδικών του τόπου όπου έπαθε ο υπάλληλος για να ενεργηθούν όσα ορίζονται στις παρακάτω παραγράφους.

Στην περίπτωση που δε λειτουργεί το πρωτοδικείο του τόπου όπου έπαθε ο υπάλληλος η αίτηση διαβιβάζεται στον Πρόεδρο των Πρωτοδικών του τόπου διαμονής του αιτούντος.

Άρθρο 23 παρ. 3 Α.Ν. 1854/51

3. Ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών αναθέτει σε ένα δικαστή του Πρωτοδικείου να προβεί σε ένορκες ανακρίσεις σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας για την εξακρίβωση των περιστάσεων του παθήματος του υπαλλήλου, της σχέσης του παθήματος με την υπηρεσία και του χρόνου που εκδηλώθηκαν οι συνέπειές του για πρώτη φορά.

Ο δικαστής εξετάζει αυτεπάγγελτα τον άμεσο προϊστάμενο του παθόντος υπαλλήλου κατά το χρόνο του παθήματος, αν υπάρχει τέτοιος, συναδέλφους του παθόντος και κάθε άλλον που μπορεί να γνωρίζει για το πάθημά του και ζητά οποιαδήποτε πληροφορία που είναι αναγκαία για μόρφωση γνώμης.

Την ανάκριση των μαρτύρων που διαμένουν έξω από την έδρα του δικαστή μπορεί με παραγγελία του να ενεργήσει ανακριτικός υπάλληλος του τόπου που διαμένουν.

Άρθρο 23 παρ. 4 Α.Ν. 1854/51

4. Ο δικαστής μετά το τέλος των ανακρίσεων τις υποβάλλει μαζί με αιτιολογημένο πόρισμά του για το αν ο υπάλληλος έπαθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας του ή όχι στον Πρόεδρο Πρωτοδικών που έδωσε παραγγελία για την ενέργειά τους και αυτός διαβιβάζει το φάκελο των ανακρίσεων και το πόρισμα στην Επιτροπή Απαλλαγών που είναι πλησιέστερη στον τόπο διαμονής του παθόντος.

Άρθρο 23 παρ. 5 Α.Ν. 1854/51

5. Η Επιτροπή Απαλλαγών, αφού λάβει γνώση των ανακρίσεων και εξετάσει τον παθόντα, γνωματεύει σύμφωνα με την ανεξέλεγκτη επιστημονική της κρίση με πλήρη και επαρκώς αιτιολογημένη γνωμάτευσή της για το είδος και τις συνέπειες του παθήματος, αν αυτό προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας του υπαλλήλου ή όχι, για το χρόνο εκδήλωσης του παθήματος και για το βαθμό της ανικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 17.

Η Επιτροπή Απαλλαγών γνωμοδοτεί με βάση τα παραπάνω έγγραφα αν δεν είναι δυνατή η εξέταση του παθόντος, είτε γιατί αυτός πέθανε, είτε από την κατάσταση της υγείας του.

Η ίδια Επιτροπή μπορεί, πριν από την έκδοση της γνωμάτευσής της, να ζητά τη συμπλήρωση των ανακρίσεων ή της κατάθεσης του ιατρού που θεραπεύει τον παθόντα ή να ζητά από οποιαδήποτε αρχή πληροφορίες χρήσιμες για τη μόρφωση της κρίσης της.

Άρθρο 23 παρ. 6 Α.Ν. 1854/51

6. Ο φάκελος των ανακρίσεων μαζί με τη γνωμάτευση της πιο πάνω Επιτροπής διαβιβάζεται στην Α.Σ.Υ.Επιτροπή, η οποία ύστερα από εξέταση του παθόντος, εφόσον αυτή κρίνεται αναγκαία και είναι δυνατή, αποφαίνεται για τα θέματα της προηγούμενης παραγράφου.

Η αδυναμία της προσέλευσης του παθόντος στην Α.Σ.Υ.Επιτροπή βεβαιώνεται, εφόσον αυτή οφείλεται σε λόγους υγείας, από την Επιτροπή Απαλλαγών που τον εξέτασε αρχικά και αν οφείλεται σε αιτίες άλλης φύσης από την αρχή που έκαμε τις ανακρίσεις.

Η Α.Σ.Υ.Επιτροπή αποφαίνεται για τη σχέση του παθήματος με την υπηρεσία και άσχετα από τη θετική ή αρνητική γνώμη της για το θέμα αυτό υποχρεούται να γνωματεύσει για την ανικανότητα του παθόντος και το βαθμό της που αναφέρεται στο άρθρο 17

Άρθρο 23 παρ. 7 Α.Ν. 1854/51

7. Η Α.Σ.Υ.Επιτροπή για την έκδοση της γνωμάτευσής της μπορεί να ζητήσει είτε τη συμπλήρωση των ανακρίσεων ή της γνωμάτευσης της Επιτροπής Απαλλαγών ή της ένορκης βεβαίωσης του ιατρού που θεραπεύει τον παθόντα, είτε πληροφορίες από οποιαδήποτε δημόσια ή άλλη αρχή που είναι χρήσιμες για τη μόρφωση της κρίσης της.

Επανάληψη της διαδικασίας είτε στο σύνολο είτε για ένα μέρος της είναι άκυρη, εκτός αν ενεργήθηκε ύστερα από πράξη ή απόφαση του οργάνου που αποφασίζει η δικαιοδοτεί.

Άρθρο 23 παρ. 8 Α.Ν. 1854/51

8. Επιτρέπεται για μια ακόμη φορά η εξέταση του παθόντος από την Α. Σ.Υ. Επιτροπή σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 53 του παρόντος, μόνο αν η γνωμάτευση που εκδόθηκε αναγνωρίζει ανικανότητα ή νόσημα.

Η γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής διαβιβάζεται με ολόκληρο το σχετικό φάκελο στην Υπηρεσία Συντάξεων και με βάση τη γνωμάτευση αυτή και τα άλλα στοιχεία εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

Άρθρο 23 παρ. 9 Α.Ν. 1854/51

9. Οι υπάλληλοι που έπαθαν κατά την εκτέλεση υπηρεσίας στην αλλοδαπή εξετάζονται, αντί της παραπάνω Επιτροπής Απαλλαγών, από τριμελή Επιτροπή που αποτελείται από τον ιατρό που θεραπεύει τον παθόντα υπάλληλο και δύο επιστήμονες ιατρούς, και αν δεν υπάρχει ιατρός που τον θεραπεύει ή αυτός έχει πεθάνει ή είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει μακριά από τον τόπο διαμονής του υπαλλήλου, από τρείς επιστήμονες ιατρούς που διορίζονται από την οικεία Διπλωματική Αρχή που εδρεύει στη Χώρα που έπαθε ο υπάλληλος. Αν δεν υπάρχει τέτοια Διπλωματική Αρχή ο διορισμός γίνεται από την οικεία Προξενική Αρχή. Οι αρχές αυτές, στις οποίες διαβιβάζεται το πρωτότυπο της αιτήσεως που αναφέρεται στην παραπάνω παρ. 1 ενεργούν και τις ανακρίσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 αυτού του άρθρου.

Αν ο ιατρός που θεραπεύει τον παθόντα απουσιάζει από τον τόπο που εδρεύουν οι πιο πάνω ιατροί υποβάλλεται στην κρίση τους ένορκη βεβαίωσή του που συντάσσεται ενώπιον Διπλωματικής ή Προξενικής Αρχής ή Ειρηνοδίκη για τα θέματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της πιο πάνω παραγράφου 5.

Αν αυτός που έπαθε κατά την εκτέλεση υπηρεσίας στην αλλοδαπή διαμένει στο εσωτερικό εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις παραπάνω παραγράφους 2-7.

Άρθρο 23 παρ. 10 Α.Ν. 1854/51

10. Καταργήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 2227/94.

Άρθρο 23 παρ. 11 Α.Ν. 1854/51

11. Σε περίπτωση ανικανότητας που οφείλεται σε νόσο η γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής είναι υποχρεωτική για τα όργανα που αποφασίζουν ή δικαιοδοτούν αν είναι ομόφωνη.

Άρθρο 23 παρ. 12 Α.Ν. 1854/51, όπως το πρώτο εδάφιο αντικ. με άρθρ. 18 παρ. 6 Ν. 1489/84

12. Ο υπάλληλος που στρατεύθηκε και του οποίου το δικαίωμα συνταξιοδότησης προβλέπεται από το πέμπτο εδάφιο της περίπτ. στ'της παρ. 1 του παραπάνω άρθρου 1 οφείλει μετά την απόλυσή του από το Στρατό να ζητήσει με αίτησή του την ενέργεια της διαδικασίας που ορίζεται από τις διατάξεις αυτού του Κώδικα για τις στρατιωτικές συντάξεις για την απόδειξη των περιστάσεων του παθήματος και της σχέσης του με τη στρατιωτική υπηρεσία.

Μετά το τέλος της διαδικασίας αυτής τα σχετικά έγγραφα τοποθετούνται στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου για τη μεταγενέστερη υποστήριξη του δικαιώματος σύνταξης, εφόσον δε συντρέχει περίπτωση για άμεση αναγνώρισή του ή αναγνώριση άλλου δικαιώματος σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις για τις στρατιωτικές συντάξεις.

Άρθρο 23 παρ. 13 Α.Ν. 1854/51

13. Αν πρόκειται για υπάλληλο που έπαθε από πολεμικά γεγονότα κατά την εκτέλεση υπηρεσίας στη ζώνη των επιχειρήσεων και υπάρχει αντικειμενική αδυναμία ενέργειας του Προέδρου Πρωτοδικών, η αίτηση της πιο πάνω παραγρ. 1 υποβάλλεται στην πλησιέστερη στρατιωτική ή ναυτική ή αεροπορική αρχή, η οποία διορίζει τους ιατρούς και ενεργεί τις ανακρίσεις ή αναθέτει την ενέργειά τους σε άλλη επιτόπια αρχή.

Άρθρο 27 παρ. 1 Ν. 1202/81

14. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης στην οικογένεια εκείνου που δολοφονήθηκε από τρομοκράτες ή άλλα άτομα για την υπαλληλική του ιδιότητα ή την ενάσκηση των καθηκόντων του.

Άρθρο 31
Χήρα σύζυγος και ορφανά

Άρθρο 31 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51.

1. Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν:

Άρθρο 31 παρ. 1 περ.α' εδάφ. πρώτο Α.Ν. 1854/51, όπως τροπ. με άρθρο 1 Ν.Δ. 208/74, όπως αντικ. με το άρθρ. 15 παρ. 2 Ν. 1202/ 81 σε συνδ. με άρθ. 3 παρ.8 Ν. 2227/94.

α) Η χήρα κάποιου απ' αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 26 ως 29, ο οποίος πέθανε μετά την απόκτηση δικαιώματος σε σύνταξη, ή η χήρα κάποιου απ' αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 26 παρ. 1 και 27, ο οποίος πέθανε μετά τη συμπλήρωση πενταετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ή η χήρα κάποιου από τους αναφερόμενους στα άρθρα 26 ως 28, ο οποίος πέθανε στην υπηρεσία με τους όρους της περίπτ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 26, ή η χήρα αυτού που πέθανε με τους όρους του άρθρου 29, καθώς και η χήρα του στρατιωτικού, ο οποίος δολοφονήθηκε από τρομοκράτες ή άλλα άτομα λόγω της στρατιωτικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του.

Άρθρο 31 παρ. 1 περ. α' εδάφ. δεύτερο Α.Ν. 1854/51, όπως τροπ. με άρθ. 2 παρ. 1 Α.Ν. 955/ 79 και αντικ. με άρθ. 15 Ν. 1694/87.

Η χήρα δικαιούται σύνταξη αν από το γάμο έχει συμπληρωθεί ενός έτους πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του συζύγου της ή αν ο γάμος έχει τελεσθεί δύο τουλάχιστον πλήρη έτη πριν από το θάνατό του.

Αν ο γάμος της χήρας λυθεί με διαζύγιο και τελεσθεί νέος γάμος της με το ίδιο πρόσωπο για τη συμπλήρωση των παραπάνω χρονικών προϋποθέσεων λαμβάνεται υπόψη και ο πρώτος γάμος. Αν όμως γεννήθηκε παιδί η χήρα δικαιούται σύνταξη και χωρίς να συντρέχουν οι όροι αυτοί.

Άρθρο 31 παρ. 1 περ. α' εδαφ. τρίτο Α.Ν. 1854/51.

Η χήρα δικαιούται επίσης σύνταξη και χωρίς να συντρέχουν οι όροι αυτοί στην περίπτωση των εδαφίων πρώτου και δεύτερου της περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 26, αν ο γάμος τελέσθηκε πριν από την απομάκρυνση του συζύγου της από την υπηρεσία, και στις περιπτώσεις δ' και ε' της ίδιας παραγράφου ή στην περίπτωση θανάτου στην υπηρεσία ή με τους όρους του άρθρου 29 αν ο γάμος τελέσθηκε πριν από το τραύμα ή ατύχημα ή την αναμφισβήτητη εκδήλωση της νόσου από τα οποία επήλθε η ανικανότητα ή ο θάνατος του συζύγου της. Ο χρόνος εκδήλωσης της νόσου βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

Άρθρο 31 παρ. 1 περ. β' Α.Ν. 1854/ 51 όπως αντικ. με άρθρ. 1, 2 και 3 Ν.Δ. 149/73, 3 Ν. 955/79, 1 παρ. 2 Ν. 1813/ 88, και 2 παρ. 3 Ν. 2703/99 σε συνδ. με άρθρ. 20 παρ. 1 εδάφ. τελευτ. Ν. 2084/92, όπως τροποπ. από το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3408/05

β) Τα παιδιά του υπαλλήλου που πέθανε έχοντας τις παραπάνω προϋποθέσεις, καθώς και του συνταξιούχου είτε αυτά γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίσθηκαν είτε γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους από μητέρα υπάλληλο ή συνταξιούχο από δική της υπηρεσία, τα μεν κορίτσια αν είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους εφόσον είναι άγαμα ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. Η ανικανότητά τους στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του υπαλλήλου ή συνταξιούχου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής. Αν η ανικανότητα των ενήλικων αγοριών επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου το ανίκανο αγόρι δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, αν δεν παίρνει ή δε δικαιούται να πάρει σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημά του δεν υπερβαίνει το κάθε φορά κατώτατο όριο σύνταξης που καταβάλλει το Δημόσιο.

Αν η ανικανότητα των ενήλικων αγοριών επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου, το ανίκανο αγόρι δικαιούται σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, αν δεν παίρνει ή δε δικαιούται να πάρει σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημά του δεν υπερβαίνει το κάθε φορά κατώτατο όριο σύνταξης που καταβάλλει το Δημόσιο. Η ανικανότητα μπορεί να βεβαιωθεί και όταν ζει ο γονέας τους από τον οποίο έλκουν το δικαίωμα, η γνωμάτευση όμως αυτή θα ληφθεί υπόψη από τα δικαιοδοτούντα για τις συντάξεις όργανα κατά την κρίση του δικαιώματος σε σύνταξη των ενήλικων αγοριών.

Τα θετά παιδιά δικαιούνται σύνταξη εφόσον κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης υιοθεσίας δεν είχαν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει:

αα) Για παιδιά στρατιωτικών οι οποίοι σκοτώθηκαν ή πέθαναν από πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους στην ημεδαπή ή αλλοδαπή και τα οποία υιοθετήθηκαν μετά το θάνατο του πατέρα τους, αν μεν είναι κορίτσια εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα, αν δε είναι αγόρια εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα και ανήλικα. Για την ενηλικίωση εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 53.

ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του Ν.Δ. 149/1973 και δεν λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

Άρθρο 1 Ν.Δ. 666/ 70 ως αντικ. με την παρ. 1 του άρθρ. 9 του Ν. 1654/1986.

γ) Η διαζευγμένη θυγατέρα εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:

αα) Ο γάμος να λύθηκε με κοινή υπαιτιότητα ή με υπαιτιότητα του συζύγου ή από λόγο που δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπό της ή με συναινετικό διαζύγιο ή να συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής (Σημ. ορθότερα «κατάργησης». Πρόβλ. άρθρο 604 εδ. 1 Κ.Πολ.Δικ.) της δίκης λόγω θανάτου του συζύγου.

ββ) Να μην έχει μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο ή το δημόσιο τομέα μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

Επίσης, να μην έχει κάθε φορά φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το παραπάνω καθοριζόμενο κατώτατο όριο.

γγ) Να μην παίρνει άλλη σύνταξη και να μην έχει ασφαλιστεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης.

δδ) Κατά την 31η Δεκεμβρίου 1986 να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της.

 

Παρατήρηση :

Δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί με τις προϊσχύουσες διατάξεις δεν θίγονται (άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 1854/86). Οι αναφερόμενες στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των διαζευγμένων θυγατέρων διατάξεις έχουν εφαρμογή και για εκείνες που το δικαίωμά τους γεννήθηκε πριν από την 24/11/1986 (άρθρ. 9 παρ. 3 Ν. 1854/86) 

 Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 (Α΄210), της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του π.δ. 167/2007 (Α’208) καθώς και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209), καταργούνται με την παρ. 1δ του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10,(Α’115) και οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.

 

Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 – καταργήθηκαν από την παρ. 1δ του άρθρου. 9 του ν. 3865/21.7.10,(Α’120) 

(Με τις διατάξεις της περ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3865/10, ορίζεται ότι : “ Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού”)

(Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3863/15.7.10, (Α’115), ορίζεται ότι : “3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

Άρθρο 2 παρ. 4 Ν. 2703/99.

δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες με αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ. κατά περίπτωση και για ένα ακόμη έτος εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε Ι.Ε.Κ.

Η σύνταξη στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται εφόσον προσκομίζεται κάθε χρόνο πιστοποιητικό φοίτησης - προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 ότι είναι άγαμος και δεν παίρνει σύνταξη από άλλο φορέα. «Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές του εξωτερικού πρέπει να υποβάλουν τα ξενόγλωσσα πιστοποιητικά σπουδών, με σφραγίδα Apostille (Χάγης) από το Ελληνικό Προξενείο της περιοχής που φοιτούν, με μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών ή δικηγόρο.» 

        Το τελευταίο εδάφιο της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 31 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4151/29.4.13 (Α’103)

 

 

Παρατήρηση:

Δικαιώματα που έχουν αναγνωρισθεί με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από το Ν. 1654/86 δεν θίγονται (άρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 1654/86). Οι αναφερόμενες στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των διαζευγμένων θυγατέρων διατάξεις έχουν εφαρμογή και γι'αυτές που το δικαίωμά τους γεννήθηκε πριν από τις 24/11/1986 (άρθρ. 9 παρ. 3 Ν. 1654/86).

Άρθρο 31 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51.

2. Στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων συμμετέχει η χήρα μητέρα ή η φυσική μητέρα εφόσον παραμένει άγαμη.

Στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα συμμετέχει και ο πατέρας και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα και οι άγαμες αδελφές αυτού που πέθανε.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας έχουν το δικαίωμα της παραπάνω συμμετοχής μόνο εφόσον είναι άπορα και συντηρούνταν κυρίως από το στρατιωτικό που πέθανε.

Το παραπάνω δικαίωμα του πατέρα, της μητέρας και των άγαμων αδελφών αναγνωρίζεται με αίτησή τους και παραμένει ακόμη και όταν η χήρα σύζυγος και τα τέκνα παύουν να υπάρχουν ή απωλέσουν με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα σε σύνταξη, καθώς και όταν δε συντρέχουν για τα πρόσωπα αυτά οι όροι θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας, για τα οποία έχει αναγνωρισθεί δικαίωμα συμμετοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μπορούν σε κάθε περίπτωση να παραιτηθούν από το δικαίωμα οπότε η σύνταξη καταβάλλεται αμείωτη στη χήρα σύζυγο και τα τέκνα.

Η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί από αυτόν που παραιτήθηκε, ο οποίος χάνει ανέκκλητα το δικαίωμα σε συμμετοχή, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα εκείνων που είναι διάδοχοι στο δικαίωμα συμμετοχής.

Άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 955/79.

3. Ο σύζυγος γυναίκας η οποία ανήκει στο προσωπικό του στρατεύματος, καθώς και των γυναικών που εξομοιώνονται με αυτή, που ζει μετά το θάνατο της, δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της περίπτ. α' της παρ. 1 αυτού του άρθρου αν κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν άπορος και ανίκανος για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 65%. Η τέτοια ανικανότητα αποδεικνύεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

Όπου σ'αυτόν τον Κώδικα αναγράφεται η λέξη «χήρα» για την απόκτηση ή απώλεια ή αναστολή του δικαιώματος σύνταξης ή τον υπολογισμό της εννοείται και ο χήρος που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.

Άρθρο 1 Ν. 143/75 σε συνδ. με άρθρ. 13 Ν. 955/79.

4. Οι οικογένειες των στρατιωτικών γενικά των Ένοπλων Δυνάμεων και των οργάνων των Σωμάτων Ασφαλείας, Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος, που σκοτώθηκαν ή πέθαναν κατά την εκτέλεση σε καιρό ειρήνης διατεταγμένης στρατιωτικής υπηρεσίας και πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της, δικαιούνται τη σύνταξη που προβλέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τις πολεμικές συντάξεις μειωμένη κατά 15%.

Οι διατάξεις του άρθρου 51 αυτού του Κώδικα εφαρμόζονται και στην παραπάνω περίπτωση.

Άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1902/90.

5. α. Οι άγαμες θυγατέρες και οι άπορες άγαμες αδελφές αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό οι άγαμοι γιοί ή αδελφοί, αντίστοιχα.

β. Κατ’ εξαίρεση οι ενήλικες άγαμες θυγατέρες που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης και έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονείς που κατατάχθηκαν στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας ή το Πυροσβεστικό Σώμα μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982, δικαιούνται σύνταξης εφόσον συντρέχουν αθροιστικά, οι εξής προϋποθέσεις:

αα) Να μην έχουν μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

ββ) Να μην έχουν φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το παραπάνω καθοριζόμενο κατώτατο όριο αναγόμενο σε ετήσια βάση.

«Τυχόν τεκμαρτό εισόδημα που αναλογεί σε πρώτη κατοικία, αντικειμενικής αξίας μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ ή/και κατοχή ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον δεν υπάρχει τεκμαρτό εισόδημα και από άλλες πηγές.» 

          Το τελευταίο εδάφιο της υποπερ. ββ της περ. β της παρ. 5 του άρθρου 31- από της ισχύος της παρ. 5- προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 4151/29.4.13, (Α’103)

(Με την παρ. 2Γ του άρθρου 3 του ν. 4151/29.4.13, (Α’103), ορίζεται ότι : “γ. Δικαιώματα που έχουν κριθεί και απορριφθεί με βάση τις ανωτέρω διατάξεις της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίτωσης β΄ των παραγράφων 4 και 5 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του π.δ. 169/2007, επανακρίνονται, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και τυχόν οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επομένου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα”).

(Με την παρ. 2Στ του άρθρου 3 του ν. 4151/13, ορίζεται ότι : “στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/07 (Α 208) καθώς και του π.δ. 168/07 (Α 209)”).

γγ) Να μη λαμβάνουν άλλη σύνταξη και να μην έχουν ασφαλισθεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης, για χρόνο με βάση τον οποίο προσδοκούν να θεμελιώσουν δικαίωμα ανταποδοτικής σύνταξης από τον φορέα αυτόν.

δδ) Κατά την 31η Δεκεμβρίου 2010 να έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας τους.

Η σύνταξη των προσώπων της περίπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 720 ευρώ μηνιαίως. 

       Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 31 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν.4151/29.4.13 (Α’103)

 Με την παρ. 2Στ του άρθρου 3 του ν. 4151/13, ορίζεται ότι : “στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/07 (Α 208) καθώς και του π.δ. 168/07 (Α 209)” 

       Η  παρ. 5 του άρθρου 31 που

      -είχε τροποποιηθεί με την παρ. 1β του άρθρου 14 του ν.  3863/15.7.10(Α’115) 

      -τροποποιήθηκε και πάλι ως άνω με την παρ. 1β του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10 (Α΄120)

   

 

 

(Με τις περ. Γ και ε της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10, (Α’120), ορίζεται ότι : “γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές υπάγονται στις διατάξεις του π.δ. 167/07 και του π.δ. 168/07 .

ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού”).

υ Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

(Με την παρ. 1Γ του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10(Α’115), ορίζεται ότι : “Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές υπάγονται στις διατάξεις του π.δ.167/2007 (ΦΕΚ 208 Α΄) και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄)”).

(Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3863/15.7.10(Α’115), 0, ορίζεται ότι : “3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται.)

Άρθρο 20 παρ. 1 Ν. 2084/92.

6. α. Το συνολικό ποσό σύνταξης ή συντάξεων που λαμβάνουν οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, από το Δημόσιο, των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3865/2010, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 720€. Στις περιπτώσεις καταβολής δύο συντάξεων που το άθροισμά τους υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, η περικοπή του υπερβάλλοντος ποσού, διενεργείται επί της μεγαλύτερης σύνταξης και εάν αυτή δεν επαρκεί περικόπτεται ανάλογα και η δεύτερη σύνταξη.

«Ειδικά εάν οι δύο συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικούς φορείς, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το Δημόσιο, αναστέλλεται η καταβολή της μίας από αυτές κατόπιν επιλογής της ενδιαφερομένης και μέχρι του ποσού των επτακοσίων είκοσι (720) ευρώ». 

     Το τελευταίο εδάφιο της περ. α της παρ. 6 του άρθρου 31 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4387/12.5.16 (Α’85)

 Με την παρ. 1Γ του αρθρου 22 του ν. 4387/16, ορίζεται ότι : “γ. Από την 1.1.2015 καταργείται κάθε άλλη διάταξη αντίθετη με τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 και της παρ. 6 του άρθρου 31 του Π.δ. 169/2007 όπως προστίθενται με το παρόν”.

β. Από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού καταργείται η καταβολή του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α΄ 117) στις συντάξεις των προσώπων της προηγούμενης περίπτωσης.

γ. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, το ποσό της περίπτωσης α΄ επιμερίζεται σε αυτούς σε ίσες μερίδες. Ειδικά στην περίπτωση που συνδικαιούχος στη σύνταξη είναι επιζών σύζυγος, το μερίδιό του δεν παραβλάπτεται από τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του ποσού που αναλογεί στο μερίδιο των προσώπων της περίπτωσης α΄.

δ. Η καταβολή της σύνταξης των άγαμων ή διαζευγμένων θυγατέρων αναστέλλεται, εάν όπως προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, έχουν και άλλα εισοδήματα, εκτός από την κύρια και επικουρική σύνταξή τους, τα οποία υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α΄.

Εάν τα ανωτέρω εισοδήματα δεν υπερβαίνουν το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α΄ και το συνολικό ετήσιο πραγματικό ακαθάριστο εισόδημα των προσώπων αυτών, όπως αυτό προκύπτει από τη φορολογική τους δήλωση του προηγούμενου οικονομικού έτους, με συνυπολογισμό και του ποσού της κύριας σύνταξης, υπερβαίνει το αναγόμενο σε ετήσια βάση ποσό της περίπτωσης α΄, η κύρια σύνταξη μειώνεται κατά το υπερβάλλον ποσό.

ε. Στην περίπτωση περικοπής της σύνταξης η άγαμη θυγατέρα μπορεί, μετά από αίτησή της, να ζητήσει την αναστολή καταβολής του μεριδίου της σύνταξής της, προκειμένου, να ανακαθορισθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά κατηγορία συνταξιούχων διατάξεις, το μερίδιο των συνδικαιούχων προσώπων, σαν να μην υπάρχει στη σύνταξη η θυγατέρα που ζητά την αναστολή καταβολής του μεριδίου της.

Στην περίπτωση αναστολής καταβολής της σύνταξης ο κατά τα ανωτέρω ανακαθορισμός του μεριδίου σύνταξης των συνδικαιούχων προσώπων γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια Διεύθυνση Συντάξεων.

          Η περ. ε  της παρ. 6 του άρθρου 31 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 4151/29.4.13 (Α’103) ισχύς από 1-1-2013 

στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτές είναι ανήλικα ή ανάπηρα κατά ποσοστό 67% και άνω ή σπουδάζουν και υπό τις προϋποθέσεις της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα αυτού.» 

      Η παρ. 6 του άρθρου 31 που

     -είχε τροποποιηθεί με την παρ. 2β του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10 (α’120)

    -είχε τροποποιηθεί με  την παρ. 2β του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10, (Α΄115) 

   -τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. Β5 του άρθρου 1ο του ν. 4093/12.11.12 (Α’222) ΑΠΟ 1-1-2013

 

(βλ. Και το άρθρο 22 (Υπαγωγή στην ασφάλιση για υγειονομική περίθαλψη) και ειδικά την παρ. 2Ζ του ν. 4529/23.3.18 (Α’-56)

Με τις περ. Β και γ της υποπαρ. Β5 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/12, ορίζεται ότι : “β. Από 1-1-2013 οι καταβαλλόμενες από το Δημόσιο στα ανωτέρω πρόσωπα συντάξεις αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο αυτή. γ. Οι διατάξεις της υποπαρ. Αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 167/07 (Α' 208) και του π.δ. 168/07 (Α' 209) 

(Με τις περ. Γ και δ της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10, (Α’120), ορίζεται ότι : “γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 167/07 και 168/07, κατά περίπτωση.

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συνταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευση του νόμου αυτού”).

(Με τις διατάξεις της παρ. 2Γ και της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3863/15.7.10,(Α’115), ορίζεται ότι : “γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις οικείες διατάξεις του π.δ.167/2007(ΦΕΚ 208 Α΄) και του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄), κατά περίπτωση.

3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

 

 

(Με την παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 4002/22.8.11 (Α’180), ορίζεται ότι : “Οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες των οποίων η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 ή της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, κατά περίπτωση, υπάγονται στο καθεστώς υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων του Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο φορέα. Στην περίπτωση αυτή οι αναλογούσες κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη υπολογίζονται επί του ποσού της σύνταξης που θα τους καταβάλλονταν, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά και καταβάλλονται στον οικείο φορέα από τις ίδιες, μετά από αίτησή τους, που υποβάλλεται κατά το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού και οι αναλογούσες εισφορές υπολογίζονται από την ημερομηνία υποβολής της και μετά”).

 

Παρατήρηση 1η :

Η παραπάνω διάταξη εφαρμόζεται και για τις άγαμες και διαζευγμένες θυγατέρες που έπαιρναν σύνταξη κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2084/92, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 20 του νόμου αυτού, που έχει ως εξής:

«Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τις άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες στις οποίες καταβάλλεται ήδη σύνταξη και οι οποίες υποχρεούνται να υποβάλλουν στην αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μέσα στο πρώτο δίμηνο κάθε έτους, αρχής γενομένης από του έτους 1993 επικυρωμένο αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος του φόρου εισοδήματος του προηγούμενου έτους ή σχετική βεβαίωση της αρμόδιας διεύθυνσης οικονομικών υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) προς απόδειξη του εισοδήματός τους.

Η παράλειψη υποβολής των παραπάνω στοιχείων συνεπάγεται αναστολή της καταβολής της σύνταξης, η οποία πάντως μπορεί να καταβληθεί και πάλι με την εκ των υστέρων υποβολή των στοιχείων αυτών».

 

Παρατήρηση 2η :

Στο άρθρο 20 παρ. 1 εδάφ. τέταρτο και πέμπτο του Ν. 2084/92 ορίζεται ότι: «Από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού (Ν. 2084/92) για την ενηλικίωση των τέκνων, αρρένων και θηλέων καθώς και για την ηλικία όσων σπουδάζουν, εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του Ν. 1984/92. Συντάξεις που έχουν κανονισθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2084/92 με διαφορετικό όριο ηλικίας δεν θίγονται».

 

Παρατήρηση 3η :

Η παραπάνω διάταξη ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 6 παρ. 15 του Ν. 2227/94 που έχει ως εξής:

«Η αληθής έννοια των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α') είναι ότι στην έννοια της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, που περιορίζεται, περιλαμβάνεται μόνο η σύνταξη που καταβάλλεται από το Δημόσιο και οι επικουρικές συντάξεις που απορρέουν από υπηρεσίες της κύριας αυτής σύνταξης ή εξαρτώνται από αυτή και όχι οι συντάξεις που τυχόν δικαιούνται τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα από άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριες και επικουρικές, επί συρροής δε δύο συντάξεων από το Δημόσιο, για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη, όταν αμφότερες προέρχονται από μεταβίβαση, όταν δε η μία προέρχεται από ίδιο δικαίωμα και η άλλη από μεταβίβαση, λαμβάνεται υπόψη η από μεταβίβαση καθώς και οι τυχόν επικουρικές συντάξεις που απορρέουν ή εξαρτώνται από τις συντάξεις αυτές που περιορίζονται».

 

Η παρ. 7 του άρθρου 31 είχε προστεθεί με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3620/11.02.07 (Α΄276) 

- Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 των άρθρων 5 και 31, αντίστοιχα, του π.δ. 169/2007, της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3865/2010, καθώς και αυτές της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 3865/2010 κατά το μέρος που παραπέμπουν στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007, καταργούνται με την παρ. Β5(Δ) του άρθρου 1ο του ν. 4093/12.11.12 (Α’222) ισχύς από 1-1-2013 

Σχετικές αιτήσεις που έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού, εξετάζονται με βάση τις καταργούμενες διατάξεις - Από 1.1.2013 το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της υποπαραγράφου β5 της παραγράφου Β΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καταργείται με την παρ. 7 του αρθ. 4 του ν. 4151/29.4.13 (Α΄103) 

(Με την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3865/21.7.10,(Α’120), ορίζεται ότι : “Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (ΦΕΚ 276 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του π.δ. 168/2007”).

Άρθρο 34
Συντάξιμος μισθός γενικά

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1977/91, όπως αντικ. από το άρθρο 2 παρ. 1 περ. δ', Ν.3234/04

17. Για τον κανονισμό της σύνταξης του στρατιωτικού, ο οποίος κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία και δεν μετατάσσεται για την αιτία αυτή σε ειδικές καταστάσεις διαθεσιμότητας, αποστρατείας ή υπηρεσίας γραφείου, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού βαθμού, στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος, και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία. Ο βαθμός αυτός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερος του βαθμού Αντιστρατήγου προκειμένου περί ανθυπολοχαγών, υπολοχαγών, λοχαγών, ταγματαρχών, αντισυνταγματαρχών και συνταγματαρχών και των αντίστοιχων προς αυτούς. Ειδικά προκειμένου για τους Αρχηγούς των Σωμάτων Ασφαλείας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος για τον κανονισμό της σύνταξης λαμβάνεται υπόψη ο μισθός του βαθμού Αρχηγού Γ.Ε.Ε.Θ.Α..

Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία συνεπεία δολοφονικής επίθεσης από ένα άτομο μόνο του ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή για την ιδιότητά του ως στρατιωτικού στην ενέργεια ή σε σύνταξη.

 

(Με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3865/21.7.10, (Α’120), ορίζεται ότι : “Οι διατάξεις:

α) του ν.1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α΄),

β) της παρ. 15 του άρθρου 9 και της παρ. 17 του άρθρου 34 του π.δ. 169/2007 (Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων - ΦΕΚ 210 Α΄) και

γ) με βάση τις οποίες υπολογίζεται η σύνταξη όσων καθίστανται ανάπηροι εξαιτίας της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, κατά το μέρος που αφορούν τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων που υπάγονται σε αυτές, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την υπαγωγή των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ”).

(Με την παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 3865/21.7.10, (Α’120) ορίζεται ότι : “Για τον υπολογισμό της σύνταξης των προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις:

α) του ν. 1897/1990,

β) της παρ. 15 του άρθρου 9 και της παρ. 17 του άρθρου 34 του π.δ. 169/2007, καθώς και των προσώπων που καθίστανται ανάπηροι εξαιτίας της υπηρεσίας και

ένεκα ταύτης, τα οποία έχουν προσληφθεί στο Δημόσιο ή καταταγεί μέχρι 31.12.2010, εξακολουθούν να ισχύουν οι οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού”).

 

Άρθρο 45
Σύνταξη παθόντων εξαιτίας της υπηρεσίας

Άρθρο 45 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51.

1. Γι'αυτούς που εξέρχονται από την υπηρεσία για νόσο ή τραύμα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, η σύνταξη κανονίζεται με βάση το ποσοστό ανικανότητάς τους και το συντάξιμο μηνιαίου μισθό που καθορίζεται στο παραπάνω άρθρο 34.

Ποσοστό ανικανότητας μικρότερο από το 25% δεν παρέχει δικαίωμα για σύνταξη ανικανότητας.

Άρθρο 45 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51.

2. Αν η σύνταξη που προκύπτει από τα έτη της υπηρεσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνη που αναλογεί στο ποσοστό της ανικανότητας καταβάλλεται η μεγαλύτερη αυτή σύνταξη.

Άρθρο 45 παρ. 3 Α.Ν. 1854/51 σε συνδ. με άρθρ. 34 Ν. 1813/88.

3. Το ποσοστό αναπηρίας των παθόντων ορίζεται από την Α.Σ.Υ. Επιτροπή σύμφωνα με τον πίνακα παθήσεων, νόσων και βλαβών του άρθρου 33 του Ν. 1813/1988.

Άρθρο 1 παρ. 1, 2 και 5 Ν.Δ. 3818/56.

4. Η σύνταξη που κανονίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους στρατιωτικούς γενικά, οι οποίοι τραυματίζονται στην υπηρεσία και απομακρύνονται από αυτή για το λόγο τούτο, καθώς και για τις οικογένειες αυτών που σκοτώνονται, προσαυξάνεται κατά 20%.

Ως παθόντες με την έννοια του προηγούμενου εδαφίου θεωρούνται εκείνοι που τραυματίσθηκαν ή σκοτώθηκαν σε υπηρεσία η οποία συνεπάγεται επαυξημένο κίνδυνο ή από απρόοπτο συμβάν.

Εκείνοι που δικαιώθηκαν πολεμική σύνταξη και παράλληλα δικαιούνται και σύνταξη με βάση την παράγραφο αυτή μπορούν να επιλέξουν μία από αυτές.

Άρθρο 12 Ν. 955/ 79, όπως αντικ. με άρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 1859/89.

5. Η σύνταξη που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου στους μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές, υπαξιωματικούς και οπλίτες του στρατεύματος και σε όσους αντιστοιχούν με αυτούς, οι οποίοι εξέρχονται από την υπηρεσία για τραύμα ή νόσημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας τους, καθώς και στις οικογένειες αυτών που έχουν σκοτωθεί ή πεθάνει, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 90%,

α) αν πρόκειται για τους παθόντες, της μηνιαίας σύνταξης που ανήκει σε ομοιόβαθμο στρατιωτικό ο οποίος έχει υποστεί την ίδια ανικανότητα εξαιτίας της υπηρεσίας του σε πόλεμο και

β) αν πρόκειται για τις οικογένειες, της μηνιαίας σύνταξης που ανήκει κάθε φορά ανάλογα με την περίπτωση σε οικογένεια ομοιόβαθμου στρατιωτικού, ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο ή που πέθανε μετά την ανικανότητά του 

       Η παρ.5 του άρθρου 45 τροποποιήθηκε ως άνω με την παρ. 8α του άρθρου 4 του ν. 3620/11.12.07 (Α΄276)

 Με την περ. β της παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 3620/07, ορίζεται ότι «Από την 1η Ιανουαρίου 2008 αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής οίκοθεν όλες οι συντάξεις των αναπήρων ειρηνικής περιόδου, καθώς και των οικογενειών τους που δεν καθορίζονται με βάση μισθό ενεργείας και που έχουν αναγνωριστεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2007» 

   
   

Άρθρο 45 παρ. 4 Α.Ν. 1854/51.

6. Οι αξιωματικοί που διατελούν σε κατάσταση πολεμικής αποστρατείας ή μόνιμης ή πολεμικής διαθεσιμότητας, οι οποίοι αποτάχθηκαν ή αποτάσσονται, λαμβάνουν σύνταξη ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους.

 

Άρθρο 48
Υπολογισμός σύνταξης παθόντων

Άρθρο 48 Α.Ν. 1854/51, όπως τροπ. με Ν.Δ. 208/74 και αντικ. με το άρθρ. 21 παρ. 2 Ν. 1202/81 σε συνδ. με άρθρ. 3 παρ. 8 Ν. 2227/94.

1. Ως σύνταξη που θα έπρεπε να απονεμηθεί σ'αυτόν που πέθανε στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση πενταετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας λογίζεται εκείνη που ορίζεται στα άρθρα 42, 43 και 44.

2. Ως σύνταξη που θα έπρεπε να απονεμηθεί σ'αυτόν που πέθανε στην υπηρεσία με τους όρους της περίπτ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 26 λογίζεται αυτή που ορίζεται στην επόμενη παράγραφο μειούμενη κατά ένα βαθμό σχετικά με την εξέλιξη που προβλέπει το τρίτο εδάφιό της.

3. Ως σύνταξη που θα έπρεπε να απονεμηθεί σ'αυτόν που δολοφονήθηκε στην υπηρεσία από τρομοκράτες ή άλλα άτομα λόγω της στρατιωτικής του ιδιότητας ή της ενάσκησης των καθηκόντων του λογίζεται αυτή που ανήκει στο βαθμό που προβλέπεται στο επόμενο εδάφιο και που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται αν συντρέχει περίπτωση και η προσαύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 43.

Ως βαθμός με βάση τον οποίο καθορίζεται η σύνταξη που απονέμεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που έφερε και με τον οποίο έπαιρνε μισθό αυτός που δολοφονήθηκε κατά το χρόνο του θανάτου του και από τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για την προαγωγή του σε καθένα από τους επόμενους βαθμούς ο βαθμός στον οποίο θα εξελισσόταν αυτός βαθμολογικά ή μισθολογικά, αν ήταν στην ενεργό υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο του θανάτου του.

Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι ανώτερη:

α) ενός (1) ακόμη βαθμού αν πρόκειται για ανώτατους αξιωματικούς,

β) δύο (2) ακόμη βαθμών αν πρόκειται για αντισυνταγματάρχες, συνταγματάρχες και τους αντίστοιχους με αυτούς,

γ) τριών (3) ακόμη βαθμών αν πρόκειται για υπολοχαγούς, λοχαγούς, ταγματάρχες και τους αντίστοιχους με αυτούς,

δ) τεσσάρων (4) ακόμη βαθμών αν πρόκειται για ανθυπασπιστές, ανθυπολοχαγούς και τους αντίστοιχους με αυτούς,

ε) του βαθμού λοχαγού αν πρόκειται για αρχιλοχίες και τους αντίστοιχους με αυτούς,

στ) του βαθμού υπολοχαγού αν πρόκειται για επιλοχίες και τους αντίστοιχους με αυτούς,

ζ) του βαθμού ανθυπολοχαγού αν πρόκειται για λοχίες και τους αντίστοιχους με αυτούς,

η) του βαθμού ανθυπασπιστή αν πρόκειται για δεκανείς και τους αντίστοιχους με αυτούς.

Ως αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή λαμβάνεται υπόψη η χρονολογία κατά την οποία αυτός που δολοφονήθηκε απέκτησε το βαθμό που έφερε και η αύξηση της σύνταξης από την παραπάνω εξέλιξη ορίζεται να πληρώνεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή σε κάθε βαθμό. Η ημερομηνία αυτή καθορίζεται από το όργανο που δικαιοδοτεί ή αποφασίζει για τις συντάξεις με την πράξη ή απόφαση κανονισμού της σύνταξης.

Για τους οπλίτες γενικά του στρατεύματος και τους αντίστοιχους με αυτούς, που δολοφονήθηκαν με τους όρους αυτής της παραγράφου, ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί λογίζεται αυτή που ορίζεται στα προηγούμενα εδάφια. Σε κάθε περίπτωση όμως το ποσό της σύνταξης των οικογενειών δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τη σύνταξη που ανήκει κάθε φορά στην οικογένεια ομοιοβάθμου που σκοτώθηκε στον πόλεμο.

Άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1977/91.

4. Ως σύνταξη που πρέπει να απονεμηθεί στο στρατιωτικό που πεθαίνει κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ή δολοφονείται ή τραυματίζεται θανάσιμα από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του ως στρατιωτικού στην ενέργεια ή σε σύνταξη, λογίζεται αυτή που ανήκει στο μισθό του βαθμού που ορίζεται στην παράγραφο 17 του άρθρου 34 αυτού του Κώδικα, προσαυξημένο με επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τυχόν επίδομα ευδόκιμης παραμονής, που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία με συνυπολογισμό, αν συντρέχει περίπτωση, και της προσαύξησης του άρθρου 43. Για τους οπλίτες το ποσό της σύνταξης των οικογενειών δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερο από τη σύνταξη που ανήκει κάθε φορά στην οικογένεια οπλίτη που σκοτώθηκε στον πόλεμο.

 

Άρθρο 51
Διαδικασία αναγνώρισης σύνταξης παθόντος

 

Άρθρο 51 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51, όπως αντικ. με τα άρθρα 18 παρ. 5 Ν. 1489/84 και 3 παρ. 4 Ν. 3075/02

1. Η αίτηση για άσκηση δικαιώματος σύνταξης για αυτόν που έπαθε εξαιτίας της υπηρεσίας υποβάλλεται στο Υπουργείο που υπαγόταν ο υπάλληλος από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννησή του.

Άρθρο 51 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51

2. Το Υπουργείο στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση την παραπέμπει στην αρμόδια στρατιωτική αρχή η οποία οφείλει να δώσει κάθε χρήσιμη πληροφορία με βάση τα στοιχεία που έχει και απαραίτητα επίσημη πιστοποίηση για το Σώμα, το χρόνο και τον τόπο της υπηρεσίας του.

Το Υπουργείο με επιμέλειά του ζητά και κάθε αναγκαία πληροφορία από τις αρμόδιες υπηρεσίες για τη νοσηλεία του στρατιωτικού σχετικά με την πάθησή του, για την ανικανότητά του αναφορικά με τη στρατιωτική υπηρεσία και για τους λόγους της απομάκρυνσής του από τις τάξεις, αν αυτή είχε γίνει πριν από την υποβολή της αίτησης.

Άρθρο 51 παρ. 3 Α.Ν. 1854/51

3. Το Υπουργείο διατάσσει την ενέργεια ανακρίσεων από αξιωματικό της αρμόδιας, λόγω της υπηρεσίας του παθόντος, στρατιωτικής αρχής για την εξακρίβωση των περιστάσεων του παθήματος, της σχέσης του με την υπηρεσία και του χρόνου που εκδηλώθηκαν οι συνέπειές του για πρώτη φορά.

Ο αξιωματικός που ενεργεί τις ανακρίσεις έχει τη δυνατότητα να καλεί για εξέταση οποιονδήποτε μπορεί να γνωρίζει τις περιστάσεις με τη συνδρομή των οποίων έπαθε ο στρατιωτικός και να ζητά κάθε αναγκαία πληροφορία για μόρφωση γνώμης και διατυπώνει λεπτομερειακά σε έκθεση αιτιολογημένο πόρισμα, το οποίο υποβάλλει στο Υπουργείο μαζί με το σχετικό φάκελο.

Το Υπουργείο παραπέμπει τον παθόντα στο πλησιέστερο με την κατοικία του νοσοκομείο του στρατού ή του ναυτικού ή της αεροπορίας και στη συνέχεια τριμελής επιτροπή από το Διευθυντή και δύο ιατρούς, που υπηρετούν σ' αυτά, αφού λάβει γνώση των ανακρίσεων και ύστερα από εξέταση του παθόντος, γνωματεύει σύμφωνα με την ανεξέλεγκτη επιστημονική της κρίση με πλήρη και επαρκώς αιτιολογημένη γνωμάτευσή της για το είδος και τις συνέπειες του παθήματος, αν αυτό προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας του ή όχι, για το χρόνο εκδήλωσης του παθήματος και για το βαθμό της ανικανότητάς του που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 45.

Η Επιτροπή γνωμοδοτεί με βάση τα παραπάνω έγγραφα αν είναι αδύνατη η εξέταση του παθόντος είτε γιατί επήλθε ο θάνατός του είτε λόγω της υγιεινής του κατάστασης.

Αν πρόκειται για αστυνομικούς υπαλλήλους, αντί για την παραπάνω τριμελή επιτροπή, γνωματεύει η Ανώτατη Αστυνομική Υγειονομική Επιτροπή, στην οποία παραπέμπεται ο φάκελος των ανακρίσεων.

Άρθρο 51 παρ. 4 Α.Ν. 1854/51

4. Η αίτηση της παρ. 1 υποβάλλεται από τους στρατιωτικούς, που εκτελούν υπηρεσία στην αλλοδαπή, στην οικεία διπλωματική αρχή που εδρεύει στη χώρα που υπηρετούν και αν αυτή δεν υπάρχει στην οικεία προξενική αρχή, η οποία ενεργεί τις ανακρίσεις σύμφωνα με την παρ. 3, διορίζει τριμελή Επιτροπή από ιατρούς, που αποφαίνεται σύμφωνα με την ίδια παράγραφο, και μεριμνά για την αποστολή των εγγράφων στο αρμόδιο Υπουργείο.

Αν αυτός που έπαθε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας στην αλλοδαπή διαμένει στην Ελλάδα, οι ανακρίσεις ενεργούνται σύμφωνα με όσα ορίζονται παραπάνω και το αρμόδιο Υπουργείο, στο οποίο αυτές διαβιβάζονται, ενεργεί αυτά που ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3.

Άρθρο 51 παρ. 5 Α.Ν. 1854/51

5. Η τριμελής από ιατρούς επιτροπή της παραπάνω παρ. 3 διαβιβάζει το φάκελο των ανακρίσεων μαζί με τη γνωμάτευσή της στην αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, η οποία ύστερα από εξέταση του παθόντος, εφόσον αυτή κρίνεται αναγκαία και είναι δυνατή, αποφαίνεται για τα θέματα που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 3.

Η αδυναμία προσέλευσης του παθόντος στην Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή συγχωρείται μόνο για λόγους υγείας, που πιστοποιούνται, με αίτηση του ενδιαφερομένου, από βεβαίωση του Διευθυντή του πλησιέστερου με την κατοικία του νοσοκομείου του στρατού, του ναυτικού ή της αεροπορίας ή της επιτροπής που συστάθηκε σύμφωνα με τις παρ. 3 ή 4.

Άρθρο 51 παρ. 6 Α.Ν. 1854/51

6. Η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, καθώς και η Τριμελής από ιατρούς, που αναφέρεται στις παρ. 3 και 4, μπορούν πριν από την έκδοση της γνωμάτευσής τους να προκαλέσουν τη συμπλήρωση των εγγράφων αν κρίνουν ότι από αυτά δεν παρέχονται επαρκή στοιχεία για μόρφωση γνώμης.

Άρθρο 51 παρ. 7 Α.Ν. 1854/51

7. Σε περίπτωση ανικανότητας που οφείλεται σε νόσο η γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής είναι υποχρεωτική για τα όργανα που αποφασίζουν ή δικαιοδοτούν, αν είναι ομόφωνη.

Άρθρο 51 παρ. 8 Α.Ν. 1854/51

8. Επανάληψη της διαδικασίας είτε στο σύνολο είτε για ένα μέρος της είναι άκυρη, εκτός αν ενεργήθηκε ύστερα από πράξη ή απόφαση του οργάνου που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί.

Άρθρο 51 παρ. 9 εδάφ. πρώτο Α.Ν. 1854/51

9. Μπορεί να διαταχθεί για μία μόνο φορά επανεξέταση του παθόντος από την οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 53.

Άρθρο 51 παρ. 9 εδάφ. τρίτο Α.Ν. 1854/51

10. Η γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής διαβιβάζεται με ολόκληρο το σχετικό φάκελο στην Υπηρεσία Συντάξεων και με βάση αυτή και τα άλλα στοιχεία εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

Άρθρο 51 παρ. 10 Α.Ν. 1854/51

11. Η οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται για τη σχέση του παθήματος με την υπηρεσία και άσχετα από τη θετική ή αρνητική γνώμη της για το θέμα αυτό υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για το βαθμό μείωσης της ικανότητας του παθόντος για εργασία σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 45.

Άρθρο 51 παρ. 11 Α.Ν. 1854/51

12. Από τους αστυνομικούς υπαλλήλους η αίτηση της παρ. 1 αυτού του άρθρου υποβάλλεται στο Αρχηγείο Αστυνομίας Πόλεων, το οποίο και διατάσσει αστυνομικό υπάλληλο για ενέργεια των ανακρίσεων σύμφωνα με την παρ. 3, με εφαρμογή κατά τα λοιπά και για τους αστυνομικούς υπαλλήλους των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων.

Άρθρο 51 παρ. 12 Α.Ν. 1854/51

13. (Καταργήθηκε με άρθρο 6 παρ. 5 Ν. 2227/94).

Άρθρο 51 παρ. 13 Α.Ν. 1854/51

14. Για να κριθεί το δικαίωμα σε σύνταξη αυτών που έπαθαν από τραύματα ή κακουχίες στο χρονικό διάστημα από 28ης Οκτωβρίου 1940 μέχρι 15ης Αυγούστου 1945 ή στον αγώνα κατά την κομμουνιστοσυμμοριτών εφαρμόζεται η διαδικασία που καθορίζεται από τους Α.Ν. 2650, 2665, 2666, 2734 του 1940, 2885/1941 και 835/1948, όπως οι νόμοι αυτοί τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν αργότερα, μπορεί όμως το όργανο που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί να ζητήσει τη συμπλήρωση των στοιχείων της διαδικασίας με οποιονδήποτε τρόπο ήθελε κρίνει αναγκαίο.

Άρθρο 27 παρ. 2 Ν. 1202/81

15. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης στην οικογένεια εκείνου που δολοφονήθηκε από τρομοκράτες ή άλλα άτομα για τη στρατιωτική του ιδιότητα ή την ενάσκηση των καθηκόντων του.

Άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 2320/95

16. Αν οι ανακρίσεις και το πόρισμα που αναφέρονται στα εδάφια πρώτο και δεύτερο της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού έχουν γίνει με βάση διατάξεις του Οργανισμού ή του Στρατιωτικού Κανονισμού του Υπουργείου στο οποίο υπαγόταν αυτός που έπαθε, η σχετική διαδικασία μπορεί να μην επαναληφθεί για τον κανονισμό της σύνταξης εφόσον το πόρισμα είναι θετικό, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη της υπηρεσίας του παθόντος.

Άρθρο 54
Επίδομα νόσου και ανικανότητας

Άρθρο 54 παρ. 1-3 Α.Ν. 1854/51, όπως τελικά οι παράγρ. 1-10 του άρθρου αυτού αντικατ. και αριθμήθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 2592/98, όπως τροποπ. με το άρθρο 5, παρ. 2 και 3, Ν. 3408/05

1. Στους πολιτικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς γενικά που δικαιούνται σύνταξη από πάθημα το οποίο προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας, παρέχεται μαζί με τη σύνταξη μηνιαίο προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα ανάλογα με τον από το πάθημα βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία, το οποίο υπολογίζεται στο μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά. σύμφωνα με τα παρακάτω:

Ανικανότητα 25-45% ποσοστό 2% 

Ανικανότητα 50-55% ποσοστό 2,5%

Ανικανότητα 60-65% ποσοστό 3%

Ανικανότητα 70-75% ποσοστό 3,5%

Ανικανότητα 80-95% ποσοστό 4%

Ανικανότητα 100% ποσοστό 4,5%

Το παραπάνω επίδομα προσαυξάνεται κατά 50% εφόσον πρόκειται γι' αυτόν που συνταξιοδοτείται από φυματίωση ή νόσο φυματιώδους φύσης ή για όποιον έχει υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία 80% και μεγαλύτερη, ο οποίος συγχρόνως δεν μπορεί σύμφωνα με τη γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής να εκτελέσει της στοιχειώδεις ανάγκες του χωρίς τη βοήθεια τρίτου προσώπου.

2. Με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου παρέχονται τα ίδια επιδόματα και όταν η σύνταξη του παθόντος κανονίζεται με βάση τα έτη της συντάξιμης υπηρεσίας του και καταβάλλεται ως μεγαλύτερη.

3. Αυτοί που εξέρχονται από την υπηρεσία για σωματική ή διανοητική ανικανότητα, η οποία δεν οφείλεται στην υπηρεσία, δικαιούνται το μισό επίδομα της παραγράφου 1 ύστερα από γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής για το βαθμό μείωσης της ικανότητάς τους για εργασία και τη φύση της νόσου από την οποία κρίθηκαν ανίκανοι, όταν συντρέχει περίπτωση νοσήματος.

4. Σ' αυτούς που συνταξιοδοτούνται γιατί έπαθαν εξαιτίας της υπηρεσίας απώλεια της όρασης και των δύο ματιών ή ακρωτηριασμό στα δύο χέρια ή στα δύο πόδια από το ύψος της κνήμης, παρέχεται και επίδομα το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό 50% στο μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

5. Σε αυτούς που συνταξιοδοτούνται γιατί έπαθαν εξαιτίας της υπηρεσίας: α) σπαστική ή υστερική παραπληγία, β) αχρηστία των δύο χεριών, γ) τραύμα του κρανίου που συνεπάγεται ανικανότητα 100% και δ) πολλαπλή αναπηρία από τις οποίες η μια 100% και οι υπόλοιπες τουλάχιστον 10%, καθώς και σε όσους έχουν δύο ή περισσότερες παθήσεις, καθεμία από τις οποίες συνεπάγεται αναπηρία 100%, παρέχεται και επίδομα που υπολογίζεται σε ποσοστό 40% στο μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

7. Το επίδομα της παραπάνω παραγράφου 5 δικαιούνται επίσης και οι πολιτικοί και στρατιωτικοί συνταξιούχοι, οι οποίοι έχουν ποσοστό μείωσης της ικανότητας για εργασία 100% από απώλεια της όρασης των δύο ματιών, η οποία διαπιστώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

8. Τα επιδόματα των προηγούμενων παραγράφων καταβάλλονται στους δικαιούχους εφόσον δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 5 του παραπάνω άρθρου 45.

Άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 1859/89 και αριθμ. με άρθρ. 3 παρ. 1 Ν. 2592/98

9. Τα επιδόματα ανικανότητας που παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4, 5, 6 και 7 του άρθρου αυτού δεν μπορούν, με συνυπολογισμό και των επιδομάτων της παραγράφου 1, να είναι μικρότερα ούτε μεγαλύτερα συνολικά από το ποσό των αντίστοιχων επιδομάτων που καταβάλλονται κάθε φορά σε στρατιωτικό ο οποίος έχει υποστεί την ίδια πάθηση και φέρει την ίδια ανικανότητα εξαιτίας της υπηρεσίας του σε πόλεμο.

 

Παρατήρηση: Οι διατάξεις αυτές ερμηνεύθηκαν αυθεντικά, σε συνδυασμό και με τις όμοιες των άρθρων 15 και 42, με την παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 2227/94, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:

«Η αληθής έννοια των διατάξεων των παρ. 7 του άρθρου 15, 6 του άρθρου 42 και 10 του άρθρου 54 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων είναι ότι η καταβολή, στους αναφερόμενους σε αυτές πολιτικούς και στρατιωτικούς της αυξημένης σύνταξης, επηρεάζει μόνο τη χορήγηση των τυχόν δικαιουμένων επιδομάτων ανικανότητας, που προβλέπονται από το άρθρο 54 του ως άνω Κώδικα, τα οποία κανονίζονται μαζί με τη σύνταξη και όχι τα επιδόματα, που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις, είτε αυτά βαρύνουν τα κοινωνικά προγράμματα του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είτε τους φορείς συνταξιοδότησής τους, προκειμένου για υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ.».

Άρθρο 5 παρ. 4 Ν. 3408/05

10. Το επίδομα της παραπάνω παραγράφου 5 δικαιούνται και τα πρόσωπα του προτελευταίου εδαφίου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 1, καθώς και αυτά του τέταρτου εδαφίου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 26.