ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 168 της 31.08.2007 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο «Κώδικας Πολεμικών Συντάξεων» των διατάξεων που ισχύουν για την απονομή των πολεμικών συντάξεων» (Α΄209).

ΚΩΔΙΚΑΣ
ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ 


(Για θέματα που δε ρυθμίζονται ρητά από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Βλ άρθρο 8 παρ 12 Ν 2592/98)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΟΡΙΣΜΟΙ
ΑΡΘΡΟ 1
Έννοια της πολεμικής σύνταξης

Άρθρο 2 περ. δ Ν 70/43, σε συνδ με το άρθρο 1 Ν 362/43

Πολεμικές συντάξεις με την έννοια αυτού του Κώδικα είναι:

α) Οι συντάξεις που έχουν απονεμηθεί σε αξιωματικούς και ανθυπασπιστές οι οποίοι δεν έχουν υπαχθεί στις ειδικές πολεμικές καταστάσεις καθώς και σε οπλίτες γενικά για πολεμικά τραύματα ή νοσήματα απότοκα των κακουχιών της στρατιωτικής υπηρεσίας στους πολέμους ή επιστρατεύσεις εφόσον η ανικανότητα από τα τραύματα ή νοσήματα παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους υπηρεσίας στους πολέμους ή επιστρατεύσεις ή μέσα σε ένα εξάμηνο το αργότερο από την απομάκρυνσή τους από τις τάξεις, ή, προκειμένου για οπλίτες που υπηρέτησαν και μετά τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης ή επιστράτευσης, μέσα σε ένα εξάμηνο από τη λήξη τους.

 

Άρθρο 2 περίπτ. α’ Α.Ν. 70/43.

β) Οι συντάξεις που έχουν απονεμηθεί στις οικογένειες των αξιωματικών, ανθυπασπιστών και οπλιτών γενικά και όσων εξομοιώνονται με αυτούς, που σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν στους πολέμους ή πέθαναν εξαιτίας πολεμικού τραύματος ή ασθένειας απότοκης της υπηρεσίας στους πολέμους ή επιστρατεύσεις, εφόσον πέθαναν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους υπηρεσίας στους πολέμους ή επιστρατεύσεις ή μέσα σε ένα εξάμηνο από την απομάκρυνση του στρατιωτικού από τις τάξεις ή, προκειμένου για όσους υπηρέτησαν και μετά τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης ή επιστράτευσης, μέσα σε ένα εξάμηνο από τη λήξη τους.

Άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 1240/44.

Ο περιορισμός του εξαμήνου δεν έχει εφαρμογή αν πρόκειται για αξιωματικούς ή ανθυπασπιστές που πέθαναν σε νοσοκομεία στα οποία είχαν εισαχθεί για νοσηλεία μέσα σε ένα εξάμηνο από την απομάκρυνση τους από το στράτευμα ή τον τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης.

Άρθρο 2 περίπτ. β’ Ν. 70/1943, όπως αντικατ. με το άρθρο 5 του ν. 1640/44.

γ) Οι συντάξεις των οικογενειών των αξιωματικών, ανθυπασπιστών και οπλιτών που πεθαίνουν σε ειδικές καταστάσεις, στις οποίες είχαν τεθεί, εξαιτίας πολεμικών τραυμάτων ή νοσημάτων απότοκων των κακουχιών του πολέμου.

Άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 812/43.

δ) Οι συντάξεις που έχουν απονεμηθεί σε τραυματίες Εθνικών Αγώνων και τις οικογένειες τους, καθώς και τις οικογένειες όσων σκοτώθηκαν σε τέτοιους αγώνες, οι συντάξεις των οικογενειών των εθελοντών που υπηρέτησαν σε εθελοντικά σώματα και σκοτώθηκαν στον πόλεμο, καθώς επίσης και οι συντάξεις των στρατιωτικών και των οικογενειών τους, εφόσον οι στρατιωτικοί αυτοί τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν σε συμπλοκές που είχαν σκοπό την άμυνα του εδάφους της πατρίδας.

 

Διευκρινιστική διάταξη σε σχέση με τη νομοθεσία που ισχύει.

ε) Οι πολεμικές συντάξεις που έχουν απονεμηθεί με άλλες διατάξεις σε εκείνους που έγιναν ανίκανοι και τις οικογένειες τους σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στις διατάξεις αυτές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
ΑΡΘΡΟ 3
Προσδιορισμός ανικανότητας - Αρμόδιο όργανο

Άρθρο 10 παρ. 1 εδαφ. πρώτο Ν. 2769/22 και 8 παρ. 1 του Ν. 3122/24, σε συνδ. με τα άρθρα 3 του Α.Ν. 2650/40 και 9 Α.Ν. 2734/40 και 4 παρ. 5 Α.Ν. 2885/41.

1. Η σύνταξη ανικανότητας παρέχεται με βάση γνωμοδότηση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία πρέπει να είναι σαφής και λεπτομερής και να προσδιορίζει επακριβώς σε εκατοστά, μέσα στα όρια του προσαρτημένου στον Κώδικα αυτόν πίνακα νόσων και αναπηριών, την πραγματική ανικανότητα του παθόντα και τη σχέση της με την υπηρεσία του στον πόλεμο ή την επιστράτευση.

Άρθρο 10 παρ. 1 εδαφ. δεύτερο Ν. 2769/22 και αρθρ. 8 παρ. 2 Ν. 3122/24, σε συνδ. με το αρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 2650/40.

2. Σε περίπτωση που συντρέχουν περισσότερες βλάβες η Επιτροπή προσδιορίζει χωριστά την από κάθε μία βλάβη ανικανότητα και ο συνολικός βαθμός ανικανότητας του παθόντα υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του επόμενου άρθρου κατά τον κανονισμό της σύνταξης.

ΑΡΘΡΟ 4
Προσδιορισμός ποσοστού αναπηρίας από πολλαπλές αναπηρίες.

Άρθρα 9 ν. 2769/22 και 7 του ν. 3122/24, σε συνδ. με τα
άρθρα 3 του Α.Ν. 2650/40 και 9 του Α.Ν. 2734/40.

1. Μόνο για τον κανονισμό της σύνταξης η μείωση της ικανότητας για εργασία, διαιρείται σε τμήματα από πέντε εκατοστά το καθένα και ο βαθμός αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτός που παριστάνεται με το τελευταίο εκατοστό του τμήματος στο οποίο περιλαμβάνεται.

 

2. Σε περίπτωση που συντρέχουν περισσότερες βλάβες, καμιά από τις οποίες δεν έχει ως αποτέλεσμα μείωση της ικανότητας για εργασία 100%, βαθμός της μείωσης είναι αυτός της βαρύτερης βλάβης, αυξημένος με το βαθμό της αμέσως επόμενης βαρύτερης βλάβης, ο οποίος υπολογίζεται στην ικανότητα του παθόντα που απομένει μετά την αφαίρεση του βαθμού της πρώτης μείωσης, αν ο βαθμός της βαρύτερης βλάβης έχει ως αποτέλεσμα μείωση τουλάχιστον 20%, ο βαθμός των επόμενων λογίζεται αυξημένος κατά ένα τμήμα για την αμέσως επόμενη βαρύτερη, κατά δύο για την τρίτη και τις επόμενες.

ΑΡΘΡΟ 5
Συντάξιμη αναπηρία

Άρθρα 7 Ν. 2769/ 22 και 5 του Ν. 3122/24, σε συνδ. με το άρθρο μόνο του Ν. 4/43.

 

1. Για τη θεμελίωση δικαιώματος πολεμικής σύνταξης απαιτείται διαρκής μείωση της ικανότητας για εργασία σε ποσοστό τουλάχιστον 10%, με την επιφύλαξη των διατάξεων με τις οποίες σε ειδικές περιπτώσεις το ποσοστό ανικανότητας ορίζεται μεγαλύτερο.

Άρθρα 14 παρ. 3 Ν. 2769/1922 και 11 παρ. 2 του Ν. 3122/ 24, σε συνδ. με το αρθρ. 2 παρ. 3 του Α.Ν. 2885/41.

2. Σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι υπάρχει σχετικά με το πάθημα βαρύ πταίσμα του παθόντα, δε γεννιέται δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητας.

 

ΤΜΗΜΑ Β’
ΠΟΛΕΜΟΙ 1897 – 1923

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

ΑΡΘΡΟ 6
Στρατιωτικοί
Δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητας που έχει επέλθει στους παλαιούς πολέμους έχουν:

Άρθρο 1 παρ. 1 περίπτ. β’ Ν. 2769/22.

 

α) Οι αξιωματικοί και οπλίτες, που διέπονται σε σχέση με τη σύνταξη από τις διατάξεις του Ν. 2769/1922 και οι οποίοι έγιναν ανίκανοι με τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 8.

Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 3122/24.

β) Οι έφεδροι οπλίτες από το βαθμό του επιλοχία, που συμπεριλαμβάνεται, και κάτω, οι οποίοι έγιναν ανίκανοι για εργασία, απόλυτα ή σχετικά, μόνιμα ή πρόσκαιρα, εξαιτίας τραυμάτων ή νοσημάτων, τα οποία λήφθηκαν ή προκλήθηκαν στους πολέμους και τις επιστρατεύσεις από το 1912 μέχρι το 1923, με την τήρηση των όρων του άρθρου 8.

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 3122/24.

Στους κληρωτούς οπλίτες, τους εθελοντές χωροφύλακες, και γενικά μόνιμους οπλίτες που έπαθαν κατά την παραπάνω περίοδο, παρέχεται δικαίωμα σε σύνταξη μόνο εφόσον η ανικανότητα ή ο θάνατος οφείλεται σε λοιμώδη νοσήματα ή σε γεγονός που συνέβη στη ζώνη των πολεμικών επιχειρήσεων.

 

Άρθρο 24 Ν. 3122/24.

Επίσης, δικαιούνται πολεμική σύνταξη ή αύξηση σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της περίπτωσης οι οπλίτες και αξιωματικοί που έγιναν ανίκανοι στους πολέμους και επιστρατεύσεις από το 1912 μέχρι το 1923.

Άρθρο μόνο Ν. 4758/30.

γ) Οι ανάπηροι οπλίτες ή οι οικογένειες οπλιτών, οι οποίοι σκοτώθηκαν ή πέθαναν στο χρόνο του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας, εφόσον υπηρετούσαν στο Στρατό του Εθνικού Κινήματος ή έπλεαν για κατάταξη σ’ αυτόν.

 

Σύμφωνα με τους ίδιους όρους δικαιούνται σύνταξη και οι ανάπηροι οπλίτες ή οι οικογένειες οπλιτών, που σκοτώθηκαν ή πέθαναν στις συμπλοκές που έγιναν εναντίον των Γερμανοβουλγάρων από τμήματα του Στρατού, που αντιστάθηκαν και δεν παραδόθηκαν σ’ αυτούς κατά την κατάληψη του οχυρού Ρούπελ και της Καβάλας.

ΑΡΘΡΟ 7
Ειδικές κατηγορίες
Δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητας, αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 8, έχουν επίσης:

Άρθρα 34 Ν. 2769/22 και

30 του Ν. 3122/24.

α) Οι επίτακτοι αξιωματικοί που διορίστηκαν σε πολεμικά πλοία καθώς και οι αξιωματικοί και τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων, που επιτάχθηκαν ή προσλήφθηκαν για υπηρεσία του κράτους ή εκτέλεσαν τέτοια υπηρεσία.

 

Για την εφαρμογή αυτής της περίπτωσης οι αξιωματικοί και τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων εξομοιώνονται ως εξής:

 

Οι πλοίαρχοι με υποπλοίαρχους.

 

Οι υποπλοίαρχοι και οι ανθυποπλοίαρχοι με ανθυποπλοίαρχους.

 

Αυτοί που έχουν δίπλωμα μηχανικού α’ τάξης με τους ανθυποπλοίαρχους και αυτοί που έχουν δίπλωμα μηχανικού β’ τάξης με τους σημαιοφόρους.

 

Αυτοί που έχουν δίπλωμα μηχανικού γ’ τάξης με τους αρχικελευστές.

 

Οι ναύκληροι και αρχιθερμαστές με τους κελευστές και οι υπόλοιποι με τους ναύτες.

Άρθρο 33 Ν.Δ. της

23/27.11.25 τελευταίο

εδάφιο.

β) Οι αξιωματικοί των εμπορικών πλοίων που δεν είχαν επιταχθεί, οι οποίοι έπαθαν από την έναρξη του Ευρωπαϊκού Πολέμου, εξαιτίας τορπιλισμού του πλοίου στο οποίο επέβαιναν, που θεωρείται κατά πλάσμα ως επιταγμένο.

Άρθρο 28

Ν. 3122/24.

γ) Οι ημερομίσθιοι τεχνίτες, οι τακτικοί εργάτες του πολεμικού Ναυτικού και οι πολιτικοί μάγειρες και οι υπηρέτες του, που εξομοιώνονται, μόνο για τον κανονισμό σύνταξης σύμφωνα με τον Κώδικα αυτόν, οι τεχνίτες και οι τακτικοί εργάτες με υποκελευστές, οι μάγειρες με δίοπους και οι υπηρέτες με ναύτες.

Άρθρο 4 παρ. 7 Ν. 70/43.

Η αναπροσαρμογή της πολεμικής σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 70/1943, όσων έχουν δικαιωθεί αυτή με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, γίνεται με βάση το βαθμό, με τον οποίο συνταξιοδοτούνταν κατά την ισχύ του νόμου αυτού, των δε ανάπηρων ναυτοπαίδων και των οικογενειών τους με βάση το βαθμό ναύτη.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ
ΑΡΘΡΟ 8
Όροι απόκτησης δικαιώματος

Άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 2769/1922 και
άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 3122/24.

1. Συνέπειες τραυμάτων, τα οποία λήφθηκαν σε πόλεμο ή επιστράτευση ή από ατύχημα κατά την εκτέλεση υπηρεσίας σε πόλεμο ή επιστράτευση, καθώς και συνέπειες νοσημάτων, που προκλήθηκαν ή επιδεινώθηκαν από κοπώσεις, κίνδυνους ή ατυχήματα που σχετίζονται με υπηρεσία σε επιστράτευση ή πόλεμο, παρέχουν στο στρατιωτικό, που έγινε ανίκανος από αυτά ή κρίθηκε βοηθητικός για τη στρατιωτική υπηρεσία, δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας.

Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 1 του Α.Ν. 3122/24.

2. Θεωρείται ότι σχετίζεται με την υπηρεσία και η μετακίνηση του στρατιωτικού για τον πόλεμο ή την επιστράτευση είτε λόγω άδειας, είτε για την επιστροφή στο σπίτι του μετά την απόλυση του από τις τάξεις του Στρατού και μέσα σε ένα μήνα από αυτή, ή αν πρόκειται για τους στρατιωτικούς των περιπτ. α’ του άρθρου 6 και β’ του άρθρου 7 μέσα σε δύο μήνες από αυτή.

Άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 3122/1924, σε συνδ. με το άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 2769/22.

3. Όλες οι ασθένειες, που πιστοποιήθηκαν κατά την περίοδο της υπηρεσίας του στρατιωτικού και έξι μήνες μετά την απόλυση του ή, αν πρόκειται για τους στρατιωτικούς των περιπτ. α’ του άρθρου 6 και β’ του άρθρου 7 μέσα σε ένα χρόνο από αυτή, θεωρούνται πως έχουν προέλθει ή επιδεινωθεί από οποιουσδήποτε κόπους ή ατυχήματα κατά την υπηρεσία τους στον πόλεμο ή την επιστράτευση, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο.

Άρθρο 4 παρ. 3 Ν. 3122/1924.

4. Χρόνια νοσήματα, τα οποία εκδηλώθηκαν μέσα σε έξι μήνες από την κατάταξη του στρατιωτικού, δεν θεωρούνται απότοκα πολέμου ή επιστράτευσης και συνεπώς δεν παρέχουν δικαίωμα σε σύνταξη, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο.

Άρθρο 6 Π.Δ. 8/11 Αυγούστου 1924.

5. Ως λοιμώδεις νόσοι που παρέχουν δικαίωμα σύνταξης θεωρούνται οι ακόλουθες: α) τυφοειδής πυρετός, β) παράτυφος, γ) υπόστροφος, δ) μελιταίος πυρετός, ε) εξανθηματικός τύφος, στ) ιλαρά, ζ) οστρακιά, η) ευλογιά, θ) χολέρα ασιατική, ι) δυσεντερία οποιασδήποτε φύσης, ια) διφθερίτιδα, ιβ) σπληνάνθρακας, ιγ) ερισίπελας, ιδ) σηψαιμικές και πυαιμικές λοιμώξεις. Στον όρο αυτό θα υπαχθούν και εκείνες οι τοπικές φλεγμονές, οι οποίες πολλές φορές χωρίς μόνιμη μικροβιαιμία λόγω έντονης τοξιναιμίας ή διαλείπουσας μικροβιαιμίας παροδικά έχουν κακό τέλος, όπως λ.χ. ψευδάνθρακας, διάχυτος με φλεγμονή. Επίσης θα υπαχθούν το κακόηθες οίδημα και η αεριογόνα γάγγραινα, οι κατά κυριολεξία σηψιγόνες αυτές φλεγμονές, ιε) μάλις, ιστ) τέτανος, ιζ) λύσσα (εκτός αν ο άνθρωπος αρνήθηκε την αντιλυσσική θεραπεία ή αν απέκρυψε το δάγκωμα), ιη) πανώλη, ιθ) εγκεφαλονωτιαία μηνιγγίτιδα (επιδημική ή οποιαδήποτε άλλης φύσης από στρεπτόκοκκο, σταφυλόκοκκο στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η φυματιώδης), κ) κακοήθεις ελώδεις πυρετοί και γενικά κακοήθης ελονοσία. Στον όρο αυτόν υπάγεται κάθε εκδήλωση με διαλείμματα συνεχιζόμενου ή σχεδόν συνεχιζόμενου πυρετού, κατά τη διάρκεια της οποίας εμφανίσθηκε κάποιο σύμπτωμα ή άθροισμα συμπτωμάτων, τα οποία όμως έχουν άμεση αιτιολογική σχέση με το ελοπαράσιτο του ΛΑΒΕΡΑΝ, κα) λοιμώδεις κακοήθεις ίκτεροι (εκτός εννοείται από τους κακοήθεις ίκτερους από προγενέστερη πάθηση του ήπατος) στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η ικτεροαιμορραγική σπεροχαίτωση ή νόσος του MATHIEU WAI, κβ) γρίπη, κγ) τριχοειδής βρογχίτιδα ή βρογχοπνευμονία οποιασδήποτε φύσης στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η οξεία φυματιώδης, κδ) οξεία κεχροειδής φυματίωση, κε) φυματίωση πνευμόνων (φυματ. εντερίτιδα, περιτονίτιδα, κ.λπ.), κστ) οξεία πλευρίτιδα πυώδης ή με σήψη γενική ή με εγκύστωση μεσολόβια ή διαφραγματική ή του μεσοθωράκιου, κζ) οξεία νεφρίτιδα, υδροπογόνα ή αζωθαμική (χωρίς οιδήματα) είτε δευτεροπαθής ύστερα από άλλη οποιαδήποτε νόσο ή πρωτοπαθής. Δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ οι οξείες νεφρίτιδες από δηλητηρίαση (τοξικές νεφρίτιδες, οξείες από υδράργυρο κ.λπ. καθώς και η οξεία συφιλιδική) κη) μυελίτιδα, κθ) ανιούσα οξεία λοιμώδης ή νόσος του LANDRY και λ) ληθαργική εγκεφαλίτιδα.

 

Άρθρο 8 Ν. 1872/44.

Κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων των αναπήρων και θυμάτων των παλαιών πολέμων σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τους ανάπηρους και τα θύματα του πολέμου 1940-41, η ασθένεια «πνευμονία» θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι περιλαμβάνεται στα λοιμώδη νοσήματα.

 

Άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με τα άρθρα 5 παρ. 1 του Ν. 3122/1924 και 6 του Ν. 1872/44.

6. Η σύνταξη παρέχεται αν από τα παραπάνω τραύματα ή νοσήματα επήλθε στον ανίκανο ή βοηθητικό μόνιμη μείωση της ικανότητας για εργασία τουλάχιστον 10% ή, σε περίπτωση έφεδρου αξιωματικού, ανθυπασπιστή ή αρχικελευστή, που δεν προέρχεται από αποστρατεία, αν επήλθε διαρκής μείωση της ικανότητας για συνέχιση του προηγούμενου επαγγέλματός του, και αν πρόκειται για μόνιμο αξιωματικό, ανθυπασπιστή ή αρχικελευστή, εφόσον έγινε ανίκανος μόνο για τη στρατιωτική υπηρεσία.

Άρθρο 7 παρ. 2 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 3122/1924.

 

Διαρκής μείωση της ικανότητας για εργασία θεωρείται ότι υπάρχει πάντα αν πρόκειται για παντελή στέρηση της όρασης και στα δύο μάτια και για ακρωτηριασμό ή παντελή αχρηστία ενός τουλάχιστον μέλους άκρου.

ΑΡΘΡΟ 9
Προσδιορισμός ανικανότητας

Άρθρο 9 παρ. 1 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 3122/1924.

Τα τραύματα και νοσήματα ή οι συνέπειές τους, που κατά το προηγούμενο άρθρο παρέχουν δικαίωμα σύνταξης, και το κατώτατο ή ανώτατο όριο της από αυτά μείωσης της ικανότητας για εργασία σε εκατοστά (1-100%), ορίζονται στον προσαρτημένο στον Κώδικα αυτόν πίνακα νόσων και αναπηριών.

ΑΡΘΡΟ 10
Αρμόδιο όργανο

Άρθρο 10 παρ. 1 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3122/1924.

1. Η σύνταξη ανικανότητας παρέχεται με βάση τη σύμφωνα με το άρθρο 3 γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής, η οποία μετά από εξέταση αυτού που έπαθε βεβαιώνει την ύπαρξη της βλάβης που παρέχει δικαίωμα σύνταξης και το μόνιμο ή όχι αυτής. Αν πρόκειται για παντελή στέρηση της όρασης και στα δύο μάτια ή για ακρωτηριασμό ή παντελή αχρηστία ενός τουλάχιστον μέλους άκρου, νοείται ότι υπάρχει διαρκής μείωση της ικανότητας για εργασία.

Άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 2769/1922.

2. Η μείωση της ικανότητας για εξακολούθηση του προηγούμενου επαγγέλματος των έφεδρων αξιωματικών, ανθυπασπιστών ή αρχικελευστών που δεν προέρχονται από αποστρατεία, δεν υπόκειται στη διαβάθμιση του πίνακα νόσων και αναπηριών, και η εκτίμηση της γίνεται κατ’ απόλυτη κρίση της οικείας Α.Υ. Επιτροπής με βάση τους υπόλοιπους ορισμούς του ίδιου πίνακα και τις ιδιαίτερες συνθήκες του προηγούμενου επαγγέλματος του παθόντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΘΡΟ 11


Διαδικασίες

Άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με το αρθρ. 11 παρ. 1 του Ν. 3122/1924.

Η πολεμική σύνταξη που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Νόμων 2769/1922 και 3122/1924 παρέχεται αν αποδειχθεί σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα ότι συντρέχουν οι όροι του άρθρου 8 αυτού του Κώδικα.

ΑΡΘΡΟ 12
Διαδικασία για όσους υπάγονται στο Ν. 2769/1922

1. Άρθρ. 16 παρ. 1 εδάφ. πρώτο και δεύτερο Ν. 2769/22, όπως αντικ. με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 1489/84.

1. Όσοι αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ του άρθρου 6 και α’ και β’ του άρθρου 7, που έπαθαν από τραύματα ή νοσήματα τα οποία προήλθαν λόγω της επιστράτευσης ή της υπηρεσίας τους στον πόλεμο, πρέπει να υποβάλουν την αίτηση τους για σύνταξη στον αρμόδιο Υπουργό που την παραπέμπει στον αρμόδιο Σωματάρχη, Κυβερνήτη ή Προϊστάμενο υπηρεσίας, ο οποίος οφείλει να χορηγήσει με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν σε αυτόν, κάθε χρήσιμη πληροφορία για τις περιστάσεις γενικά του παθήματος και απαραίτητα επίσημη πιστοποίηση για το Σώμα, το χρόνο και τον τόπο της υπηρεσίας τους.

 

Με φροντίδα του Υπουργού προκαλείται και κάθε αναγκαία πληροφορία από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την τυχόν νοσηλεία του στρατιωτικού, λόγω της πάθησης, για την ανικανότητά του για τη στρατιωτική υπηρεσία και για τους λόγους της απόλυσής του από τις τάξεις, αν αυτή είχε γίνει πριν υποβληθεί η αίτηση.

Άρθρ. 3 Β.Δ. της 17/21 Αύγ. 1922.

2. Η αίτηση όσων έπαθαν σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο συντάσσεται σε απλό χαρτί, περιέχει με λεπτομέρεια την υπηρεσία τους γενικά, τα Σώματα στα οποία υπηρέτησαν μέχρι την απόλυση τους, τον αριθμό της γνωμάτευσης της Επιτροπής από την οποία κρίθηκαν ανίκανοι, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σχετική με την πάθησή τους.

Άρθρ. 16 παρ. 1 εδαφ. τέταρτο Ν. 2769/22, όπως αντικ. με το τελευταίο εδαφ. της παρ. 1 του αρθ. 20 του Ν. 1489/84.

 

3. Σε περίπτωση που ο θάνατος αυτού που έπαθε ήταν άμεσος, η αίτηση υποβάλλεται από οποιονδήποτε δικαιούται σύνταξη.

Συνδετική διάταξη

4. Σχετικά με τη διαδικασία της Υγειονομικής εξέτασης εφαρμόζεται το άρθρο 16.

ΑΡΘΡΟ 13
Διαδικασία για όσους υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3122/1924

Άρθ. 12 παρ. 1 Ν. 3122/1924, όπως αντικατ. με το αρθ. 20 παρ. 2 του Ν. 1489/84.

1. Όσοι αναφέρονται στις περιπτώσεις β’ και γ’ του άρθρου 6 και γ’ του άρθρου 7, που έπαθαν από τραύματα ή νοσήματα τα οποία προήλθαν λόγω της επιστράτευσης ή της υπηρεσίας τους στον πόλεμο, πρέπει να υποβάλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους την αίτηση τους για σύνταξη που θα συνοδεύεται: α) από γνωμάτευση της Ανώτατης Στρατιωτικής ή Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής ή της αρμόδιας Επιτροπής Απαλλαγών που έκρινε τον παθόντα ανίκανο ή βοηθητικό για τη στρατιωτική υπηρεσία και β) από πιστοποιητικό της Διεύθυνσης Υγειονομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ή του Σωματάρχη ή άλλου αξιωματικού κάτω από τις διαταγές του οποίου υπηρέτησε ο παθών ή πιστοποιητικό που να έχει εκδοθεί από το φύλλο μητρώου, από το οποίο να προκύπτει ότι το πάθημα του οπλίτη προήλθε κατά το χρόνο της υπηρεσίας του στον πόλεμο ή στην επιστράτευση.

Άρθρ. 12 παρ. 2 Ν. 3122/1924.

2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν αυτά στις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές, η αίτηση διαβιβάζεται στον αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος την παραπέμπει στον αρμόδιο Σωματάρχη, Κυβερνήτη ή προϊστάμενο υπηρεσίας, που οφείλει να δώσει με βάση τα στοιχεία που έχει κάθε χρήσιμη πληροφορία για τις περιστάσεις γενικά του παθήματος και απαραίτητα για το χρόνο και τον τόπο της υπηρεσίας του. Με την επιμέλεια του Υπουργού προκαλείται και κάθε αναγκαία πληροφορία από τις αρμόδιες υπηρεσίες για την τυχόν νοσηλεία του στρατιωτικού λόγω της πάθησης, για την ανικανότητα του για τη στρατιωτική υπηρεσία και για τους λόγους της απόλυσης του από τις τάξεις του στρατού, αν αυτή είχε γίνει πριν από την υποβολή της αίτησης.

Άρθρ. 1 παρ. 1 Β.Δ. της 7/13 Φεβρ. 1936.

3. Για τον κανονισμό της σύνταξης σ’ αυτούς που τη δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3122/1924, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, απαιτείται ο τραυματισμός ή η πάθηση να αποδεικνύεται από επίσημα στοιχεία. Επίσημα στοιχεία θεωρούνται το αντίγραφο του φύλλου στρατολογικού μητρώου του οπλίτη, εφόσον οι μεταβολές είναι πλήρεις και έχουν καταχωρηθεί με βάση αναφορές μονάδων ή νοσοκομείων, πιστοποιήσεις Υπουργείου Στρατιωτικών ή Ναυτικών αν αυτές έχουν συνταχθεί ύστερα από αναφορές ή πιστοποιήσεις στρατιωτικών μονάδων ή νοσοκομείων και γενικά αναφορές ή πιστοποιήσεις στρατιωτικών μονάδων, που βεβαιώνουν για την υπηρεσία ή το πάθημα του οπλίτη, κ.λπ. επίσημα στοιχεία.

Άρθρ. 1 παρ. 2 Β.Δ. της 7/13 Φεβρ. 1936.

Σε περίπτωση που λείπουν τα παραπάνω στοιχεία και εφόσον τα αρχεία των στρατιωτικών Σωμάτων, στα οποία αυτοί υπηρετούσαν ή των στρατιωτικών νοσοκομείων στα οποία νοσηλεύθηκαν, δεν υπάρχουν σύμφωνα με επίσημη βεβαίωση γι’ αυτό ή σε περίπτωση που λείπει κάποιο στοιχείο, το οποίο κρίνεται απαραίτητο από τις συνταξιοδοτικές αρχές για τη μόρφωση ικανοποιητικής γνώμης για τον κανονισμό της σύνταξης, το αρμόδιο Υπουργείο διαβιβάζει την αίτηση μαζί με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβληθεί στον πρόεδρο των πρωτοδικών του τόπου, όπου κατοικεί μόνιμα αυτός που έκανε την αίτηση, για τη διενέργεια όσων ορίζονται στα επόμενα εδάφια.

 

 

Άρθρο 1 παρ. 3 Β.Δ. της 7/13 Φεβρ. 1936, όπως αντικ. με το αρθρ. 6 παρ. 1 και 2 Ν.Δ. 600/41.

Ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών αναθέτει σε κάποιον δικαστή του Πρωτοδικείου, στο οποίο προεδρεύει, τη διενέργεια ένορκων ανακρίσεων σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής Δικονομίας, για την εξακρίβωση των περιστάσεων του παθήματος του στρατιωτικού, της σχέσης του με τη στρατιωτική υπηρεσία και του χρόνου κατά τον οποίον εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά οι συνέπειές του.

 

Ο δικαστής εξετάζει μάρτυρες αυτεπάγγελτα ή με την υπόδειξη του ενδιαφερομένου.

 

Την ανάκριση των μαρτύρων, που διαμένουν εκτός της έδρας του δικαστή, μπορεί με παραγγελία του να διενεργήσει ανακριτικός υπάλληλος του τόπου, στον οποίο διαμένουν οι μάρτυρες αυτοί.

 

Άρθρο 1 παρ. 4 Β.Δ. της 7/13 Φεβρ. 1936.

Ο δικαστής μετά την περάτωση των ανακρίσεων τις υποβάλλει μαζί με αιτιολογημένο πόρισμα του, μέσω του Προέδρου Πρωτοδικών που παράγγειλε τη διενέργεια τους στο αρμόδιο Υπουργείο, υποβάλλει δε μαζί και επικυρωμένα απ’ αυτόν αντίγραφα των επίσημων αποδεικτικών της παραπάνω ιδιότητας των μαρτύρων που εξετάστηκαν, τα οποία προσκομίστηκαν σ’ αυτόν.

 

Τα παραπάνω εφαρμόζονται και σε περίπτωση που από τα επίσημα έγγραφα, τα οποία προσκομίζονται δεν αποδεικνύονται πλήρως οι περιστάσεις του τραυματισμού ή της πάθησης.

 

Άρθρ. 14 Ν. 3122/1924 σε συνδ. με το αρθρ. 1 παρ. 1 του Β.Δ. 7/13-2-1936.

4. Η ίδια διαδικασία τηρείται και όταν πρόκειται για παθόντες κατά την υπηρεσία τους στον πόλεμο ή την επιστράτευση από τραύματα ή νοσήματα, των οποίων όμως οι συνέπειες εκδηλώθηκαν μετά τη απόλυσή τους από τις τάξεις του Στρατού και μέσα σε έξι μήνες από αυτή, μετά από σχετική αίτηση τους που υποβάλλεται, με ποινή απαραδέκτου, μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της ισχύος του Ν. 3122/1924.

Άρθρ. 12 παρ. 6 Ν. 5. 3122/24, όπως τροποποιήθηκε με τις διατ. του αρθρ. 20 παρ. 2 του Ν. 1489/ 84.

5. Σε περίπτωση θανάτου αυτού που έπαθε σύμφωνα με τα παραπάνω πριν από την υποβολή της αίτησης από τον ίδιον, αυτή υποβάλλεται από οποιονδήποτε δικαιούται σύνταξη.

Συνδετική διάταξη

6. Σχετικά με τη διαδικασία της υγειονομικής εξέτασης εφαρμόζεται το άρθρο 16.

ΑΡΘΡΟ 14
Διαδικασία για όσους διαμένουν στο Εξωτερικό

Άρθρ. 15 παρ. 1 Ν. 3122/1924, σε συνδ. με το αρθρ. 1 παρ. 9 Β.Δ. 7/13.2.1936.

1. Για όσους υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3122/1924 και διαμένουν στο Εξωτερικό, η αίτηση υποβάλλεται στην οικεία προξενική αρχή, που έχει την έδρα της στην χώρα στην οποία αυτοί διαμένουν και τις σχετικές ανακρίσεις διενεργεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 13, ο αρμόδιος πρόξενος ο οποίος και ορίζει τριμελή επιτροπή από επιστήμονες ιατρούς για εξέταση του παθόντα.

 

Η Επιτροπή αυτή σε ειδική έκθεση της περιγράφει με λεπτομέρειες το είδος του νοσήματος και το χρόνο που αυτό εκδηλώθηκε και αποφαίνεται αιτιολογημένα για τη σχέση του παθήματος με το χρόνο της υπηρεσίας στον πόλεμο ή την επιστράτευση.

Άρθρ. 15 παρ. 2 Ν. 3122/1924, σε συνδ. με το αρθρ. 1 παρ. 10 του Β.Δ. 7/13-2-1936.

2. Οι ανακρίσεις μαζί με την παραπάνω έκθεση υποβάλλονται στο οικείο Υπουργείο για τη διενέργεια όσων ορίζονται στο άρθρο 16.

Άρθρ. 15 παρ. 3 Ν. 3122/1924.

3. Η δαπάνη για τη διενέργεια της ιατρικής εξέτασης βαρύνει το Δημόσιο.

ΑΡΘΡΟ 16
Διαδικασία Υγειονομικής Εξέτασης

Άρθρ. 16 παρ. 2 Ν. 2769/1922 και 12 παρ. 3 του Ν. 3122/24, σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ. 6 του Β.Δ. 7/13-2-36

1. Ο συνταξιοδοτικός φάκελος, που σχηματίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 12, 13 και 14, διαβιβάζεται στην οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, η οποία ύστερα από εξέταση του παθόντα αποφαίνεται με πλήρη και αιτιολογημένη γνωμάτευσή της για το είδος του παθήματος, αν αυτό οφείλεται σε πολεμικό τραύμα ή τη στρατιωτική του υπηρεσία στην επιστράτευση, για το χρόνο της εκδήλωσης του παθήματος και για το βαθμό ανικανότητας.

 

Μη προσέλευση του παθόντα στην ανωτέρω Επιτροπή επιτρέπεται μόνο για λόγους υγείας, που πιστοποιούνται με αίτηση του ενδιαφερομένου από βεβαίωση του Διευθυντή του πλησιέστερου στην κατοικία του στρατιωτικού ή ναυτικού νοσοκομείου ή άλλου υγειονομικού αξιωματικού, ο οποίος διατάσσεται γι’ αυτό από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.

 

 

Άρθρ. 16 παρ. 3 Ν. 2769/1922 και αρθρ. 12 παρ. 4 Ν. 31221 24, σε συνδ. με το αρθρ. 1 παρ./7 του Β.Δ. 7/13-2-1936.

2. Η οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή για την έκδοση της γνωμάτευσης της μπορεί να ζητήσει είτε συμπλήρωση ανακρίσεων ή πληροφορίες από οποιαδήποτε δημόσια ή άλλη αρχή, που είναι χρήσιμες για τη διαμόρφωση της κρίσης της, αν δεν παρέχονται επαρκή στοιχεία για διαμόρφωση της γνώμης της, από τη στιγμή όμως που έχει αποφανθεί, δεν μπορεί να επανέλθει, εκτός αν προκληθεί γι’ αυτό με πράξη ή απόφαση των οργάνων που δικαιοδοτούν για τις συντάξεις.

Άρθρο 2 του Ν.Δ. 18/20-9-1926.

3. Η γνωμάτευση της παραπάνω Επιτροπής διαβιβάζεται με ολόκληρο το φάκελο στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και είναι υποχρεωτική για τα όργανα που αποφασίζουν ή δικαιοδοτούν για τις συντάξεις μόνο όταν με αυτή κρίνονται περιστατικά που ανάγονται στην ιδιάζουσα γνώση της ιατρικής επιστήμης και είναι ομόφωνη.

Άρθρα 16 παρ. 4 Ν. 2769/1922 και 12 παρ. 5 Ν. 3122/1924, σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ. 8 του Β.Δ. 7/13-2-36.

4. Τα παραπάνω όργανα κρίνουν ελεύθερα για τα περιστατικά του παθήματος του στρατιωτικού, έχοντας υπόψη το πόρισμα του δικαστή που έκαμε την ανάκριση, τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις που έχουν ληφθεί και τη γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής.

Άρθρο 6 παρ. 3 του Ν.Δ. 600/41.

5. Δε χρειάζεται γνωμάτευση της παραπάνω Επιτροπής αν πρόκειται για έφεδρους οπλίτες καθώς και για κληρωτούς ή εθελοντές χωροφύλακες, που προσβλήθηκαν ή πέθαναν από λοιμώδη νοσήματα, εφόσον το πάθημά τους ή ο θάνατος επήλθε κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους σε πόλεμο ή επιστράτευση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ
ΑΡΘΡΟ 17
Χήρα σύζυγος και ορφανά

1. Αν αυτός που πέθανε, από όσους αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7, αφού είχε αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη ή σκοτώθηκε ή πέθανε ή εξαφανίστηκε με τους όρους των άρθρων 6, 7, 8 και 15 ήταν έγγαμος δικαιούται σε σύνταξη:

Άρθρα 20 και 21 παρ. 1 Ν. 2769/22.

α) Η χήρα σύζυγος

 

αα) Αυτών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ του άρθρου 6 και α’και β’ του άρθρου 7, με την προϋπόθεση ότι ο γάμος τελέστηκε πριν από το τραύμα ή την αναμφισβήτητη εκδήλωση του νοσήματος, εκτός αν γεννήθηκε παιδί από αυτό το γάμο, οπότε η χήρα δικαιούται σε σύνταξη και χωρίς να συντρέχει αυτός ο όρος.

Άρθρα 17 περιπ. α’ και 20 περιπ. α’ Ν. 3122/24.

ββ) Των υπολοίπων, ανεξάρτητα αν ο γάμος τελέσθηκε πριν ή μετά τον τραυματισμό ή την αναμφισβήτητη εκδήλωση του νοσήματος, από το οποίο ο σύζυγος πέθανε.

Άρθρο 20 Ν. 2769/22, σε συνδ. προς τα αρθρ. 17 περ. β’ Ν. 3122/24 και αρθρ. 4 παρ. 2 Ν. 955/79, όπως αντικ. με το αρθ. 3 παρ. 1 του Ν. 1813/88.

β) Τα παιδιά είτε γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίστηκαν, αν τα αγόρια είναι ανήλικα και άγαμα και τα κορίτσια άγαμα.

Διευκρινιστική διάταξη από τη νομοθεσία που ισχύει.

Σχετικά με τη συνταξιοδότηση των θετών παιδιών, των παιδιών που φοιτούν σε Ανώτατες ή Ανώτερες Σχολές, των ενήλικων παιδιών αλλά ανίκανων για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος και των διαζευγμένων θυγατέρων εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 35.

Άρθρα 17 περίπ. γ’ 2. και 18 παρ. 1 περίπ. γ’ του Ν. 3122/24, σε συνδ. με το αρθ. 24 παρ. 1 του Ν. 2769/22.

 

2. Αν στις παραπάνω περιπτώσεις κατά το θάνατο του στρατιωτικού υπάρχει και χήρα μητέρα, συμμετέχει και αυτή στη σύνταξη σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 96, εφόσον δεν έχει άλλο ενήλικο αγόρι, συζούσε δε και συντηριόταν από το στρατιωτικό γιο της που πέθανε, εκτός αν πρόκειται γι’ αυτούς που υπάγονται στις περιπτώσεις α’ του άρθρου 6 και α’ και β’ του άρθρου 7, οπότε δεν απαιτείται ο όρος αυτός.

 

Άρθρο 24 παρ. 3 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με το άρθρο 15 παρ. 1 εδ. δεύτερο Ν. 3122/24.

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για τη φυσική μητέρα, αν αυτή ήταν κατά το θάνατο του γιου της άγαμη ή

χήρα.

Άρθρο 38 παρ. 2 Β.Δ. 31-10-1935, όπως αντί κατ. από το αρθρ. 7 παρ. 1 και 2 Α.Ν. 2835/41.

 

Το σύμφωνα με τα παραπάνω δικαίωμα της χήρας μητέρας, παραμένει και αν ακόμα η χήρα σύζυγος και τα τέκνα δεν υπάρχουν ή χάσουν το δικαίωμα σε σύνταξη ή και όταν δε θεμελιώνουν δικαίωμα σε σύνταξη. Στην περίπτωση αυτή η χήρα μητέρα δικαιούται το 1/4 του μεριδίου της χήρας συζύγου.

Συνδετ. διάταξη

3. Σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς παιδιά, του πατέρα, της χήρας μητέρας, των άγαμων κοριτσιών αδελφών και των ανήλικων και άγαμων αγοριών αδελφών αυτού που πέθανε, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 35 και του άρθρου 36.

ΑΡΘΡΟ 18
Πατρική οικογένεια

Άρθρο 23 παρ. 1 Ν. 2769/1922, σε συνδ. με τα άρθρα 19 παρ. 1 και 208 Ν. 3122/1924 και 23 παρ. 1 και 6 Ν.Δ. 23/27-11-25.

1. Αν αυτός από όσους αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7 πέθανε αφού είχε αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη ή σκοτώθηκε ή πέθανε ή εξαφανίστηκε με τους όρους των άρθρων 6, 7, 8 και 15, ήταν άγαμος ή χήρος χωρίς παιδιά, δικαιούνται σε σύνταξη:

[…]

 

γ) Οι κατά το χρόνο του θανάτου του ορφανές από πατέρα άγαμες αδελφές ή ανήλικοι άγαμοι αδελφοί, καθώς και οι κατά το χρόνο του θανάτου ενήλικοι άγαμοι αδελφοί, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

 

Η ανικανότητά τους βεβαιώνεται σύμφωνα με αυτά που ορίζονται στην περίπ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 17.

Άρθρο 23 παρ. 2 Ν. 2769/1922.

Ειδικά οι αδελφοί αυτών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ του άρθρου 6 και α’ και β’ του άρθρου 7, δικαιούνται σύνταξη μόνο αν είναι ορφανοί από πατέρα ή αν τον έχασαν μέσα σε μία διετία από το θάνατο του αδελφού τους.

Άρθρο 23 παρ. 4 Ν. 2769/1922 και Ν.Δ. της 23/27-11-1925, σε συνδ. με αρθρ. 19 παρ. 4 Ν. 31227 24.

2. Όταν πεθάνει ο πατέρας η σύνταξη του μεταβιβάζεται ολόκληρη στη χήρα μητέρα και τους παραπάνω τυχόν αδελφούς και αδελφές και αν δεν υπάρχει χήρα μητέρα ή έχει κηρυχθεί άφαντη ή έχει χάσει το δικαίωμα σε σύνταξη ή πέθανε αργότερα, περιέρχεται ολόκληρη στους αδελφούς ή στις αδελφές.

 

Άρθρο 19 παρ. 8 Ν. 3122/1924 και 24 παρ. 1 εδ. δεύτερο Ν.Δ. 23/27-11-1925.

 

3. Αν ο στρατιωτικός που πέθανε άφησε στη ζωή γονείς που είχαν πάρει νόμιμα διαζύγιο, έχει δικαίωμα σε σύνταξη εκείνος από τους γονείς με τον οποίο συζούσε αποδεδειγμένα ή τον συντηρούσε ή τον προστάτευε πριν από το θάνατό του.

ΑΡΘΡΟ 23
Αδυναμία έκδοσης πιστοποιητικών - Λοιπά δικαιολογητικά

Άρθρ. 4 Π.Δ. 8/11-8-1924.

1. Αν οι αρχές του προηγούμενου άρθρου δεν μπορούν να εκδώσουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά γιατί δεν υπάρχουν τα σχετικά στοιχεία, μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν βεβαίωση τριών ευυπόληπτων μαρτύρων, που να βεβαιώνουν ενόρκως ενώπιον του Ειρηνοδικείου για τα παραπάνω θέματα. Σ’ αυτή την ένορκη βεβαίωση πρέπει να επισυνάπτεται απαραίτητα πιστοποίηση της αρμόδιας δημοτικής ή κοινοτικής αρχής για την αδυναμία της έκδοσης του πιστοποιητικού.

 

Αυτή η πιστοποίηση δεν είναι απαραίτητη όταν πρόκειται για πρόσφυγες.

 

Άρθρ. 5 Π.Δ. 8/11-8-24.

2. Σε όλες τις αιτήσεις των αναπήρων και οικογενειών για την απονομή σύνταξης πρέπει να επισυνάπτεται απαραίτητα πιστοποίηση στρατιωτικής αρχής, που να αποδεικνύεται ότι ο στρατιωτικός ήταν κληρωτός, έφεδρος ή μόνιμος.

Άρθρ. 24 Α.Ν. 1635/39

3. Η αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης, επιδόματος ή βοηθήματος ή για πληρωμή αυτών που αναγνωρίστηκαν ή καθυστερούνται, αν υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή από τρίτο πρόσωπο, δεν έχει κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε λαμβάνεται υπόψη, αν δεν επισυνάπτεται σ’ αυτή ειδικό πληρεξούσιο, που να παρέχει την ειδική εντολή για την επιδίωξη όσων αναφέρονται στην αίτηση.

ΤΜΗΜΑ Γ’
ΠΟΛΕΜΟΙ 1940 ΩΣ 1950 - ΚΟΡΕΑΣ – ΚΥΠΡΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΠΟ ΙΔΙΟ ΠΑΘΗΜΑ
ΑΡΘΡΟ 24
Δικαίωμα σύνταξης από ίδιο πάθημα περιόδου 1940-1945


1. Δικαίωμα πολεμικής σύνταξης από πάθηση που οφείλεται στην εμπόλεμη περίοδο 1940-45, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 1-5 του Κώδικα αυτού, έχουν:

Άρθρο 2 παρ. 1 Α.Ν. 2650/1940, όπως αντικ. με αρθ. Ν.Δ. 1260/42.

α) Οι οπλίτες που έγιναν διαρκώς ανίκανοι γιατί τραυματίστηκαν στον πόλεμο.

Άρθρ. 2 παρ. 1 A.M. 2734/1940.

β) Οι οπλίτες γενικά του στρατεύματος, που έγιναν οριστικά ανίκανοι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους υπηρεσίας στον πόλεμο από νόσημα που προήλθε από τις κακουχίες του πολέμου.

Άρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 362/43.

γ) Οι μόνιμοι και οι έφεδροι αξιωματικοί, οι οποίοι έγιναν ανίκανοι για τη στρατιωτική υπηρεσία, εξαιτίας πολεμικού τραύματος ή νοσήματος που προήλθε από τις κακουχίες του πολέμου 1940-41 και οι οποίοι για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 4506/1930, όπως αυτός τροποποιήθηκε αργότερα.

Άρθρ. 3 παρ. 1 Ν. 812/43.

δ) Οι έφεδροι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές, που μειώθηκε η ικανότητα τους για εργασία σε ποσοστό πάνω από 10% (διαρκής αναπηρία) εξαιτίας πολεμικού τραύματος ή νόσου που προήλθε από τις κακουχίες του πολέμου 1940-41, έστω και αν δεν έγιναν ανίκανοι για τη στρατιωτική υπηρεσία.

Άρθρ. 3 παρ. 3 Ν. 812/43.

Γνωματεύσεις της Α.Σ.Υ. Επιτροπής που εκδόθηκαν με τη διαδικασία του Ν. 4506/1930, όπως αυτός τροποποιήθηκε αργότερα, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 812/43 (20-10-1943) θεωρούνται ισχυρές σχετικά με το βαθμό αναπηρίας που καθορίστηκε με αυτές.

Άρθρ. 1 Ν. 447/43.

ε) Οι στρατιωτικοί γενικά, σε ενέργεια ή έφεδροι, οι οποίοι υπηρέτησαν στο στρατό κατά τον πόλεμο 1940-41 και έγιναν διαρκώς ανίκανοι εξαιτίας οποιουδήποτε γεγονότος που οφείλεται στη γενική εμπόλεμη κατάσταση και έλαβε χώρα μέχρι τις 13 Αυγούστου 1941 ή και μετά από αυτή τη χρονολογία, εφόσον πρόκειται για γεγονός που έλαβε χώρα κατά την επιστροφή τους σε άλλα τμήματα της χώρας από τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, τα οποία καταλήφθηκαν. Για την εξακρίβωση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβαν χώρα τα γεγονότα του προηγούμενου εδαφίου, ενεργείται ένορκη διοικητική εξέταση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 60 του δ/τος της 31-10-1935.

Άρθρο 1 Ν. 1640/ 44, σε συνδ. με το αρθρ. 1 Ν. 812/1943

στ) Οι στρατιωτικοί σε ενέργεια γενικά και αυτοί που εξομοιώνονται με αυτούς, οι οποίοι έπαθαν εξαιτίας οποιουδήποτε γεγονότος που οφείλεται στη γενική εμπόλεμη κατάσταση και έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τη λήξη της γενικής εμπόλεμης κατάστασης, καθώς επίσης και οι στρατιωτικοί στην ενέργεια γενικά και όσοι εξομοιώνονται με αυτούς οι οποίοι τραυματίστηκαν εξαιτίας της δράσης αναρχικών στοιχείων.

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1640/1944.

Στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται και οι στρατιωτικοί γενικά σε εφεδρεία από μόνιμους ή από έφεδρους, εφόσον το γεγονός που τους έκαμε ανίκανους έχει άμεση σχέση με την ιδιότητά τους ως έφεδρων στρατιωτικών, η δε σχέση αυτή θα πρέπει ν’ αποδεικνύεται με βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ή του Υπουργείου Εσωτερικών.

Άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1640/1944.

Η σύνταξή τους κανονίζεται με βάση το βαθμό που φέρουν στην εφεδρεία.

Άρθρο 7 Α.Ν. 2650/ 40.

ζ) Οι στρατιωτικοί οι οποίοι τραυματίστηκαν κατά τον τορπιλισμό του εύδρομου «Έλλη» στην Τήνο.

Άρθρο 2 παρ. 1 Α.Ν. 2665/40, όπως αντικ. με αρθρ. 14 Α.Ν. 2734/40 σε συνδ. με αρθρ. 5 Ν. 812/43.

 

η) Οι μόνιμοι και έφεδροι οπλίτες χωροφυλακής, αστυφύλακες και αρχιφύλακες Αστυνομίας Πόλεων, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι από τραύματα που προήλθαν από αεροπορική επιδρομή ή άλλη πολεμική ενέργεια, οι αρχιπυροσβέστες, πυροσβέστες, οδηγοί και τεχνίτες πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι από τραύματα που έλαβαν από αεροπορική επιδρομή ή από ατύχημα, το οποίο συνέβη κατά την κατάσβεση πυρκαϊάς που προκλήθηκε από τέτοια επιδρομή, καθώς και όλοι οι παραπάνω που έγιναν οριστικά ανίκανοι από νόσημα απότοκο των κακουχιών της υπηρεσίας τους στον πόλεμο.

 

Άρθρο 2 παρ. 4 Α.Ν. 2665/40.

Οι έκτακτοι πυροσβέστες, οδηγοί και τεχνίτες του Πυροσβεστικού Σώματος καθώς και οι οικογένειες τους δικαιούνται σύνταξη εφέδρου.

Άρθρο 4 παρ. 1 Α.Ν. 2665/40 σε συνδ. με αρθρ. 3 αυτού.

θ) Οι υπάλληλοι του Σώματος Αστυνομίας Πόλεων από το βαθμό υπαστυνόμου Β’ τάξης, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται, και ανώτερου, καθώς και αυτοί του Πυροσβεστικού Σώματος από τους βαθμούς σταθμάρχη β’, αρχιοδηγού β’ και αρχιτεχνίτη β’, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται, και ανώτερων, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι για εκτέλεση της υπηρεσίας τους ή ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος από τραύμα που προήλθε από αεροπορική επιδρομή ή από ατύχημα, το οποίο συνέβη κατά την κατάσβεση πυρκαϊάς που προκλήθηκε από τέτοια επιδρομή ή οποιαδήποτε άλλη πολεμική ενέργεια.

 

 

Άρθρο 7 παρ. 1 εδαφ. πρώτο Ν. 1640/44.

ι) Αυτοί οι οποίοι θεωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν ότι επιστρατεύτηκαν στρατιωτικά κατά τη διάρκεια του πολέμου 1940-41, εφόσον η υπηρεσία τους κατά τον πόλεμο εθεωρείτο σύμφωνα με το νόμο ως στρατιωτική υπηρεσία και εφόσον απολύθηκαν από την υπηρεσία που εκτελούσαν πριν, επειδή έγιναν οριστικά ανίκανοι για την εκτέλεσή της.

Άρθρο 7 παρ. 1 εδάφ. δεύτερο Ν. 1640/44.

Αν αυτοί δεν υπηρετούσαν σε οργανωμένη υπηρεσία ή επιχείρηση ή αν έπαυσαν να υπάρχουν οι υπηρεσίες ή επιχειρήσεις στις οποίες υπηρετούσαν, αντί για την απόλυση, αρκεί γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής για το ότι αυτοί έγιναν οριστικά ανίκανοι για άσκηση του προηγούμενου επαγγέλματός τους.

Άρθρο 9 Ν.Δ. 1294/ 42.

ια) Οι Έλληνες πολίτες που υπηρετούσαν στα πλωτά μέσα τα οποία επιτάσσονται για τις ανάγκες του Κράτους εφόσον έγιναν ανίκανοι εξαιτίας τραύματος που έλαβαν στον πόλεμο ή νοσήματος που προήλθε από τις κακουχίες αυτής τους της υπηρεσίας.

 

Για τον καθορισμό του ποσού της σύνταξης αυτοί εξομοιώνονται με το προσωπικό του στρατού της θάλασσας, σύμφωνα με την αντιστοιχία του άρθρου 100 του Κώδικα αυτού.

Άρθρο 7 Α.Ν. 2665/40.

ιβ) Οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι και το βοηθητικό προσωπικό, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι για την υπηρεσία από τραύματα που έλαβαν από αεροπορική επιδρομή ή οποιαδήποτε άλλη πολεμική ενέργεια.

Άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 1119/1946.

ιγ) Οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι και το βοηθητικό προσωπικό, οι στρατιωτικοί γενικά και όσοι εξομοιώνονται με αυτούς, που έγιναν οπωσδήποτε ανίκανοι εξαιτίας τραυμάτων, κακώσεων ή κακουχιών που οφείλονται σε πράξεις του εχθρού ή σε οποιαδήποτε δράση ένοπλων οργανώσεων ή ομάδων, που σχετίζεται με την αντίσταση κατά του εχθρού ή τις εσωτερικές διαμάχες που αναπτύχθηκαν κατά την κατοχή της χώρας ή μετά την απελευθέρωση, εφόσον οι πράξεις αυτές ή η δράση έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής και μέχρι τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης για την Ελλάδα.

 

Άρθρο 3 παρ. 1

A.Ν. 1119/1946.

Έκτακτοι ή προσωρινοί ή με σύμβαση δημόσιοι υπάλληλοι και το βοηθητικό προσωπικό, που έπαθαν με τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εξομοιώνονται με στρατιώτες που έπαθαν στον πόλεμο και δικαιούνται σύνταξη.

Άρθρο 5 Ν. 1769/51.

ιδ) Οι Έλληνες το γένος εκπαιδευτικοί που κατάγονται από τη Δωδεκάνησο, οι οποίοι έπαθαν κατά το διάστημα του τελευταίου πολέμου, εξομοιώνονται με τους τακτικούς δημόσιους υπαλλήλους που έπαθαν στο κράτος με τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας που ισχύει για τις πολεμικές συντάξεις.

Άρθρο 2 παρ. 1 Α.Ν. 1119/1946.

ιε) Οι στρατιωτικοί οι οποίοι δεν είναι σε ενέργεια και οι πρώην τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι ή όχι, οι οποίοι έπαθαν με τις προϋποθέσεις της περίπτωσης ιγ’ του άρθρου αυτού θεωρούνται ότι είναι στην υπηρεσία κατά το χρόνο του παθήματος, εφόσον αυτό έχει άμεση σχέση με την ιδιότητά τους ως στρατιωτικών ή πρώην υπαλλήλων. Όταν πρόκειται για συνταξιούχο ο οποίος έπαθε, αυτός θεωρείται ότι έχει αποκτήσει το βαθμό του οποίου τη σύνταξη δικαιώθηκε.

Άρθρο μόνο Α.Ν. 510/45 σε συνδ. με το αρθ. 7 Α.Ν. 1939/51.

 

2. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού η εμπόλεμη κατάσταση η οποία άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940 θεωρείται ότι έληξε τα μεσάνυκτα της 15ης προς τη 16η Αυγούστου 1945.

ΑΡΘΡΟ 25
Πολιτικώς επιστρατευμένοι

Άρθρο 2 παρ. 1 Α.Ν. 2666/1940, σε συνδ. με τα άρθρα 2 και 5 Ν. 812/43, όπως ισχύουν μετά τον Α.Ν. 1512/50.

Πολίτες οι οποίοι τελούν σε πολιτική επιστράτευση, τα μέλη της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας που είναι σε διατεταγμένη υπηρεσία, καθώς και οι εθελοντές αδελφές - νοσοκόμες, που γίνονται διαρκώς ανίκανοι εξαιτίας τραύματος που οφείλεται πρόδηλα και αναμφισβήτητα στην εκτέλεση της υπηρεσίας τους αυτής ή από νόσημα το οποίο προήλθε από τις κακουχίες της υπηρεσίας τους στον πόλεμο, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο με την τήρηση των διατάξεων των άρθρων 1 και 5 του Κώδικα αυτού.

Άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 812/1943, σε συνδ. με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 812/43.

 

Για τον υπολογισμό της σύνταξής τους αυτοί εξομοιώνονται με στρατιώτες.

ΑΡΘΡΟ 26
Δικαίωμα σε σύνταξη εμπόλεμης περιόδου 1945-1950


1. Δικαίωμα πολεμικής σύνταξης από πάθηση που οφείλεται στην εμπόλεμη περίοδο 1945-50, έχουν, αφού τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 1-5 του Κώδικα αυτού:

Άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 835/1948, σε συνδ. με το αρθ. 2 παρ. 1 Ν.Δ. 2704/53

α) Οι στρατιωτικοί γενικά, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εξ απονομής βαθμού αξιωματικοί και λοιποί βαθμοφόροι και αυτοί που ανήκαν σε Μονάδες Άμυνας Υπαίθρου ή παρεμφερείς Μονάδες, οι οποίες συγκροτήθηκαν από το Γενικό Επιτελείο Στρατού για την εμπέδωση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι υπάλληλοι της Αστυνομίας Πόλεων και τα τακτικά, έκτακτα, προσωρινά ή αναπληρωματικά όργανα της αγροτικής ασφάλειας οι οποίοι καθίστανται ανίκανοι εξαιτίας τραυμάτων που τους προκλήθηκαν: αα) σε συγκρούσεις κατά των ανταρτών ή συμπλοκές, ββ) εξαιτίας ατυχημάτων ή βίαιων περιστατικών, τα οποία έχουν άμεση σχέση με τις ενέργειες των εθνικών ένοπλων δυνάμεων για την εμπέδωση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και γγ) εξαιτίας οποιασδήποτε δράσης ανατρεπτικών στοιχείων της έννομης τάξης και εφόσον οι παραπάνω πράξεις έλαβαν χώρα από τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης (15 Αυγούστου 1945) μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1950.

 

 

Άρθρο 1 παρ. 2 Α.Ν. 835/1948.

β) Οι στρατιωτικοί γενικά, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι εξαιτίας οποιουδήποτε νοσήματος, που προήλθε από τις κακουχίες των επιχειρήσεων οι οποίες διεξάγονται εναντίον των ανταρτών, αφού τηρηθούν και όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 44 και εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έλαβαν χώρα από 15 Αυγούστου 1945 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1950.

Άρθρ. 2 παρ. 5 Α.Ν. 835/1948.

Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζεται και για τους στρατιωτικούς αυτής της περίπτωσης.

Άρθρ. 5 παρ. 1 Α.Ν. 835/1948.

γ) Όλοι οι πολίτες οι οποίοι δεν είχαν στρατευθεί, ανεξάρτητα από το φύλο τους, που χρησιμοποιήθηκαν αποδεδειγμένα, υποχρεωτικά ή με τη θέλησή τους, από τη στρατιωτική Αρχή ή τη Χωροφυλακή ή την Αστυνομία Πόλεων και έγιναν ανίκανοι εξαιτίας τραυμάτων που προκλήθηκαν στις συγκρούσεις κατά των ανταρτών, ή συμπλοκές, ατυχημάτων ή βίαιων περιστατικών, που έχουν άμεση σχέση με τις ενέργειες των Εθνικών Ένοπλων Δυνάμεων για την εμπέδωση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και οποιασδήποτε δράσης ανατρεπτικών στοιχείων της έννομης τάξης, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έλαβαν χώρα από τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης (15 Αυγούστου 1945) μέχρι 31.12.50.

 

Αυτοί για τη χορήγηση της σύνταξης εξομοιώνονται με στρατιώτες.

 

Αν υπαχθούν στις διατάξεις αυτής της περίπτωσης δεν δικαιούνται να ζητήσουν τον κανονισμό σύνταξης με άλλες διατάξεις.

Άρθρο 5 παρ. 2 Α.Ν. 835/1948.

Ποσοστό ανικανότητας μικρότερο του 25% δεν παρέχει δικαίωμα σε σύνταξη.

Άρθρο 3 παρ. 1 Α.Ν. 835/1948.

δ) Οι τακτικοί, έκτακτοι, με μηνιαίο μισθό προσωρινοί ή με σύμβαση υπάλληλοι και το βοηθητικό προσωπικό του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, των δήμων και κοινοτήτων και των σιδηροδρόμων του Κράτους, καθώς και ημερομίσθιοι υπάλληλοι των ΤΤΤ γραμμών που καθίστανται ανίκανοι εξαιτίας τραύματος που προκλήθηκε με τις προϋποθέσεις της περίπτωσης α’ του άρθρου αυτού.

Άρθρ. 3 παρ. 2 Α.Ν. 835/1948, σε συνδ. με το αρθρ. 5 παρ. 1 Ν.Δ. 1342/73

Η σύνταξη των μεν υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και των δήμων και κοινοτήτων βαρύνει αντίστοιχα τα νομικά πρόσωπα και τους δήμους και κοινότητες, των δε σιδηροδρομικών βαρύνει το Δημόσιο.

Άρθρ. 3 παρ. 3 Α.Ν. 835/1948.

Η σύνταξη των τακτικών σιδηροδρομικών υπαλλήλων, των τακτικών υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, καθώς και των τακτικών υπαλλήλων των δήμων και κοινοτήτων κανονίζεται με βάση το βαθμό, τον οποίο αυτοί έχουν στην εφεδρεία, εκτός αν ο βαθμός της πολιτικής τους θέσης αντιστοιχεί σε βαθμό δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, οπότε ο βαθμός αυτός λαμβάνεται υπόψη για τον κανονισμό της σύνταξης τους αυτής, αφού εφαρμοσθεί στην τελευταία περίπτωση η διάταξη της παραγρ. 3 του άρθρου 92.

Άρθρο 3 παρ. 4 Α.Ν. 835/1948.

Τακτικοί υπάλληλοι των σιδηροδρόμων, των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και των δήμων και κοινοτήτων, οι οποίοι δεν έχουν υπηρετήσει στο στρατό, ούτε έχουν βαθμολογική αντιστοιχία με τους δημόσιους υπαλλήλους, έκτακτοι, προσωρινοί ή με σύμβαση υπάλληλοι των ίδιων υπηρεσιών, καθώς και οι ημερομίσθιοι των ΤΤΤ γραμμών δικαιούνται σύνταξη στρατιώτη.

Άρθρο 3 παρ. 5 Α.Ν. 835/1948.

Τα σιδηροδρομικά δίκτυα, τα νομικά πρόσωπα, καθώς και οι δήμοι και κοινότητες απαλλάσσονται από κάθε άλλη υποχρέωση για καταβολή σύνταξης.

Άρθρο 4 παρ. 1

Α.Ν. 835/1948.

ε) Οι δήμαρχοι, δημαρχιακοί πάρεδροι, πρόεδροι κοινοτήτων, δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι και εκκλησιαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι εξαιτίας τραυμάτων που προκλήθηκαν με τις προϋποθέσεις της περίπ. α’ του άρθρου αυτού.

Άρθρο 4 παρ. 2 Α.Ν. 835/1948,
όπως αντικ. με το άρθρο 28 Ν. 955/79

Η σύνταξη των δημάρχων και ιερέων κανονίζεται με βάση το βαθμό ανθυπ/γού, των δε δημοτικών συμβούλων, δημαρχιακών παρέδρων, προέδρων κοινοτήτων και κοινοτικών συμβούλων με βάση το βαθμό του ανθυπασπιστή και βαρύνει το Δημόσιο, εκτός από τους ιερείς, των οποίων η σύνταξη βαρύνει το Ταμείο Ασφάλισης Κλήρου Ελλάδας.

 

 

Άρθρο 2 παρ. 1 Ν.Δ. 2704/1953.

2. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού οι επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών θεωρούνται ότι τερματίστηκαν την 31 Δεκεμβρίου 1950.

Άρθρο 1 παρ. 7 Α.Ν. 835/1948.

3. Τα δικαιώματα που γεννήθηκαν από την ισχύ του επόμενου άρθρου κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του.

ΑΡΘΡΟ 27
Αστυνομικοί γενικά που έπαθαν με τις προϋποθέσεις του Ν. 23/1946

Άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 36/46, σε συνδ. με το αρθ. 4 Ν. 36/46.

1. Στρατιωτικοί της Χωροφυλακής, υπάλληλοι της Αστυνομίας Πόλεων, στρατιωτικοί άλλων όπλων ή Σωμάτων του Στρατού, οι οποίοι έχουν αποσπαστεί σε υπηρεσίες τους, καθώς και πρόσθετοι αστυφύλακες οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τις τάξεις από 1ης Απριλίου 1946 μέχρι και της 31 Δεκεμβρίου 1946 εξαιτίας σωματικής ανικανότητας ή τραύματος που προκλήθηκε λόγω της ιδιότητάς τους ή σε συμπλοκή με ληστρικές συμμορίες, ένοπλους στασιαστές, ένοπλα άτομα επικίνδυνα στη δημόσια ασφάλεια και τάξη, όργανα ξένων προπαγανδών, τα οποία δρουν ομαδικά ή μεμονωμένα, προάγονται κατά ένα βαθμό από εκείνον που έφεραν κατά την ημέρα του τραυματισμού τους, με Β.Δ. το οποίο προκαλείται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης για τους Αξιωματικούς της Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων ή με απόφαση του ίδιου Υπουργού, για τους οπλίτες Χωροφυλακής και τους κατώτερους αστυνομικούς υπαλλήλους.

 

Για τους αξιωματικούς και οπλίτες του Στρατεύματος αρμόδιος είναι ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.

 

Όσον αφορά τη συνταξιοδότησή τους, δικαιούνται πολεμική σύνταξη του βαθμού ο οποίος τελικά τους απονεμήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τις πολεμικές συντάξεις.

Άρθρο 6 παρ. 2 εδάφ. πρώτο Ν. 36/46.

2. Για τους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές της Χωροφυλακής ή του Στρατεύματος που έχουν αποσπαστεί σε υπηρεσίες της, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την ενεργό υπηρεσία για σωματική ανικανότητα, που προήλθε από τραύμα κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Ν. 4506/1930, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε αργότερα.

 

Γι’ αυτούς που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου και σε σχέση με την προαγωγή.

Άρθρο 4 παρ. 4 Ν. 36/46.

3. Οι αστυνομικοί υπάλληλοι, οι οποίοι έπαθαν με τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δικαιούνται να πάρουν την ίδια πολεμική σύνταξη, την οποία δικαιούνται και οι αξιωματικοί και οπλίτες της Χωροφυλακής, οι οποίοι έπαθαν με τις ίδιες προϋποθέσεις κατά την αντιστοιχία του Ν. 621/1943.

ΑΡΘΡΟ 28
Αυτοί που έπαθαν στο εξωτερικό με τις προϋποθέσεις του Ν. 1718/1951

Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1718/1951.

1. Στρατιωτικοί γενικά οι οποίοι ανήκουν σε Μονάδες των Εθνικών Ένοπλων Δυνάμεων, που δρουν στο εξωτερικό με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης, οι οποίοι γίνονται ανίκανοι, εξαιτίας τραυμάτων, ατυχημάτων ή οποιουδήποτε νοσήματος, τα οποία οφείλονται στην υπηρεσία τους στο εξωτερικό, δικαιούνται πολεμική σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

Άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1718/1951.

2. Ως χρόνος υπηρεσίας στο εξωτερικό για την εφαρμογή του άρθρου αυτού, θεωρείται αυτός που διανύθηκε από τη χρονολογία αναχώρησης του στρατιωτικού μέχρι την ημέρα επιστροφής του στην Ελλάδα.

Άρθρο 1 παρ. 4 Ν. 1718/1951.

3. Οι διατάξεις των Ν. 2588/1921 και 4506/1930, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα και οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για το Π. Ναυτικό και την Π. Αεροπορία, εφαρμόζονται και για τους στρατιωτικούς της παραγ. 1 αυτού του άρθρου.

Άρθρο 4 Ν. 3055/ 54.

4. Ιδιώτες που χρησιμοποιήθηκαν από τη Στρατιωτική Υπηρεσία για ψυχαγωγία του Εκστρατευτικού Σώματος Κορέας και έπαθαν κατά την εκτέλεση αυτής τους της υπηρεσίας, εξομοιώνονται με στρατιώτες οι οποίοι έπαθαν με τις προϋποθέσεις των παρ. 1-2 αυτού του άρθρου και δικαιούνται πολεμική σύνταξη.

Άρθρο 1 Α.Ν. 578/ 68.

5. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται και για τους στρατιωτικούς γενικά οι οποίοι έπαθαν κατά την 21η Απριλίου 1967 και τη 13η Δεκεμβρίου 1967.

ΑΡΘΡΟ 29
Αυτοί που έπαθαν στην Κύπρο

Άρθρο 1 Ν.Δ. 1142/ 72.

1. Στρατιωτικοί γενικά, οι οποίοι έγιναν ανίκανοι εξαιτίας οποιουδήποτε παθήματος, όπως τραύματος, νοσήματος ή άλλου περιστατικού που προήλθε από οποιαδήποτε πολεμική δράση ή ενέργεια, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της διατεταγμένης υπηρεσίας τους στην Κύπρο από 1ης Δεκεμβρίου 1963 μέχρι τις 30 Ιουνίου 1968, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, η οποία κανονίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.

Άρθρο 1 παρ. Ν.Δ. 144/1974.

Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται και στους στρατιωτικούς που έπαθαν με τις ίδιες προϋποθέσεις μετά τις 30 Ιουνίου 1968.

Άρθρο 2 Ν.Δ. 1142/ 1972 (σχ. και το άρθρο 1 Ν.Δ. 144/ 74).

2. Οι διατάξεις του Ν. 2588/1921, του Ν. 4506/1930, του Ν.Δ. 426/1941 και του Α.Ν. 2646/1940, όπως αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, και οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για το Ναυτικό και την Αεροπορία εφαρμόζονται και στους στρατιωτικούς της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 3 Ν.Δ. 1142/72 (σχ. και το αρθ. 1 Ν.Δ. 144/74).

3. Στους έφεδρους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές, καθώς και στους οπλίτες των Ένοπλων Δυνάμεων που πήραν αναβολή για λόγους υγείας για τραύμα, κρυοπάγημα, ατύχημα ή οποιαδήποτε νόσο που προήλθε από την υπηρεσία τους στην Κύπρο σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, χορηγείται το επίδομα που προβλέπεται από το Ν.Δ. 2208/1943, ύστερα από γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής.

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν.Δ. 144/1974,
όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1
Ν. 601/77.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τους έφεδρους έλληνες στρατιωτικούς που κατατάχθηκαν με τη θέληση τους στον Κυπριακό Στρατό, οι οποίοι έγιναν ανίκανοι από οποιοδήποτε πάθημα κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κύπρο από 20 Ιουλίου 1974 και μετά, εφόσον έχουν την Ελληνική Ιθαγένεια και δεν πήραν σύνταξη για την ίδια αιτία από το Κυπριακό Κράτος.

 

ΑΡΘΡΟ 30
Ειδικές περιπτώσεις

Άρθρο 2 παρ. 2 Ν.Δ. 2704/1953, όπως συμπληρ. με το αρθ. 14 παρ. 8 Ν.Δ. 3768/57.

1. Αυτοί οι οποίοι έπαθαν οποτεδήποτε δικαιούνται να πάρουν την πολεμική σύνταξη των περίπτ. α’, γ’, δ’ και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 26, εφόσον έγιναν ή γίνονται ανίκανοι:

 

α) Εξαιτίας τραύματος ή ατυχήματος σε συμπλοκή με υπολείμματα των ανταρτών ή με ομάδες ανταρτών ή με στρατιωτικούς ή ιδιώτες που δρουν από γειτονικά Κράτη και

 

β) Εξαιτίας έκρηξης ναρκών ή άλλων εκρηκτικών μηχανημάτων, που τοποθετήθηκαν από τις Ένοπλες Δυνάμεις ή τους αντάρτες, εφόσον αυτοί που έπαθαν ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία ή σε υπηρεσία εκκαθάρισης ναρκοπεδίων ή εξαιτίας ατυχημάτων που έλαβαν χώρα σε διατεταγμένη υπηρεσία για αποκατάσταση των εθνικών συνόρων.

Άρθρο 2 παρ. 3 Ν.Δ. 2704/1953.

Η διαδικασία που τηρήθηκε μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.Δ. 2704/1953 για την αναγνώριση δικαιώματος πολεμικής σύνταξης, μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον κανονισμό σύνταξης ειρηνικής περιόδου, εφόσον το Ελεγκτικό Συνέδριο πείθεται από τα στοιχεία της διαδικασίας αυτής ότι αποδεικνύονται τα πραγματικά περιστατικά του παθήματος και η σχέση του με την υπηρεσία.

Άρθρο 13 Α.Ν. 1939/51.

2. Επίσης δικαιούνται πολεμική σύνταξη αυτοί που υπηρέτησαν στις ειδικές Μονάδες που προβλέπονται από το Ν. 1707/1951, εφόσον έγιναν ανίκανοι εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος που οφείλεται στην υπηρεσία τους.

 

Η σύνταξή τους κανονίζεται με βάση το βαθμό με τον οποίο αυτοί υπηρέτησαν στο Στρατό. Σε όσους από αυτούς δεν έχουν υπηρετήσει στο Στρατό απονέμεται σύνταξη στρατιώτη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ
ΑΡΘΡΟ 31
Γενικές διατάξεις

Διευκρινιστική διάταξη από τη νομοθεσία που ισχύει.

Οι οικογένειες των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 24, 26 μέχρι και 30, που πεθαίνουν μετά την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης καθώς και οι οικογένειες αυτών που σκοτώθηκαν ή πέθαναν ή εξαφανίσθηκαν ή πνίγηκαν ή εκτελέσθηκαν με τις προϋποθέσεις των άρθρων αυτών, δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 35 και 36 του Κώδικα αυτού.

ΑΡΘΡΟ 34
Οικογένειες στρατιωτικών αλλοδαπής ιθαγένειας

Άρθρο 8 παρ. 1 Α.Ν. 835/1948.

Οι οικογένειες των στρατιωτικών γενικά που σκοτώθηκαν, πέθαναν ή εξαφανίσθηκαν ή κατέστησαν ανίκανοι στον πόλεμο του 1940-1945 ή με τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 26, έχουν δικαίωμα πολεμικής σύνταξης από το Δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 έστω και αν αυτές δεν έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια.

ΑΡΘΡΟ 35
Χήρα σύζυγος και ορφανά

Έχει ληφθεί από το άρθρο 38 παρ. 1 Β.Δ. της 31.10.1935, σε συνδ. με τα άρθρα 16 Α.Ν. 2650/1940, 5 παρ. 3 Α.Ν. 2665/1940, 12 Α.Ν. 2734/1940, 5 παρ. 4 Ν. 362/1943 και 70 παρ. 1 Α.Ν. 1854/1951.

1. Αν αυτοί που αναφέρονται στα άρθρα 31 μέχρι 34 ήσαν έγγαμοι δικαιούνται σύνταξη:

α) Η χήρα σύζυγος.

Όταν πρόκειται γι’ αυτόν που πέθανε μετά την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης τότε η χήρα σύζυγος δικαιούται σύνταξη, αν από το γάμο έχει συμπληρωθεί εξάμηνη συντάξιμη υπηρεσία του συζύγου της ή ο γάμος έχει τελεσθεί δύο τουλάχιστον πλήρη έτη πριν από το θάνατο του. Αν από το γάμο γεννήθηκε τέκνο η χήρα δικαιούται σύνταξη και χωρίς να υπάρχουν οι όροι αυτοί.

Έχει ληφθεί από το συνδ. των διατάξεων των αρθρ. 38 παρ. 1 Β.Δ. της 31-10-1935, 16 Α.Ν.
2650/1940, 5 παρ. 3 Α.Ν. 2665/1940, 5
Ν.Δ. 149/1973, όπως αντικ. με το
άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 955/1979, το αρθρ.
3 παρ. 2 Ν. 1813/88 και το αρθρ. 4 παρ.
5 Ν. 2320/95, όπως αντικαταστάθηκε η
περ. β’ με το άρθρο 3, παρ. 16,
Ν.3408/05.

β) Τα τέκνα είτε γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίσθηκαν, τα μεν κορίτσια αν είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους εφόσον είναι άγαμα ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω.

 

Η ανικανότητά τους στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του υπαλλήλου ή συνταξιούχου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής. Το ανίκανο αγόρι δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, αν η ανικανότητα του επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου και εφόσον δεν παίρνει ή δε δικαιούται να πάρει σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημα του δεν υπερβαίνει το κάθε φορά κατώτατο όριο πολεμικής σύνταξης που καταβάλλει το Δημόσιο. Η ανικανότητα μπορεί να βεβαιωθεί και όταν ζει ο γονέας τους από τον οποίο έχουν το δικαίωμα, η γνωμάτευση όμως αυτή θα ληφθεί υπόψη από τα όργανα που δικαιοδοτούν για τις συντάξεις κατά την κρίση του δικαιώματος σε σύνταξη των ενήλικων αγοριών.

Άρθρο 3 Ν.Δ. 149/73 σε συνδ. με το αρθρ. 4 παρ. 2 Ν. 955/79, όπως αντικ. με το αρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 1813/88.

Τα θετά παιδιά δικαιούνται σύνταξη εφόσον κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασης υιοθεσίας δεν είχαν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει:

 

Άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 955/79, όπως αντικ. με το αρθρ. 3 παρ. 2 του Ν. 1813/88 και αρθρ. 3 παρ. 1 του Ν. 2703/99.

αα) Για παιδιά στρατιωτικών οι οποίοι σκοτώθηκαν ή πέθαναν από πολεμικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους στην ημεδαπή ή αλλοδαπή και τα οποία υιοθετήθηκαν μετά το θάνατο του πατέρα τους, αν μεν είναι κορίτσια εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα, αν δε είναι αγόρια, εφόσον κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν άγαμα και ανήλικα. Για την ενηλικίωση εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 125.

 

ββ) Για θετά παιδιά που είτε υιοθετήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ν.δ. 149/1973 και δεν λαμβάνουν ούτε δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από οποιονδήποτε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης είτε είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

Άρθρο 1 Ν.Δ. 666/70, όπως αντικ. με την παρ. 1 του αρθρ. 9 του Ν. 1654/86.

 

 

γ) Η διαζευγμένη θυγατέρα εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις:

 

αα) Ο γάμος να λύθηκε με κοινή υπαιτιότητα ή με υπαιτιότητα του συζύγου ή από λόγο που δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο της ή με συναινετικό διαζύγιο ή να συντρέχει περίπτωση βίαιης διακοπής της δίκης (ορθότερα «κατάργησης της δίκης» πρόβλ. αρθρ. 604 εδ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), λόγω θανάτου του συζύγου.

 

ββ) Να μην έχει μηνιαίο εισόδημα από το Δημόσιο ή το δημόσιο τομέα μεγαλύτερο από το κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.

Επίσης να μην έχει κάθε φορά φορολογητέο εισόδημα, από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το παραπάνω καθοριζόμενο κατώτατο όριο.

 

γγ) Να μην παίρνει άλλη σύνταξη και να μην έχει ασφαλιστεί για σύνταξη σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας σύνταξης.

 

δδ) Κατά την 31 Δεκεμβρίου 1986 να έχει συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της.

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:

 

α) Δικαιώματα, που έχουν αναγνωρισθεί σε διαζευγμένες θυγατέρες με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από το Ν. 1654/1986, δε θίγονται (αρθρ. 9 παρ. 2 Ν. 1654/86).

 

β) Οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1654/1986 έχουν εφαρμογή και για διαζευγμένες θυγατέρες των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν από την ισχύ του νόμου αυτού. Η σύνταξη αναγνωρίζεται ύστερα από αίτησή τους και πληρώνεται από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση (άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1654/1986)

Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 των άρθρων 5 και 31 του π.δ. 169/2007 (A΄210), της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του π.δ. 167/2007 (ΦΕΚ 208 Α΄) καθώς και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007 (ΦΕΚ 209 Α΄), καταργούνται και οι ακολουθούσες περιπτώσεις αναριθμούνται αναλόγως. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού. 

 

Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 35 του π.δ. 168/2007 - καταργήθηκαν απο την παρ. 1δ του αρθ. 9 του ν. 3865/21.7.10 (Α΄120)

 (Με τις διατάξεις της περ. Ε της παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 3865/21.7.10, (Α΄120), ορίζεται ότι : “Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα, των οποίων το δικαίωμα συναταξιοδότησης γεννήθηκε πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού”).

(Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3863/15.7.10 (Α’115), ορίζεται ότι : “3.  Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των Ασφαλιστικών Φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και του Ν.Α.Τ.. Εξακολουθεί να ισχύει κάθε πρόβλεψη για διακοπή σύνταξης και επαναχορήγησή της στο 65ο έτος. Κάθε αντίθετη διάταξη καταστατική ή γενική καταργείται”).

Άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 955/99, όπως αναπρ. με το αρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 1813/88 και προστέθ. με αρθρ. 3 παρ. 2 του Ν. 2703/ 99.

δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες με αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ. κατά περίπτωση και για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε ΙΕΚ.

Άρθρο 38 παρ. 2 Β.Δ. 31.10.1935, όπως αντικ. με το άρθρο 7 παρ. 1 Α.Ν. 2885/1941 και αρθρ. 5 παρ. 4 Α.Ν. 2665/ 1940.

2. Στη σύνταξη της χήρας και των τέκνων συμμετέχει σε κάθε περίπτωση και η χήρα μητέρα ή φυσική μητέρα εφόσον παραμένει άγαμη.

Άρθρο 3 παρ. 1 και 2 Ν. 1872/1944.

Η χήρα μητέρα δικαιούται σύνταξη ή συμμετοχή στη σύνταξη της χήρας συζύγου και αν ακόμη έγινε χήρα μετά το θάνατο του γιου της.

Άρθρο 1 παρ. 1 εδαφ. πρώτο Α.Ν. 2885/1941.

Στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα που παρέχεται από το Δημόσιο ταμείο, συμμετέχει κατά το 1/4 ο πατέρας, και αν αυτός δεν υπάρχει ή έχει πεθάνει, η χήρα μητέρα, οι άγαμες αδελφές και οι ανήλικοι άγαμοι αδελφοί αυτού που πέθανε.

 

Άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δεύτερο και 7 Α.Ν. 2885/1941.

Το παραπάνω δικαίωμα του πατέρα, της χήρας μητέρας και των αδελφών αναγνωρίζεται με αίτηση τους και παραμένει ακόμη και όταν η χήρα σύζυγος και τα τέκνα παύουν να υπάρχουν ή χάσουν με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα σε σύνταξη ή όταν δε συντρέχουν για τη χήρα σύζυγο οι όροι θεμελίωσης δικαιώματος σε σύνταξη.

Άρθρο 1 παρ. 1 εδ. τρίτο Α.Ν. 2885/ 1941.

Αν τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας παύουν να υπάρχουν ή χάσουν με οποιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα σε σύνταξη, το μερίδιο της πατρικής οικογένειας προσαυξάνει τη σύνταξη της χήρας συζύγου.

Άρθρο 1 παρ. 2 Α.Ν. 2885/1941 (πρόβλ. αρθρ. 604 εδ. 1 Κ.Πολ.Δικ.)

Η παραπάνω συμμετοχή του πατέρα, της χήρας μητέρας ή των αδελφών στη σύνταξη της χήρας συζύγου χωρίς τέκνα, ορίζεται στο 1/2 της σύνταξης της χήρας, εφόσον είχε εγερθεί αγωγή διαζυγίου μεταξύ των συζύγων και η σχετική δίκη καταργήθηκε λόγω θανάτου του άνδρα.

Άρθρο 1 παρ. 3 Α.Ν. 2885/1941.

Στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση δικαιώματος συμμετοχής του πατέρα ή της χήρας μητέρας ή των άγαμων αδελφών στη σύνταξη της χήρας συζύγου ή της χήρας συζύγου και των τέκνων ή των τέκνων μόνο γίνεται μετά τον κανονισμό σύνταξης των προσώπων αυτών, η καταβολή του μεριδίου συμμετοχής αρχίζει από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Άρθρο 6 Α.Ν. 1294/1942.

Τα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας για τα οποία έχει αναγνωρισθεί δικαίωμα συμμετοχής σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, μπορούν σε κάθε περίπτωση να παραιτηθούν από το δικαίωμα αυτό, οπότε η σύνταξη καταβάλλεται αμείωτη στη χήρα σύζυγο και τα τέκνα.

 

Η παραίτηση αυτή δεν μπορεί να ανακληθεί από αυτόν που παραιτήθηκε, ο οποίος χάνει ανέκκλητα το δικαίωμα σε συμμετοχή, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα εκείνων που είναι διάδοχοι στο δικαίωμα συμμετοχής.

Άρθρο 1 παρ. Α.Ν. 1902/1990.

Οι θυγατέρες και οι άγαμες αδελφές, που έχουν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα από γονείς ή αδέλφια που έπαθαν από πολεμικό ή άλλο γεγονός που εξομοιώνεται με αυτό, το οποίο επήλθε μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 και θεμελιώνει δικαίωμα σύνταξης, αποκτούν το δικαίωμα αυτό με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το ίδιο δικαίωμα και τα αγόρια.

ΑΡΘΡΟ 36
Πατρική Οικογένεια

Άρθρα 1 Α.Ν. 2650/ 1940, όπως αντικ. με το άρθρο 1 Ν.Δ. 1260/1942, 6 και 16 Α.Ν. 2650/1940, σε συνδ. με το αρθρ. 39 παρ. 1 του Β.Δ. της 31.10.1935.

1. Αν αυτός που πέθανε ήταν άγαμος, δικαιούται σύνταξη:

 

α) Ο πατέρας του.

 

β) Αν δεν υπάρχει πατέρας ή πέθανε έστω και πριν από την απόκτηση δικαιώματος σε σύνταξη, η χήρα μητέρα και για φυσικό τέκνο η φυσική μητέρα, εφόσον είναι άγαμη, οι άγαμες αδελφές και άγαμοι αδελφοί, εφόσον κατά το χρόνο θανάτου του αδελφού τους ήσαν ανήλικοι ή ενήλικοι μεν, αλλά ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

Άρθρο 4 παρ. 1 Α.Ν. 2885/1941.

Το ίδιο ισχύει και για τους άγαμους αδελφούς που (ενηλικιώθηκαν μεταγενέστερα, εφόσον κατά το χρόνο της ενηλικίωσής τους είναι ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος.

Προέρχεται από το άρθρο 3 Α.Ν. 1656/1951, σε συνδ. μετά αρθρ. 1 και 2 Ν.Δ. 149/1973 και 5 Ν. 955/1979.

Η σύνταξη που απονεμήθηκε στα ανίκανα αδέλφια των στρατιωτικών γενικά ή των δημόσιων υπαλλήλων που σκοτώθηκαν ή πέθαναν ή εξαφανίσθηκαν κατά τον πόλεμο ή κατά τον αγώνα εναντίον των ανταρτών καθώς και των στρατιωτικών γενικά ή των δημόσιων υπαλλήλων που πέθαναν ανάπηροι, εξακολουθεί να καταβάλλεται ακόμη και αν αυτά είναι έγγαμα, εφόσον είναι ανίκανα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος λόγω παντελούς απώλειας της όρασης και των δύο ματιών που επήλθε κατά το χρόνο της ανηλικότητάς τους.

Προέρχεται από το άρθρο 1 του Α.Ν. 2650/40, όπως αντικ. με το αρθρ. 1 του Ν.Δ. 1260/1942.

Οι αδελφοί των προηγούμενων εδαφίων εξομοιώνονται με αδελφές για το δικαίωμα σε σύνταξη.

Άρθρο 3 παρ. 1 και 2 Ν. 1872/1944.

Η χήρα μητέρα δικαιούται σύνταξη ακόμη και αν έγινε χήρα μετά το θάνατο του τέκνου της.

Άρθρο 39 παρ. 2 Β.Δ. της 31.10.1935, όπως ισχύει μετά το αρθρ. 70 παρ. 1 Α.Ν. 1854/1951.

2. Σε περίπτωση που οι γονείς έχουν πάρει διαζύγιο δικαιούται σύνταξη η μητέρα και οι αδελφές ή οι αδελφοί που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αν αυτός που πέθανε αποδεδειγμένα συζούσε με αυτούς ή τους συντηρούσε και τους προστάτευε πριν από το θάνατό του, αν δε αυτός συντηρούσε και τους δύο γονείς του η σύνταξη ανήκει και στους δύο.

 

Αν δε συντηρούσε κανένα από αυτούς ή δε συζούσε με κανένα, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 1 παρ. Α.Ν. 2885/1941.

3. Όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο εφαρμόζονται και όταν ο πατέρας αποδεδειγμένα δε συζούσε με τη σύζυγο και τα τέκνα του.

Επίσης στην περίπτωση κατά την οποία ο πατέρας τέλεσε νέο γάμο μετά το θάνατο της συζύγου του, τη σύνταξη δικαιούνται οι άγαμες αμφιθαλείς αδελφές αυτού που πέθανε, αν ζούσαν χωριστά και αυτός αποδεδειγμένα συζούσε με αυτές ή τις συντηρούσε πριν από το θάνατό του.

Άρθρο 7 Α. Ν. 1294/1942.

Η πατρική οικογένεια των προσώπων που τελούν σε χηρεία χωρίς τέκνα ή σε διάζευξη χωρίς τέκνα, εξομοιώνονται όσον αφορά το δικαίωμα σε σύνταξη με την πατρική οικογένεια των αγάμων.

ΑΡΘΡΟ 37
Οικογένειες πολιτικώς επιστρατευμένων

Άρθρο 2 παρ. 2 Α.Ν. 2666/1940.

1. Μετά το θάνατο των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 25 του Κώδικα αυτού, η σύνταξή τους μεταβιβάζεται κατά το μισό στη χήρα σύζυγο ή στην ορφανή άγαμη θυγατέρα ή στο ορφανό ανήλικο και άγαμο αγόρι.

Άρθρο 2 παρ. 3 Α.Ν. 2666/1940, σε συνδ. με το αρθρ. 2 του Ν. 812/1943.

Ο πατέρας τους δικαιούται σύνταξη εφόσον είναι άπορος και ανίκανος για εργασία και τον συντηρούσε αυτός που πέθανε ή εφόσον είναι άπορος και διανύει το 60ο έτος της ηλικίας του και άνω.

 

Όταν δεν υπάρχει πατέρας δικαιούται σύνταξη η χήρα μητέρα, οι άγαμες αδελφές και οι ανήλικοι και άγαμοι αδελφοί, εφόσον αυτοί είναι άποροι και συντηρούνταν ή θα συντηρούνταν από το τέκνο ή τον αδελφό τους που πέθανε.

Άρθρο 1 παρ. Α.Ν. 2666/1940.

2. Από το δημόσιο Ταμείο δικαιούνται επίσης σύνταξη η χήρα σύζυγος ή η άγαμη θυγατέρα ή το ορφανό ανήλικο και άγαμο αγόρι.

 

α) Των πολιτών που τελούσαν σε πολιτική επιστράτευση και σκοτώθηκαν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή πέθαναν εξαιτίας τραυμάτων που έλαβαν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή πέθαναν από νόσο απότοκη των κακουχιών της υπηρεσίας αυτής. Η σχέση της νόσου με την υπηρεσία σε πολιτική επιστράτευση καθορίζεται από την Α.Σ.Υ. Επιτροπή και

Άρθρο 1 παρ. 1 περ. β’ Α.Ν. 2666/1940.

β) Των εθελοντών νοσοκόμων και μελών της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας που σκοτώθηκαν σε διατεταγμένη υπηρεσία ή πέθαναν εξαιτίας τραυμάτων που έλαβαν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής.

Άρθρο 1 παρ. 2 Α.Ν. 2666/1940, σε συνδ. με το αρθρ. 2 του Ν. 812/1943.

Ο πατέρας αυτών που αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις, δικαιούται σύνταξη εφόσον είναι άπορος και ανίκανος για εργασία και τον συντηρούσε αυτός που πέθανε ή εφόσον είναι άπορος και διανύει το 60ο έτος της ηλικίας του και άνω.

 

Αν δεν υπάρχει πατέρας, δικαιούται σύνταξη η χήρα μητέρα, οι άγαμες αδελφές και οι ανήλικοι και άγαμοι αδελφοί, εφόσον αυτοί είναι άποροι και συντηρούνταν ή θα συντηρούνταν από το τέκνο ή αδελφό τους που πέθανε.

Προέρχεται από τα άρθρα 1, 2 και 5 του Ν. 812/1943.

3. Για τον υπολογισμό της σύνταξης των οικογενειών του άρθρου αυτού αυτός που πέθανε σύμφωνα με τα παραπάνω εξομοιώνεται με στρατιώτη.

Άρθρο 2 παρ. 1 Α.Ν. 2885/1941.

4. Η σύνταξη της πατρικής οικογένειας παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού μόνο αν αυτός που έπαθε ήταν άγαμος.

Άρθρο 5 παρ. 1 Ν.Δ. 1294/1942, όπως αντικ. με το αρθρ. 13 Ν. 812/1943.

5. Για την εφαρμογή αυτού του άρθρου ο χαρακτηρισμός ως άπορου, αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του οργάνου που δικαιοδοτεί ή αποφασίζει για τις συντάξεις, την οποία σχηματίζει από τα νόμιμα δικαιολογητικά που θέτονται υπόψη του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΣΧΕΣΗ ΠΑΘΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ -ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΑΘΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΘΡΟ 39
Πιστοποιητικό νοσηλείας

Άρθρο 7 παρ. 1 Α.Ν. 2734/1940 (για τους αξιωματικούς ισχύει από την παρ. 6 αρθρ. 1 Ν. 362/1943).

1. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία που νοσηλεύουν στρατιωτικούς είναι υποχρεωμένα να εφοδιάζουν απαραίτητα κάθε έναν απ’ αυτούς κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο ή την οικογένεια του σε περίπτωση θανάτου του στο νοσοκομείο, με πιστοποιητικό που εκδίδεται σε ειδικά αριθμημένα έντυπα, εκτυπώνεται σε δημόσιο χαρτί, παρέχεται δωρεάν και στηρίζεται στα στοιχεία που τηρούνται σ’ αυτά.

 

Στο πιστοποιητικό αυτό εμφανίζεται η νοσηλεία στο νοσοκομείο, η διάρκειά της, η νόσος ή τα τραύματα για τα οποία νοσηλεύθηκε, οι ενδείξεις ανικανότητας που τυχόν υπάρχουν απ’ αυτήν, καθώς και η σχέση τους με τις κακουχίες του πολέμου ή την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας του στρατιωτικού στον πόλεμο.

Άρθρο 7 παρ. Α.Ν. 2734/1940.

2. Τα στρατιωτικά και πολιτικά νοσοκομεία είναι υποχρεωμένα να εφοδιάζουν με όμοιο πιστοποιητικό και όσους ιδιώτες ή στρατιωτικούς νοσηλεύονται από τραύματα που έχουν προέλθει από αεροπορική επιδρομή ή οποιαδήποτε άλλη πολεμική ενέργεια.

ΑΡΘΡΟ 40
Σχέση παθήματος με την υπηρεσία

Άρθρο 9 παρ. Α.Ν. 2734/1940.

1. Η αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται για τη σχέση της νόσου ή της σωματικής βλάβης με τις κακουχίες της στρατιωτικής υπηρεσίας στον πόλεμο ή με την εκτέλεση στρατιωτικής υπηρεσίας γενικά στον πόλεμο, ύστερα από εξέταση αυτού που έπαθε εφόσον αυτός βρίσκεται στη ζωή, και σε συνδυασμό με το πιστοποιητικό που αναγράφεται στο προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 9 παρ. 2 Α.Ν. 2734/1940, όπως αντικ. με το αρθρ. 4 παρ. 5 Α.Ν. 2885/1941, σε συνδ. με τα αρθρ. 9 παρ. 3 Α.Ν. 2734/40, 1 παρ. 6 Ν. 362/43, 6 παρ. 2 εδαφ. δεύτ. Α.Ν. 2666/40.

2. Η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να διατάζει συμπληρωματική διοικητική ή υγειονομική έρευνα, καθώς και την εισαγωγή αυτού που έπαθε σε στρατιωτικό νοσοκομείο για ειδική εξέταση και παρακολούθηση.

Άρθρο 2 παρ. 1 Ν.Δ. 600/41.

Έχει ληφθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 2125/1952.

3. Η αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή εκδίδει τη γνωμάτευση της μόνο όταν διαπιστωθεί από αυτή ότι η παραπέρα παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο είναι άσκοπη από άποψη θεραπείας.

Άρθρο 9 παρ. 3 Α.Ν. 2665/1940, σε συνδ. και με τα άρθρα 3 παρ. 1 Α.Ν. 2650/1940, 2 παρ. 4 Α.Ν. 2885/1941, 1 παρ. 6 Ν. 362/43, 6 παρ. 3 Α.Ν. 2666/1940.

4. Επανεξέταση αυτού που έπαθε από την αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή μπορεί να διαταχθεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 122 του Κώδικα αυτού.

Άρθρο 6 Ν. 362/43.

5. Οι γνωματεύσεις της αρμόδιας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής είναι υποχρεωτικές για τα όργανα που δικαιοδοτούν ή αποφασίζουν για τις συντάξεις.

Η επιτροπή σχηματίζει γνώμη για τη σχέση της νόσου με τις κακουχίες του πολέμου λαμβάνοντας υπόψη μόνο το είδος της νόσου και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε αυτή και αποφαίνεται κατά την επιστημονική της κρίση, η οποία στην περίπτωση αυτή δεν υπόκειται σε έλεγχο, και ανεξάρτητα από τους χρονικούς περιορισμούς που τυχόν ορίζει ο νόμος για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης.

Άρθρα 3 παρ. 2 Α.Ν. 2650/1940, 10 Α.Ν. 2665/40, 7 Α.Ν. 2666/40, 1 παρ. 6 Ν. 362/43.

6. Αν υπάρχει αμφιβολία για τη σχέση του θανάτου ή του παθήματος με το πολεμικό τραύμα τότε αποφαίνονται τα όργανα που δικαιοδοτούν ή αποφασίζουν για τις συντάξεις, μετά από την προαναφερόμενη γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής.

Άρθρο 2 παρ. 2 και 3 Α.Ν. 1119/1946.

6. Αν υπάρχει αμφιβολία για τη σχέση του θανάτου ή του παθήματος με το πολεμικό τραύμα τότε αποφαίνονται τα όργανα που δικαιοδοτούν ή αποφασίζουν για τις συντάξεις, μετά από την προαναφερόμενη γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής.

Άρθρο 60 παρ. 8 Β.Δ. της 31.10.35, όπως αντικ. με το αρθρ. 6 Α.Ν. 1635/39, σε συνδ. με το αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και αρθρ. 70 Α.Ν. 1854/1951.

 

8. Είναι άκυρη η επανάληψη όλης της διαδικασίας για κανονισμό πολεμικής σύνταξης εκτός αν πραγματοποιήθηκε ύστερα από πράξη ή απόφαση του οργάνου που δικαιοδοτεί ή αποφασίζει για τις συντάξεις.

ΑΡΘΡΟ 41
Ειδικές διατάξεις

Άρθρα 6 παρ. 1 εδαφ. πρώτο και 7 Α.Ν. 2666/40, όπως ισχύουν μετά τα άρθρα 2 και 5 του Ν. 812/1943.

1. Κατ’ εξαίρεση το ποσοστό ανικανότητας καθώς και η σχέση του τραυματισμού τους με την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 25 και των οικογενειών όσων από αυτούς πέθαναν ή σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν καθορίζεται με την επιφύλαξη της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 37 σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 με βάση τον πίνακα που προσαρτάται στον κώδικα αυτόν, από τριμελή επιτροπή που εδρεύει σε κάθε Νομαρχία και αποτελείται:

 

α) από το Διευθυντή της Νομαρχίας ως πρόεδρο,

 

β) τον προϊστάμενο του Υγειονομικού Κέντρου του Νομού και

 

γ) από ένα στρατιωτικό γιατρό που ορίζεται από το Νομάρχη ύστερα από υπόδειξη του αρμόδιου Φρουράρχου.

Άρθρο 4 παρ. Α.Ν. 2885/1941.

Στην περίπτωση που δεν υπάρχει στρατιωτικός γιατρός, ως τρίτο μέλος της Επιτροπής ορίζεται από το Νομάρχη γιατρός από τους δημόσιους υπαλλήλους που υπηρετούν στην έδρα ή την περιφέρεια του Νομού.

Άρθρο 6 παρ. 1 εδ. δεύτ. και τρίτο Α.Ν. 2666/1940.

Χρέη Γραμματέα της επιτροπής αυτής εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους της Γενικής Διοίκησης ή της Νομαρχίας που ορίζεται από το Γενικό Διοικητή ή το Νομάρχη.

 

Η Επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της Γενικής Διοίκησης ή της Νομαρχίας με πρόσκληση του προέδρου και οι αποφάσεις της λαμβάνονται πλειοψηφικά.

Άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο Α.Ν. 26667 1940.

2. Σε περίπτωση που υπάρχουν αμφιβολίες για την ποσότητα του ποσοστού ανικανότητας που καθορίστηκε γι’ αυτόν που έπαθε ή για τη σχέση του τραυματισμού του με την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή την αεροπορική επιδρομή, ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί ύστερα από πρόταση της υπηρεσίας Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, να παραπέμπει την υπόθεση στην Α.Σ.Υ. Επιτροπή, η οποία αποφαίνεται σχετικά με βάση τα στοιχεία του φακέλου.

 

Εφόσον η Α.Σ.Υ. Επιτροπή δεν μπορεί να σχηματίσει γνώμη από τα στοιχεία του φακέλου, μπορεί να ζητά τη συμπλήρωση τους. Επίσης μπορεί να παραπέμπει αυτόν που έπαθε σε νοσοκομείο για ειδική εξέταση και παρακολούθηση ή και να τον καλεί σ’ αυτήν για αυτοπρόσωπη εξέταση.

 

Άρθρο 6 παρ. 3 Α.Ν. 2666/1940, σε συνδ. με το αρθρ. 2 παρ. 4 Α.Ν. 28857 1941.

3. Για τις γνωματεύσεις της Α.Σ.Υ. Επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του προηγούμενου άρθρου.

ΑΡΘΡΟ 43
Νοσήματα που παρέχουν δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας περιόδου 1940 - 1945

Άρθρο 5 Α.Ν. 2734/ 1940, όπως αντικ. με το αρθρ.

3 Ν. 5/1943.

1. Νοσήματα που παρέχουν δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας περιόδου 1940-1945 είναι:

Α. Τα υπολείμματα λοιμωδών νόσων που έχουν υποχωρήσει,

1) τυφοειδούς πυρετού,

2) παρατύφου,

3) υποστρόφου πυρετού,

4) μελιταίου πυρετού,

5) εξανθηματικού τύφου,

6) ιλαράς,

7) οστρακιάς,

8) ευλογιάς,

9) χολέρας ασιατικής,

10) δυσεντερίας, οποιασδήποτε φύσης,

11) διφθερίτιδας,

12) σπληνάνθρακα,

13) ερυσίπελα

14) σηψαιμικών και πυαιμικών λοιμώξεων [με τον όρο αυτό νοούνται όλες οι τοπικές φλεγμονές (ψευδάνθρακας, αεριογόνος γάγγραινα, κακόηθες οίδημα, φλεγμονές), οι οποίες έχουν αφήσει αναπηρία],

15) μάλης και ακτινομήκωσης,

16) τετάνου,

17) λύσσας (εκτός αν ο παθών αρνήθηκε αντιλυσσική θεραπεία ή απέκρυψε το δάγκωμα),

18) πανώλης,

19) εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας, επιδημικής ή άλλης οποιασδήποτε φύσης από στρεπτόκοκκους, σταφυλόκοκκους, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η φυματιώδης,

20) γρίππης με επιπλοκές,

21) τριχοειδούς βρογχίτιδας ή βροχοπνευμονίας οποιασδήποτε φύσης ή πνευμονίας,

22) αποστήματος και γάγγραινας πνεύμονα,

23) οξείας πλευρίτιδας, ορροινώδους πυώδους ή σηπεδονώδους, γενικής ή εγκυστωμένης, μεσολόβιας ή διαφραγματικής ή του μεσοθωρακίου, οξείας ξηράς πλευρίτιδας και οξείας περιτονίτιδας φυματιώδους, που διαπιστώνονται με επίσημα στοιχεία,

24) πνευμονικής σκλήρυνσης, απότοκης πνευμονικής φυματίωσης, που διαπιστώνεται επιστημονικά,

25) οξείας διάχυτης μαλπιγιονεφρίτιδας και νέφρωσης που μετέπεσε σε χρονιότητα (δεν συμπεριλαμβάνονται εδώ οι τοξικές νεφρώσεις ύστερα από δηλητηρίαση από υδράργυρο κ.λπ. καθώς και η συφιλιδική),

26) οξέων ρευματισμών των αρθρώσεων,

27) μυελίτιδας,

28) ανιούσας οξείας παράλυσης του LANDY και

29) ληθαργικής εγκεφαλίτιδας.

 

Β. Διανοητική σύγχυση έντονη ή σχιζοφρενική κατάσταση έκδηλη εξαιτίας ισχυρής συγκίνησης λόγω βομβαρδισμού ή σχετικής πολεμικής ενέργειας.

 

Γ. Η έκδηλη φυματίωση των πνευμόνων, των σπονδύλων, των μεγάλων αρθρώσεων ή άλλων οργάνων, εφόσον εκδηλώθηκε μετά τη συμπλήρωση τρίμηνης στρατιωτικής υπηρεσίας, από την οποία ο ένας μήνας να διανύθηκε στη ζώνη των πρόσω ή μετά τη συμπλήρωση τετράμηνης συνολικά εμπόλεμης στρατιωτικής υπηρεσίας. Τα ίδια αποτελέσματα συνεπάγεται η νόσος αυτή, εφόσον εκδηλώθηκε μετά τη συμπλήρωση δίμηνης υπηρεσίας στη ζώνη των πρόσω.

Άρθρο 4 Ν. 1640/1944

Για τη συμπλήρωση δίμηνης, τρίμηνης ή τετράμηνης εμπόλεμης στρατιωτικής υπηρεσίας, ο δεύτερος, τρίτος ή τέταρτος μήνας θεωρείται πλήρης, αν υπερβαίνει τις πέντε (5) ημέρες.

Άρθρο 18 Α.Ν. 835/1948.

Για τη συμπλήρωση της παραπάνω δίμηνης υπηρεσίας υπολογίζεται και ο χρόνος της στρατιωτικής υπηρεσίας σε μονάδες των συνόρων κατά το δίμηνο χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη του πολέμου 1940.

 

 

Άρθρο 3 περιπτ. Γ’ Ν. 5/1943.

Επίσης η οξεία φυματίωση των πνευμόνων, που εκδηλώνεται μετά από δεκαπέντε ημέρες από την κατάταξη οπουδήποτε και αν βρίσκεται αυτός που έπαθε, δηλαδή είτε στη ζώνη των πρόσω είτε στη ζώνη των μετόπισθεν.

Άρθρο 4 παρ. 1 εδ. πρώτο Ν. 812/1943

Ως μορφές «οξείας φυματίωσης» νοούνται:

α) το πρώϊμο πρόσφατο διήθημα

β) η φυματιώδης λοβιδοειδής βρογχοπνευμονία

γ) η φυματιώδης λοβώδης πνευμονία

δ) η οξεία κεχροειδής φυματίωση και

ε) η φυματιώδης μηνιγγίτιδα

Άρθρο 4 παρ. 1 εδ. δεύτερο Ν.812/1943, όπως αντικ. με άρθρο μονό Ν. 1791/1944.

Για την πιστοποίηση των μορφών οξείας φυματίωσης του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πιστοποιητικά των στρατιωτικών ή άλλων κρατικών νοσοκομείων ή νοσηλευτικών ιδρυμάτων δημόσιου δικαίου, τα οποία νοσήλευσαν αυτούς που έπαθαν μία από τις παραπάνω μορφές οξείας φυματίωσης, ή σε περίπτωση απώλειας των αρχείων των στρατιωτικών νοσοκομείων, ένορκη βεβαίωση στρατιωτικών γιατρών, μονίμων ή εφέδρων οι οποίοι τους νοσήλευσαν σε στρατιωτικά νοσοκομεία.

 

Επίσης σε περίπτωση μη νοσηλείας σε στρατιωτικά νοσοκομεία ή άλλα ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη για την πιστοποίηση των παραπάνω μορφών ένορκη βεβαίωση στρατιωτικών γιατρών που εκτελούν την υγειονομική υπηρεσία των μονάδων στις οποίες υπηρετούσαν οι παθόντες, οι οποίοι τους νοσήλευσαν στην οικία τους κατά το χρόνο που υπηρετούσαν στις μονάδες αυτές.

Άρθρο 4 παρ. 1 εδ. τρίτο Ν. 812/1943.

Σε περίπτωση κατά την οποία προσκομίζεται ακτινογραφία από αυτόν που έπαθε, η οποία έγινε κατά την αρχική εκδήλωση της πάθησης, αυτή μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο επικουρικά και εφόσον συντρέχει με άλλα αποδεικτικά στοιχεία από αυτά που αναφέρονται παραπάνω.

Άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 1240/1944.

Για την εφαρμογή της περ. Γ’ της παραγράφου αυτής, η εκδήλωση της νόσου θεωρείται ότι έγινε κατά την ημέρα της απόλυσης από τις τάξεις του στρατεύματος, εφόσον πρόκειται για παθόντα ο οποίος νοσηλεύτηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του υπηρεσίας στον πόλεμο, εξετάσθηκε ή πήρε αναρρωτική άδεια για κάποια πάθηση αλλά υπηρέτησε ως ικανός μετά τη νοσηλεία, εξέταση ή λήξη της αναρρωτικής άδειας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα μήνα.

Άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 1240/1944.

Τα νοσήματα της παραγράφου αυτής παρέχουν δικαίωμα σύνταξης και αν ακόμη αποτελούν εξέλιξη νοσήματος, που διαπιστώθηκε οπωσδήποτε πριν από την εμπόλεμη στρατιωτική υπηρεσία αυτού που έπαθε, εφόσον η αναζωπύρωση της νόσου που θεωρείται ως εκδήλωση της, έλαβε χώρα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.

Άρθρο 7 παρ. 1 5/1943.

2. Αυτοί που δικαιούνται σύνταξη ή αύξηση σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου στερούνται από κάθε δικαίωμα με άλλη διάταξη για σύνταξη μη πολεμική για την ίδια νόσο, για την οποία δικαιούνται σύνταξη κατά την προηγούμενη παράγραφο και η σύνταξη που τυχόν έχουν λάβει με βάση άλλη διάταξη επιστρέφεται.

ΑΡΘΡΟ 44
Εκδήλωση και απόδειξη της νόσου

Άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 5/1943

1. Τα νοσήματα του προηγούμενου άρθρου παρέχουν δικαίωμα σε σύνταξη, εφόσον αυτά εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής υπηρεσίας αυτού που έπαθε ή μέσα σ’ ένα εξάμηνο από την απόλυση του από τις τάξεις του στρατεύματος. Ειδικά γι’ αυτούς που εκδήλωσαν φυματίωση μετά την απόλυσή τους, η προθεσμία εκδήλωσης της νόσου καθορίζεται σ’ ένα έτος από την απόλυσή τους από τις τάξεις του στρατεύματος.

Άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 5/1943

2. Η εκδήλωση της νόσου μπορεί να αποδειχθεί με πιστοποιητικό στρατιωτικού ή πολιτικού νοσοκομείου ή από οποιοδήποτε άλλο επίσημο στοιχείο, από το οποίο φαίνεται ότι αυτός που έπαθε νοσηλεύτηκε κατά την υπηρεσία του στο στρατό σε στρατιωτικό ή πολιτικό νοσοκομείο για τη νόσο, από την οποία προήλθε η ανικανότητα του. Τέτοια αποδεικτικά στοιχεία της νόσου θεωρούνται: α) τα πιστοποιητικά όλων των επίσημα αναγνωρισμένων Ιδιωτικών Κλινικών, εφόσον νοσηλεύτηκαν στις Κλινικές αυτές όπως θα φαίνεται από τα επίσημα βιβλία που τηρούνται από αυτές, β) η αίτηση του ενδιαφερομένου εφόσον την υπέβαλε μέσα σ’ ένα εξάμηνο από τη δημοσίευση του Ν. 5/1943 (14-4-1943) και εφόσον προσκόμισε ένορκη βεβαίωση ενός ή δύο ιδιωτών ή στρατιωτικών γιατρών με την οποία βεβαιώθηκε από αυτούς ότι η εκδήλωση και η διαπίστωση της νόσου έγινε μέσα στις προθεσμίες που καθορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο από την απόλυσή του.

Άρθρο 14 παρ. Ν.Δ. 3768/1957

Πολεμικές συντάξεις που έχουν κανονισθεί μέχρι την ισχύ του Ν.Δ. 3768/1957 (12-10-1957) σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου με βάση ένορκες βεβαιώσεις γιατρών που εκδόθηκαν μετά την πάροδο εξαμήνου από τη δημοσίευση του Ν. 5/1943 θεωρούνται ότι χορηγήθηκαν νόμιμα εκτός αν από τα στοιχεία του φακέλου ή άλλα αποδεικτικά διαπιστωθούν ενδείξεις πιθανής ανακρίβειας των παραπάνω ενόρκων βεβαιώσεων ως προς το περιεχόμενο τους ή πιθανή πλαστότητά τους, οπότε διατάσσεται επανεξέταση τους σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν.

Άρθρο 2 παρ. 2 Α.Ν. 835/1948

3. Ειδικά για τους στρατιωτικούς που έπαθαν από 15 Αυγούστου 1945 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1950 και τις οικογένειές τους, τα οξέα νοσήματα παρέχουν δικαίωμα σύνταξης εφόσον εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, τα δε χρόνια εφόσον εκδηλώθηκαν μετά τη συμπλήρωση τρίμηνης υπηρεσίας στη ζώνη των επιχειρήσεων ή μέσα σ’ ένα εξάμηνο από την απομάκρυνσή τους από τη ζώνη αυτή και εφόσον συμπληρώθηκε τρίμηνη υπηρεσία σ’ αυτή.

 

Άρθρο 2 παρ. Α.Ν. 835/1948

Η διάρκεια των επιχειρήσεων και η υπηρεσία τους στη ζώνη για κάθε αξιωματικό ή οπλίτη βεβαιώνεται από την αρμόδια υπηρεσία της οικείας στρατιωτικής Αρχής και του Αρχηγείου Χωροφυλακής.

Άρθρο 2 παρ. Α.Ν. 835/1948

Η διαπίστωση της νόσου αποδεικνύεται μόνο από επίσημα αντίγραφα φύλλων νοσηλείας των αρμόδιων στρατιωτικών ή άλλων κρατικών ή δημοτικών νοσοκομείων ή νοσηλευτικών ιδρυμάτων δημόσιου δικαίου και το ποσοστό ανικανότητας καθώς και η σχέση της νόσου με τις κακουχίες των επιχειρήσεων κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 5 του Κώδικα αυτού.

ΑΡΘΡΟ 45
Απόδειξη τραύματος, εξαφάνισης ή θανάτου

Έχει ληφθεί από το συνδυασμό των άρθρων 10 Α.Ν. 2650/1940, 10 παρ. 1 Α.Ν. 2665/1940, 7 Α.Ν. 2666/1940 και 1 παρ. 6 Ν. 362/1943

1. Το τραύμα ή ο θάνατος εξαιτίας πολεμικού γεγονότος αποδεικνύεται με πιστοποιητικό που εκδίδεται από το καθ’ ύλη αρμόδιο Υπουργείο.

Άρθρο 5 παρ. 1 Ν.Δ. 600/1941 και η
υπ’ αριθμ. 374555 της 3 / 27 Μαρτίου
1942 κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικον. και Εθνικής Άμυνας
που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση
αυτού.

 

2. Σε περίπτωση αδυναμίας απόδειξης από επίσημα στοιχεία του τραυματισμού, της εξαφάνισης ή του θανάτου του στρατιωτικού γενικά κατά τον πόλεμο 1940-41, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας μπορεί να βεβαιώσει τα γεγονότα αυτά με βάση τα παρακάτω στοιχεία:

 

α) Από πόρισμα ένορκης ανάκρισης που ενεργείται ύστερα από διαταγή του αρμόδιου Υπουργού από αξιωματικό της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής ή σε περίπτωση έλλειψης αξιωματικού από τον προϊστάμενο υπαξιωματικό της αρμόδιας Αστυνομικής Αρχής.

 

Ως μάρτυρες εξετάζονται δύο τουλάχιστον στρατιωτικοί αξιωματικοί ή οπλίτες που υπηρετούσαν κατά το χρόνο του παθήματος μαζί με αυτόν που τραυματίσθηκε, εξαφανίσθηκε ή πέθανε και έχουν άμεση αντίληψη για το γεγονός, αποδεικνύοντας την συνυπηρεσία τους με τα σχετικά φύλλα στρατολογικού Μητρώου ή με άλλα επίσημα έγγραφα. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν στρατιωτικοί που υπηρέτησαν μαζί, ως μάρτυρες εξετάζονται ιδιώτες, εφόσον αυτοί αποδεδειγμένα έχουν άμεση αντίληψη για το γεγονός.

 

Αρμόδια Αστυνομική Αρχή για την ενέργεια των ανακρίσεων είναι εκείνη του τόπου της τελευταίας κατοικίας αυτού που έπαθε, πριν από τη στράτευσή του.

 

Ο οικείος Πρόεδρος της Κοινότητας ή αν πρόκειται για Δήμο, ο εφημέριος της Ενορίας του τόπου της τελευταίας κατοικίας πριν από τη στράτευση αυτού που έπαθε, λαμβάνει γνώση του πορίσματος που τους στέλνεται με απόδειξη μετά το τέλος της ανάκρισης μαζί με το σχετικό φάκελο για την έκδοση του πιστοποιητικού της επόμενης περίπτωσης.

 

β) Από πιστοποιητικό που εκδίδεται από τον Πρόεδρο της Κοινότητας ή τον εφημέριο, σύμφωνα με τις παραπάνω διακρίσεις, με το οποίο βεβαιώνουν ή όχι το γεγονός, αφού προηγουμένως αυτοί συλλέξουν τις σχετικές πληροφορίες και πεισθούν ότι αυτές είναι σύμφωνες ή όχι με το πόρισμα της ανάκρισης.

 

γ) Από αντίγραφο φύλλου στρατολογικού Μητρώου ή σε περίπτωση αδυναμίας αυτού λόγω απώλειας, από βεβαίωση Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής που να φαίνεται ότι αυτός που έπαθε κατά το χρόνο του δυστυχήματος υπηρετούσε στις τάξεις του Στρατού.

 

 

Άρθρο 5 Α.Ν. 1119/1946

3. Όταν πρόκειται για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης στις οικογένειες αυτών που εξαφανίσθηκαν με τις συνθήκες των προϋποθέσεων των περιπτώσεων ιγ’ και ιε’ της παρ. 1 του άρθρου 24, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ειδικού νόμου για την αφάνεια. Η εξαφάνιση αποδεικνύεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 40.

ΑΡΘΡΟ 49
Δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης παθόντων σε πόλεμο. Διαδικαστικές διατάξεις

Έχει ληφθεί από την κοινή εγκύκλ. διαταγή των Υπουργείων Οικ/κών, Στρατιωτικών, Ναυτικών, Αεροπορίας και Δημ. Ασφαλείας με αριθμ. 287261/4.12.40 (αρ. εγκ. 33), που εκδόθηκε αντί κοινής απόφασης κατ’ εξουσιοδότηση του αρθρ. 11 του Α.Ν. 2650/40

 

 

Έχει ληφθεί από την
κοινή εγκύκλ. Υπουργ. Οικ/κών, Στρατιωτικών, Ναυτικών, Β. Αεροπορίας
και Δημ. Ασφαλείας με αριθ. 26401/30.1.41 (αρ. εγκ. 17)

1. Αν πρόκειται για τραύμα που λήφθηκε σε πόλεμο υποβάλλονται τα ακόλουθα δικαιολογητικά :

 

α) αίτηση του δικαιούχου.

 

β) πλήρες αντίγραφο φύλλου μητρώου που να περιέχει όλες τις μεταβολές αυτού και

 

γ) πιστοποιητικό του αρμόδιου Υπουργείου, από το οποίο να προκύπτουν και οι περιστάσεις, σύμφωνα με τις οποίες επήλθε ο πολεμικός του τραυματισμός.

 

2. Αν πρόκειται για νόσημα, που προήλθε από την υπηρεσία του σε πόλεμο ή επιστράτευση, για την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης υποβάλλονται:

 

α) αίτηση του δικαιούχου.

 

β) πιστοποιητικό του Νοσοκομείου, στο οποίο νοσηλεύτηκε αυτός που πέθανε το οποίο να περιέχει όλα τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 39 και

 

γ) αντίγραφο φύλλου μητρώου από το οποίο να φαίνονται όλες οι μεταβολές στο στρατό.

Άρθρο 5 παρ. 1 Α.Ν. 2885/41

3. Ο κανονισμός της σύνταξης των οπλιτών που κρίθηκαν ανίκανοι για το στράτευμα εξαιτίας τραύματος που λήφθηκε σε πόλεμο, μπορεί να γίνει και πριν από την οριστική απόλυσή τους από τις τάξεις του στρατού.

 

Γι’ αυτό όσοι οπλίτες κρίνονται ως ανίκανοι από τις αρμόδιες Επιτροπές Απαλλαγών σύμφωνα με τα παραπάνω, παραπέμπονται από το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύονται στην αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή για έκδοση της γνωμάτευσης σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 40.

Άρθρο 5 παρ. 2 περ. α’ και β’ Α.Ν. 2885/41,

σε συνδ. με το άρθρο 5 παρ. 1 Ν.Δ. 600/41

Στην Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή αποστέλλονται από το νοσοκομείο που νοσηλεύτηκε ο οπλίτης:

 

α) Αντίγραφο της γνωμάτευσης της Επιτροπής Απαλλαγών, με την οποία αυτός κρίθηκε ανίκανος, επικυρωμένο από το γραμματέα της Επιτροπής.

 

β) Το πιστοποιητικό του νοσοκομείου που προβλέπεται από το άρθρο 39. Σ’ αυτό πρέπει να αναφέρεται ρητά ότι πρόκειται για πολεμικό τραύμα ( με αναφορά αν είναι δυνατό της μάχης και των συνθηκών κάτω από τις οποίες προκλήθηκε το τραύμα) ή τυχόν για αυτοτραυματισμό ή γενικά για εκούσιο τραυματισμό. Η σχετική βεβαίωση πρέπει να στηρίζεται σε επίσημα στοιχεία δηλαδή στο δελτίο διακομιδής ή σε βεβαίωση του Γενικού Επιτελείου Στρατού VII Γραφείου, που εκδίδεται από τις καταστάσεις τραυματιών της οικείας Μονάδας ή σε βεβαίωση της Μονάδας.

 

Τα στοιχεία αυτά πρέπει να κατονομάζονται στο πιστοποιητικό και να τηρούνται στο αρχείο του νοσοκομείου μαζί με το φύλλο νοσηλείας του οπλίτη. Σε περίπτωση αδυναμίας απόδειξης από επίσημα στοιχεία του τραυματισμού εφαρμόζονται όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 45 του Κώδικα αυτού.

Άρθρο 5 παρ. 2 περ. γ’ Α.Ν.2885/41

γ) Αντίγραφο φύλλου στρατολογικού μητρώου του οπλίτη. Αυτό μπορεί να συντάσσεται μετά από υπεύθυνη δήλωση του ίδιου και ο σχετικός φάκελος συμπληρώνεται αργότερα από την Υπηρεσία Συντάξεων με αντίγραφο φύλλου μητρώου, που εκδίδεται από το αρμόδιο Στρατολογικό Γραφείο.

 

δ) Δήλωση του οπλίτη για τον τόπο που θα μεταβεί μετά την απόλυσή του (κατοικία του ως ιδιώτη και διεύθυνσή της), καθώς και για το Ταμείο από το οποίο επιθυμεί να λαμβάνει τη σύνταξή του.

Άρθρο 5 παρ. 3 Α.Ν. 2885/41

Η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, εφόσον θεωρήσει το τραύμα ή το πάθημα μη πολεμικό πρέπει να το αναφέρει αιτιολογημένα στη γνωμάτευσή της.

 

Η γνωμάτευση αυτή διαβιβάζεται από την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή μαζί με ολόκληρο το φάκελο στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για τον κανονισμό, εφόσον δικαιούται, και η σύνταξη πληρώνεται από την επομένη της οριστικής απόλυσής του από τις τάξεις του Στρατού.

Άρθρο 5 παρ. 5 Α.Ν. 2885/41

Οι οπλίτες που σύμφωνα με τα παραπάνω παραπέμπονται στην Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή εισάγονται σε νοσοκομείο της έδρας της Επιτροπής, που ορίζεται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και όσοι κρίνονται απ’ αυτήν ότι έχουν αναπηρία 10% και άνω από πολεμικό τραύμα, παραμένουν σ’ αυτό μέχρι τον κανονισμό της σύνταξής τους, χωρίς να απολύονται πριν από τον κανονισμό της.

Το νοσοκομείο που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο είναι υποχρεωμένο να γνωρίζει στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους χωρίς καθυστέρηση τη χρονολογία απόλυσης κάθε οπλίτη που δικαιώθηκε σύνταξη για την έναρξη καταβολής της σύνταξής του.

Άρθρο 5 παρ. 6 Α.Ν. 2885/41

Τα στρατιωτικά νοσοκομεία είναι υποχρεωμένα με την είσοδο σ’ αυτά τραυματιών οπλιτών, για τους οποίους προβλέπεται ότι είναι δυνατόν να γίνουν ανίκανοι για την στρατιωτική υπηρεσία, να μεριμνούν για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων επίσημων στοιχείων για την έκδοση του πιστοποιητικού του άρθρου 39 (δελτίου διακομιδής ή βεβαίωσης Γενικού Επιτελείου ή Μονάδας).

Άρθρο 5 παρ. 7 Α.Ν. 2885/41

Τα παραπάνω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για οπλίτες που κρίνονται ανίκανοι λόγω βλαβών από κρυοπαγήματα που οφείλονται στην εμπόλεμη υπηρεσία τους στο στρατό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ Ν.Δ. 179/1969

ΑΡΘΡΟ 65
Δικαιούχοι.

Άρθρο 1 Ν.Δ. 412/70

Αγωνιστές γενικά της Εθνικής Αντίστασης, που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι με απόφαση της Επιτροπής Κρίσης για την Εθνική Αντίσταση, που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Ν.Δ. 179/1969, οι οποίοι έχουν καταστεί μόνιμα ανίκανοι και έχουν τις προϋποθέσεις των επόμενων άρθρων, δικαιούνται τη σύνταξη που καθορίζεται απ’ αυτά.

 

 

Παρατήρηση: Το Ν.Δ. 412/1970 καταργήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 1543/85, όσοι όμως δικαιώθηκαν σύνταξη με εφαρμογή του εξακολουθούν να την εισπράττουν, εκτός αν ήθελαν να επιλέξουν εκείνη που δικαιούνται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1-14 του τελευταίου αυτού νόμου.

ΑΡΘΡΟ 66
Γεγονότα που παρέχουν δικαίωμα για σύνταξη.

Άρθρο 2 Ν.Δ.412/70

1. Αυτοί που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, εφόσον έπαθαν εξαιτίας τραυμάτων που προκλήθηκαν σε μάχη κατά του εχθρού ή από ατυχήματα ή βίαια περιστατικά, που είχαν άμεση σχέση με τη δράση τους στην Εθνική Αντίσταση ή από οποιαδήποτε δράση του εχθρού που αποδεδειγμένα έχει άμεση σχέση με τους σκοπούς του.

 

2. Δικαιούνται επίσης σύνταξη όσοι από τους παραπάνω έχουν καταστεί μόνιμα ανίκανοι από νόσο που ήταν αποτέλεσμα των κακουχιών της υπηρεσίας τους στην Εθνική Αντίσταση ή των οποιωνδήποτε κακουχιών που έχουν επαρκή αιτιώδη σχέση με τη δράση τους στην Εθνική Αντίσταση.

 

3. Τα οξέα νοσήματα παρέχουν δικαίωμα σύνταξης εφόσον είχαν εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της δράσης στην Εθνική Αντίσταση, και τα χρόνια εφόσον είχαν εκδηλωθεί μετά τη συμπλήρωση τρίμηνης υπηρεσίας στη ζώνη επαφής ή μέσα σ’ ένα εξάμηνο από την απομάκρυνση από τη ζώνη αυτή και εφόσον είχε συμπληρωθεί τρίμηνη συνεχής υπηρεσία σ’ αυτή.

 

4. Η διάρκεια της δράσης στην Εθνική Αντίσταση καθώς και η υπηρεσία στη ζώνη επαφής για κάθε αγωνιστή γενικά, βεβαιώνεται από την Επιτροπή του άρθρου 13 του Ν.Δ. 179/1969.

 

ΑΡΘΡΟ 67
Βαθμός ανικανότητας.

Άρθρο 3 Ν.Δ. 412/ 70

1. Το ποσοστό αναπηρίας ορίζεται από την Α.Σ.Υ. Επιτροπή, σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει γι’ αυτούς που έπαθαν στον πόλεμο 1940-1941.

 

2. Ποσοστό αναπηρίας μικρότερο από 25% δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης.

 

ΑΡΘΡΟ 68
Βαθμός συνταξιοδότησης.

Άρθρο 4 Ν.Δ. 412/70.

Για τον υπολογισμό της σύνταξης όσων αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο 65 αυτοί εξομοιώνονται με τους παρακάτω βαθμούς στρατιωτικών : ο αγωνιστής ή αυτός που εξομοιώνεται με αγωνιστή με στρατιώτη, ο ομαδάρχης με δεκανέα, ο οπλαρχηγός Γ’ ή Β’ κατηγορίας με λοχία, ο οπλαρχηγός Α’ κατηγορίας με επιλοχία, ο υπαρχηγός ή το μέλος διοικούσας ή εκτελεστικής Επιτροπής με ανθυπασπιστή, ο υποταγμένος αρχηγός με ανθυπολοχαγό, ο αυτοτελής αρχηγός με υπολοχαγό και ο γενικός αρχηγός με λοχαγό, εφόσον από άλλη διάταξη δε λαμβάνουν σύνταξη μεγαλύτερου βαθμού.

ΑΡΘΡΟ 69
Υπολογισμός σύνταξης.

Άρθρο 5 Ν.Δ. 412/ 70

Για τον υπολογισμό της σύνταξης οπλιτών, ανθυπασπιστών και αξιωματικών που αναγνωρίζονται ως ανάπηροι με τις παραπάνω προϋποθέσεις εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν για τις πολεμικές συντάξεις της περιόδου 1940-1950.

ΑΡΘΡΟ 70
Επιδόματα ανικανότητας.

Άρθρο 6 Ν.Δ.412/70

Όλα τα προσωπικά και αμεταβίβαστα επιδόματα των πολεμικών συνταξιούχων που χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που κάθε φορά ισχύουν απονέμονται και στους οπλίτες, ανθυπασπιστές και αξιωματικούς που αναγνωρίζονται ανάπηροι με βάση τις πιο πάνω προϋποθέσεις.

ΑΡΘΡΟ 71
Αποδείξεις παθήματος.

Άρθρο 7 Ν.Δ.412/70 σε συνδ. με τα άρθρα 16 του αυτού Ν.Δ. 412/70, 5 του Ν.Δ. 600/41 και την κατ’ εξουσ. του τελευταίου τούτου εκδ. αριθ. 37445/42 κοιν. Αποφ. Υπ. Εθν.
Άμυνας και
Οικονομικών.

 

Το είδος του τραύματος καθώς και το είδος και η εκδήλωση της νόσου αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 65, πρέπει να αποδεικνύεται από επίσημα στοιχεία του χρόνου κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκαν τα γεγονότα ή πάρα πολύ κοντά σ’ αυτόν.

Πάρα πολύ κοντά στην ημερομηνία του τραυματισμού ή της εκδήλωσης της νόσου χρονικό σημείο θεωρείται αυτό που δεν απέχει περισσότερο από ένα έτος από την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκαν τα γεγονότα αυτά.

 

2. Ο τόπος, ο χρόνος και οι συνθήκες του τραυματισμού ή του θανάτου αποδεικνύονται από επίσημα στοιχεία.

 

3. Σε περίπτωση αμφιβολίας για τη σχέση του θανάτου ή του τραύματος με το γεγονός που παρέχει δικαίωμα σύνταξης, το όργανο που δικαιοδοτεί ή αποφασίζει για τις συντάξεις, αποφασίζει ύστερα από γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής, η οποία είναι υποχρεωτική.

 

4. Η σχέση της νόσου με τις κακουχίες της υπηρεσίας στην Εθνική Αντίσταση κρίνεται από την Α.Σ.Υ.Ε., η γνωμάτευση της οποίας είναι υποχρεωτική.

 

5. Σε περίπτωση αδυναμίας απόδειξης από επίσημα στοιχεία του τραυματισμού ή του θανάτου των παραπάνω, τηρείται η διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 45 παρ. 2.

 

ΑΡΘΡΟ 72
Οικογένειες αυτών που σκοτώθηκαν, πέθαναν ή πεθαίνουν.

Άρθρα 8 και 9 Ν.Δ. 412/70

Οι οικογένειες των αναπήρων ή αυτών που σκοτώθηκαν ή εκτελέσθηκαν ή οπωσδήποτε πέθαναν, οι οποίοι είχαν αναγνωρισθεί αγωνιστές με τις προϋποθέσεις του άρθρου 66, δικαιούνται, σύμφωνα με την αντιστοιχία που καθορίζεται στο άρθρο 68, τη σύνταξη που προβλέπεται κάθε φορά για τις πολεμικές συντάξεις.

 

Η πατρική οικογένεια συμμετέχει στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 35.

ΑΡΘΡΟ 74 
Χρονολογία άσκησης του δικαιώματος για σύνταξη 

Άρθρο 13 Ν.Δ. 4121 70, όπως αντικ. με τα άρθρα 20 παρ. 6 του Ν. 1489/84 και 3 παρ. 10 Ν. 3075/02

Οποιοσδήποτε δικαιούται σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων ή αύξηση της σύνταξης του πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του δικαιώματος αυτού.

ΤΜΗΜΑ Ε’ 
ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΑΜΑΧΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ 
ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ ΣΥΝΤΑΞΗΣ


ΑΡΘΡΟ 77 
Δικαιούχοι από τραύμα.

Άρθρα 4 παρ. 1 Α.Ν. 2666/40, 1 Ν. 812/43, 2 Ν. 16407 44, 1 και 14 Α.Ν. 1512/50, 8 Ν. 955/79 και 8 Α.Ν. 1119/46

1. Έλληνες πολίτες από τον άμαχο πληθυσμό, ανεξάρτητα από φύλο, που έχουν συμπληρωμένο το 14° έτος της ηλικίας τους, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, εφόσον έχουν υποστεί διαρκή μείωση της ικανότητάς τους για εργασία από τραύμα που προήλθε:

 

α) Από οποιοδήποτε γεγονός που οφείλεται στη γενική εμπόλεμη κατάσταση και είχε συμβεί στο χρονικό διάστημα από 28ης Οκτωβρίου 1940 μέχρι 15ης Αυγούστου 1945.

 

β) Από δυστυχήματα που προήλθαν από αυτοκίνητα του εχθρού.

 

γ) Από δράση των συμμοριτών ή άλλων ανατρεπτικών στοιχείων από 1ης Ιανουαρίου 1943 και μετέπειτα και

 

δ) Από έκρηξη βλημάτων ή εκρηκτικών μηχανημάτων κάθε είδους, που τοποθετήθηκαν εξαιτίας του πολέμου ή είχαν εγκαταλειφθεί από τις αρχές κατοχής και δεν είχαν περισυλλέγει, και αν ακόμη ο τραυματισμός επήλθε μετά τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης.

 

Όσοι από τους παραπάνω δεν έχουν συμπληρώσει το 14° έτος της ηλικίας τους δικαιούνται σύνταξη από τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής.

Άρθρο 5 Ν. 1769/51

2. Την παραπάνω σύνταξη δικαιούνται και οι Έλληνες το γένος Δωδεκανήσιοι, που έπαθαν κατά το διάστημα του τελευταίου πολέμου.

Άρθρο 2, παρ. 1, Ν. 1640/44

3. Επίσης την ίδια σύνταξη δικαιούται και το προσωπικό των εμπορικών πλοίων από έλληνες πολίτες, αν πρόκειται για τραύμα που είχε συμβεί οπουδήποτε από πολεμική ενέργεια, από την έναρξη της γενικής εμπόλεμης κατάστασης και μέχρι το τέλος της.

ΑΡΘΡΟ 78 
Γεγονότα που παρέχουν δικαίωμα σύνταξης.

Άρθρο 4, παρ. 1, Α.Ν. 2666/40 και 1 παρ. 3 Ν.812/43

Θεωρούνται ότι οφείλονται, κατά την έννοια της περίπτωσης α’ του προηγούμενου άρθρου, στη γενική εμπόλεμη κατάσταση τα τραύματα, θανατηφόρα ή όχι, που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων ή από βομβαρδισμό από την ξηρά, θάλασσα και αέρα, καταβύθιση πλωτών μέσων γενικά, έκρηξη βλημάτων ή από άλλα ατυχήματα ή συμβάντα, τα οποία μπορούν ν’ αποδοθούν σε γεγονότα του πολέμου, καθώς και ο θάνατος, έστω και από νόσο, αν επήλθε σε αιχμαλωσία, ομηρία ή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Άρθρο 1 παρ. 4 Ν. 812/43

Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει σχετικά με το πάθημα βαρύ πταίσμα αυτού που έπαθε δε γεννιέται δικαίωμα για σύνταξη.

Άρθρο 2, παρ. 4 Ν. 1640/44

Δε δικαιούνται, επίσης, σύνταξη όσοι από τους παραπάνω ανήκουν σε αναρχικές ή ανατρεπτικές οργανώσεις.

ΑΡΘΡΟ 79 

Συντάξιμη αναπηρία.

Έχει ληφθεί από τα άρθρα 1 και 4 Α.Ν. 1512/50, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 27 παρ. 2 Ν. 955/78

Για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης ανικανότητας γι’ αυτούς που καθίστανται ανίκανοι σύμφωνα με τις πιο πάνω προϋποθέσεις, απαιτείται ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 25%.

ΑΡΘΡΟ 80 
Ποσό σύνταξης.

Έχει ληφθεί από το άρθρο 1 Ν.68/75, όπως αντικ. με το άρθρο 4, παρ. 2 του Ν. 1859/89

Η σύνταξη που ανήκει στους παραπάνω παθόντες ορίζεται ίση με το 90% της μηνιαίας σύνταξης που ανήκει κάθε φορά, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τις πολεμικές συντάξεις, σε οπλίτη που έχει υποστεί την ίδια μείωση της ικανότητας για εργασία εξαιτίας της υπηρεσίας του σε πόλεμο

     Το άρθρο 80 τροποποιήθηκε ως άνω από την παρ. 1α του άρθρου 5 του ν. 3620/11.12.07(Α΄276)

   (Με την περ. β της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3620/07, ορίζεται ότι : «Από την 1η Ιανουαρίου 2008 αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής οίκοθεν όλες οι συντάξεις των αναπήρων αμάχου πληθυσμού και των οικογενειών τους που δεν καθορίζονται με βάση μισθό ενεργείας και που έχουν αναγνωριστεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2007»)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ 
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ


ΑΡΘΡΟ 81 
Βοήθημα οικογένειας.

Άρθρο 2 και 5 Α.Ν. 1512/50 σε συνδ. με το άρθρο 7 Ν. 68/75

Στις οικογένειες των πολιτών από τον άμαχο πληθυσμό που αναφέρονται στο άρθρο 77 οι οποίοι έπαθαν με τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού καθώς και στις οικογένειες των αναπήρων της κατηγορίας αυτής που πέθαναν ή πεθαίνουν, παρέχεται μηνιαίο βοήθημα σε ποσό ίσο προς 75% της κάθε φορά σύνταξης, που ανήκει ανάλογα με την περίπτωση στην οικογένεια στρατιώτη που έπαθε ή πέθανε εξαιτίας του πολέμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων που ισχύουν κάθε φορά για τις πολεμικές συντάξεις.

 

Το βοήθημα αυτό παρέχεται σύμφωνα με τους πιο κάτω ειδικότερους ορισμούς και εφόσον συντρέχουν οι όροι αυτών.

ΑΡΘΡΟ 82 
Μέλη οικογένειας.

Άρθρο 3 Α.Ν. 1512/50, όπως αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 8 του Ν. 1976/91

1. Μέλη της οικογένειας αυτού που πέθανε, τα οποία δικαιούνται βοήθημα, είναι οι χήρες, τα ανήλικα ή ενήλικα μεν, αλλά ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 67% και άνω αγόρια, οι γονείς και οι ανίκανες άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες με ποσοστό ανικανότητας 67% και άνω, εφόσον συντρέχουν ανάλογα με την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση αυτού που πέθανε οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 35 και 36 του Κώδικα αυτού. Το ποσοστό αναπηρίας, όπου απαιτείται, διαπιστώνεται με γνωμάτευση της Ανώτατης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής.

 

2. Συντάξεις που έχουν απονεμηθεί σε οικογένειες πολιτών από τον άμαχο πληθυσμό που σκοτώθηκαν με τις συνθήκες των άρθρων 77 και 78 του Κώδικα αυτού και διακόπηκαν σε εφαρμογή του άρθρου 10 του Α.Ν. 1512/1950, επαναχορηγούνται και μετατρέπονται σε βοηθήματα με πράξη ή απόφαση των αρμόδιων συνταξιοδοτικών οργάνων, εφόσον συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.

 

Άρθρο 12 Α.Ν. 1512/50

3. Από 1ης Νοεμβρίου 1950 παύουν να καταβάλλονται και οι συντάξεις που αναγνωρίσθηκαν σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6 του Ν. 2769/1922 και την παρ. 4 του άρθρου 6 του Ν. Δ/τος της 23ης Νοεμβρίου 1925, όπως αυτά τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, σε έλληνες πολίτες που έπαθαν από γεγονός του πολέμου, στις οικογένειες τους σε περίπτωση θανάτου τους καθώς και στις οικογένειες αυτών που πέθαναν σύμφωνα με τους ίδιους όρους: Οι συντάξεις αυτές μετατρέπονται σε βοηθήματα σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού και του προηγούμενου άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ 
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


ΑΡΘΡΟ 83
Συμπλήρωση ηλικίας - Επανεξέταση εξαιτίας επιδείνωσης της υγείας του αναπήρου.

Άρθρο 25 Ν. 1694/87

Άρθρο 10 παρ. 1 Α.Ν.835/48 σε συνδ. με τα άρθρα 1 και 4 Α.Ν. 1512/50

1. Η συμπλήρωση του 14ου έτους της ηλικίας των Ελλήνων πολιτών που έπαθαν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 79, για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης θεωρείται ότι έγινε την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το 14° έτος της ηλικίας αυτών, εκτός αν από ληξιαρχική πράξη γέννησης που συντάχθηκε εμπρόθεσμα προκύπτει η ακριβής χρονολογία γέννησης, οπότε η χρονολογία αυτή λαμβάνεται υπόψη για την εξέταση του δικαιώματος σε σύνταξη.

 

2. Όπου σύμφωνα με τα παραπάνω το δικαίωμα βοηθήματος εξαρτάται από ορισμένη ηλικία, αυτή λογίζεται ότι συμπληρώθηκε την 31n Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται με βάση εγγραφή που υπάρχει, αν πρόκειται για άνδρες στα οικεία μητρώα αρρένων, και αν πρόκειται για γυναίκες στα οικεία δημοτολόγια, εκτός αν από ληξιαρχική πράξη γέννησης που συντάχθηκε εμπρόθεσμα προκύπτει η ακριβής χρονολογία γέννησης, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτή.

 

Άρθρο 25 παρ. 2 Ν. 1694/87, όπως αντικ. με το άρθρο 3 παρ. 17 Ν.3408/05

3. Οι ανάπηροι του άμαχου πληθυσμού, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 77 έως 80 του Κώδικα αυτού, εφόσον επικαλούνται επιδείνωση της κατάστασης της υγείας τους, που οφείλεται στην εξέλιξη της πάθησης για την οποία συνταξιοδοτήθηκαν, δικαιούνται με αίτηση τους να επανεξετασθούν από την Ανώτατη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή (Α.Σ.Υ.Ε.). Οι επανεξετάσεις του προηγούμενου εδαφίου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι περισσότερες από δύο (2).

 

Άρθρο 25 παρ. 2 Ν. 1694/87.

4. Η Α.Σ.Υ.Ε. αποφαίνεται με αιτιολογημένη γνωμάτευσή της για την επιδείνωση ή όχι της υγείας του αναπήρου που επανεξετάζεται, για τα αίτια που προκάλεσαν την επιδείνωση αυτή, για το ποσοστό ανικανότητας κατά το χρόνο της επανεξέτασης του και για το αν η επιδείνωση είναι συνέπεια του παθήματος για το οποίο συνταξιοδοτείται.

Άρθρο 25 παρ. 2 Ν. 1694/87.

5. Η σύνταξη του αναπήρου κανονίζεται με βάση το νέο ποσοστό ανικανότητας που καθορίζεται μετά από την επανεξέταση είτε αυτό είναι μεγαλύτερο είτε είναι μικρότερο. Σε περίπτωση που καθορισθεί ποσοστό ανικανότητας που δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται.

ΑΡΘΡΟ 84 
Απορία.

Άρθρο 4 εδαφ. τελευτ. Α.Ν. 1512/50

Όπου στις προηγούμενες διατάξεις γίνεται λόγος για απορία αυτή πρέπει να είναι πλήρης και κρίνεται από το αρμόδιο για τις συντάξεις συνταξιοδοτικό ή δικαιοδοτικό όργανο.


ΑΡΘΡΟ 85 
Αναγνώριση δικαιώματος.

Άρθρο 7 παρ. 2 Α.Ν. 1512/50

Η αναγνώριση του δικαιώματος γίνεται με αίτηση του ενδιαφερομένου, η οποία υποβάλλεται μαζί με τα δικαιολογητικά που ορίζονται για κάθε μία περίπτωση στο άρθρο 87, στην αστυνομική αρχή του τόπου μόνιμης κατοικίας του αιτούντος.

ΑΡΘΡΟ 86 
Διαδικασία απόδειξης παθήματος.

Έχει ληφθεί από τις έναντι του άρθρου 63 του Κώδικα διατάξεις

Για την απόδειξη των περιστάσεων του παθήματος των παραπάνω τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 63 αυτού του Κώδικα.

ΑΡΘΡΟ 87 
Δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν.

Άρθρο 16 παρ. 1 Α.Ν. 1512/50 και αριθ. 287441/30.10. 50 απόφ. Υπ. Οικ.

1. Για την αναγνώριση του παραπάνω δικαιώματος σύνταξης ή βοηθήματος απαιτούνται τα παρακάτω δικαιολογητικά:

 

α) Αν πρόκειται το δικαιούχο:

 

αα) αίτηση αυτού στην οποία πρέπει να περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το πάθημα.

 

ββ) ληξιαρχική πράξη γέννησης και

 

γγ) πιστοποιητικό κοινοτικής ή δημοτικής αρχής για την εγγραφή του στα μητρώα αρρένων.

 

β) Αν πρόκειται για οικογένεια:

 

αα) αίτηση του ενδιαφερομένου στην οποία πρέπει να αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια οι περιστάσεις του παθήματος, καθώς και να αναγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η κινητή ή ακίνητη περιουσία που κατέχει ο αιτών καθώς και το τυχόν βιοποριστικό επάγγελμα που ασκεί ο ίδιος.

 

ββ) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης αυτού που πέθανε το οποίο εκδίδεται από την οικεία δημοτική ή κοινοτική αρχή στο οποίο να φαίνονται: 1) ο αύξων αριθμός μητρώου και το έτος γέννησης αυτού που πέθανε καθώς και αν αυτός ήταν έγγαμος ή άγαμος, 2) όλα τα πρόσωπα της οικογένειας του που άφησε στη ζωή, καθώς και την προσωπική κατάσταση καθενός απ’ αυτά (έγγαμα, άγαμα), 3) το έτος γέννησης καθώς και ο αύξων αριθμός εγγραφής τους στα μητρώα αρρένων ή του δημοτολογίου αν πρόκειται για γυναίκες, 4) το επάγγελμα και η περιουσιακή τους κατάσταση, αν δηλαδή οι αιτούντες έχουν στην κατοχή τους κινητή ή ακίνητη περιουσία (σπίτι, κτήματα, ελαιώνες, δάση, οπωροφόρα δέντρα, λιβάδια, κοπάδια κ.λπ.).

 

Σε περίπτωση κατά την οποία ο αιτών δεν ασκεί επάγγελμα πρέπει να σημειώνεται αν αυτός είναι ικανός για εργασία ή ανίκανος γι’ αυτή εξαιτίας σωματικής ή πνευματικής βλάβης και ποιας. Αν δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία το πιο πάνω πιστοποιητικό πρέπει να εκδίδεται με βάση βεβαίωση του Εφημερίου της Ενορίας των αιτούντων. Αν ο αιτών δε διαμένει στην περιφέρεια του τόπου της καταγωγής του απαιτείται η υποβολή πιστοποιητικού της δημοτικής ή κοινοτικής αρχής των τόπων της καταγωγής και της κατοικίας του. Και αν μεν το παραπάνω πιστοποιητικό εκδοθεί από κοινοτικές αρχές πρέπει να προσυπογράφεται από τον Εφημέριο της κατοικίας του αιτούντος και την αρμόδια αστυνομική αρχή για την αλήθεια του περιεχομένου του πιστοποιητικού αυτού σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση και την ικανότητα ή όχι για εργασία του ενδιαφερόμενου, εφόσον δε εκδοθεί από δημοτικές αρχές, η περιουσιακή κατάσταση και η ικανότητα ή όχι για εργασία του αιτούντος θα βεβαιώνεται στο πιστοποιητικό με βάση βεβαίωση του Εφημερίου και όμοια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, και αντίγραφα αυτών των βεβαιώσεων θα επισυνάπτονται στο πιστοποιητικό που θα εκδοθεί.

 

γγ) Πιστοποιητικό του υποθηκοφύλακα της περιφέρειας του τόπου της μόνιμης κατοικίας του δικαιούχου, στο οποίο να φαίνεται αν αυτός έχει ή όχι στην κατοχή του ακίνητη περιουσία. Αν ο αιτών δε διαμένει στην περιφέρεια του τόπου της καταγωγής του, απαιτείται η υποβολή πιστοποιητικού του υποθηκοφύλακα των τόπων της μόνιμης κατοικίας και της καταγωγής του.

 

δδ) Πιστοποιητικό Οικονομικής Εφορίας αν πρόκειται γi’ αυτούς που διαμένουν μόνιμα σε πόλεις πάνω από 5.000 κατοίκους, στο οποίο να φαίνεται αν ο αιτών βρίσκεται ή όχι γραμμένος στους φορολογικούς καταλόγους και σε καταφατική περίπτωση ποια είναι η φορολογική του κατάσταση.

 

 

Άρθρο 16 παρ. 2, Α.Ν. 1512/50

2. Ψευδείς ισχυρισμοί του αιτούντος, που αναφέρονται στα περιστατικά του παθήματος ή στην περιουσιακή του κατάσταση έχουν ως συνέπεια εκτός από την επιστροφή της συντάξεως ή βοηθήματος που έχει ληφθεί και την ποινή φυλάκισης μέχρι 2 ετών.

 

 

Διευκρινιστική διάταξη

3. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης από τρίτο πρόσωπο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 58.

ΤΜΗΜΑ ΣΤ’ 
ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ 
ΠΟΣΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

ΑΡΘΡΟ 88 
Υπολογισμός σύνταξης ανάπηρων οπλιτών.

Άρθρα 2 Α.Ν. 2650/40, 2 Α.Ν. 2734/40, παρ. 2 Ν.Δ. 1260/42, 2 Α.Ν. 1939/51, 6 ΠΥΣ 188/60, κυρωθ. δι’ αρθρ. 37 ν.δ. 4242/ 62, 9 Α.Ν.377/68, Ν.Δ. 80/69, Ν.Δ. 416/70, Ν.Δ.829/71, Ν.Δ. 1317/72, Ν.Δ. 132/73, Ν.Δ.278/74, Ν.Δ.67/74, Ν.32/75, Ν.290/76, Ν. 550/77, Ν. 787/78, Ν. 12027 81, όπως αντικ. με τα άρθρα 1 του Ν. 1859/89, 2 παρ. 1 του Ν. 2592/98, 3 παρ. 3 του Ν. 2703/99, άρθρο 1, παρ. 5 Ν. 3408/05 και άρθρο 1, παρ. 5 του Ν. 3513/06.

1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη ανικανότητας που αναγνωρίζεται στους ανάπηρους πολέμου οπλίτες, των οποίων η σύνταξη δεν κανονίζεται με βάση το μισθό ενεργείας, είναι ίση με το 1,227% του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά, ανά εκατοστό ανικανότητας

        Η παρ.1 του άρθρου 88 τροποποιήθηκε ως άνω από την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3620/11.12.07 (Α΄276)

 

Διευκρινιστική διάταξη από την 64/62 ΠΥΣ, όπως κυρώθηκε με το αρθρ. 37 Ν.Δ. 4242/62.

2. Για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης των βαριά αναπήρων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 129, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου αυτού.

Άρθρ. 6 παρ. 1 εδάφ. τρίτο Ν. 36/46

3. Η σύνταξη των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 27 κανονίζεται με βάση το βαθμό που τελικά τους έχει απονεμηθεί.

ΑΡΘΡΟ 89 
Υπολογισμός σύνταξης οικογενειών οπλιτών.

Άρθρα 2 παρ. 2 Α.Ν. 2650/1940, 2 παραγρ. 2 Α.Ν. 1939/1951 και 7 παρ. 2 ΠΥΣ 188/60, που κυρώθηκε με το αρθρ. 37 Ν.Δ. 4242/62, αρθρ. 9 Α.Ν. 377/68, όπως τα ποσά διαμορφ. μεταγενέστερα με τα Ν.Δ. 80/69, Ν.Δ. 416/70, Ν.Δ.829/71, Ν.Δ. 1317/72, Ν.Δ. 132/73, Ν.Δ.278/74, Ν.Δ. 67/74, Ν. 32/75, Ν.290/76, Ν.550/77, Ν. 787/1978, Ν.1202/81, όπως αντί κ. με το άρθρ. 2 παρ. 1 του Ν. 1859/89

Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 10, η σύνταξη των οικογενειών των οπλιτών που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου ορίζεται μετά το θάνατο τους στο μισό της σύνταξης που ανήκει σ’ αυτόν που πέθανε. Η σύνταξη αυτή προσαυξάνεται για κάθε τέκνο που έχει δικαίωμα σύνταξης, κατά το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 95 για το βαθμό ανθυπασπιστή.

ΑΡΘΡΟ 90 
Οικογένειες έγγαμων οπλιτών που σκοτώθηκαν.

Άρθρα 1 Α.Ν.2650/40 Ν.Δ. 1260/42, Α.Ν. 2734/40, Ν. 5/43, Α.Ν. 1939/51, 6 ΠΥΣ 188/60, που κυρώθηκε με το αρθρ. 37 Ν.Δ.4242/ 62, 8 Α.Ν. 377/68, όπως τα ποσά διεμορφώθ. με τα Ν.Δ. 80/69, 416/70, 829/71, 1317/72, 132/73, 278/74, 67/74, νόμων 32/75, 290/76, 550/77, 787/78, Ν. 1202/81, όπως αντικ. με το αρ. 2 παρ. 2 του Ν. 1859/89, άρθρο 2 παρ. 17 περ. α’ Ν. 3075/02 και το άρθρο 3, παρ. 15 α του Ν. 3513/06.

 

1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη, που αναγνωρίζεται στις οικογένειες των έγγαμων οπλιτών που σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή νόσο απότοκο των κακουχιών του πολέμου, ορίζεται στο ποσό που αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη που φέρει ανικανότητα 40%, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κώδικα αυτού.

Άρθρα 1 Α.Ν.2650/40, Ν.Δ. 1260/42, Α.Ν. 1939/51, 6 ΠΥΣ 188/60, που κυρώθ. με το αρθρ. 37 Ν.Δ. 4242/62, 8 Α.Ν. 377/68, όπως διαμορφ. με τ’ ανωτέρω νομοθετήματα και αντικ. με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 1859/89.

 

2. Αν μαζί με τη χήρα σύζυγο συντρέχουν και τέκνα που δικαιούνται σύνταξη, η σύνταξη αυτή προσαυξάνεται για κάθε τέκνο κατά το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 85 για το βαθμό του ανθυπασπιστή. Αν πρόκειται για συνταξιοδότηση μόνο τέκνων, προστίθεται στη σύνταξη που καθορίζεται παραπάνω, την οποία λαμβάνει το πρώτο τέκνο, η ίδια προσαύξηση για καθένα από τα άλλα τέκνα που δικαιούνται σύνταξη.

ΑΡΘΡΟ 91
Οικογένειες άγαμων οπλιτών που σκοτώθηκαν.

Άρθρα 1 Α.Ν.2650/40, Ν.Δ. 1260/42, Α.Ν.1939/51, 6 ΠΥΣ 188/60, που κυρώθ. με τα αρθρ. 37 Ν.Δ. 4242/62, 8 Α.Ν. 377/68, όπως τα ποσά διαμορφ. με τα Ν.Δ. 80/69, 416/70, 829/71, 1317/72, 132/73, 287/74, 67/64, τους νόμους 32/75, 290/76, 550/77, 787/78, Ν.1202/81, και αντικατ. με το αρ. 2 Παρ. 3 του Ν. 1859/89, άρθρο 2 παρ. 17 περ. β’ του Ν. 3075/02 και άρθρο 3, παρ. 15 β του Ν. 3513/06.

Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη, που αναγνωρίζεται στις οικογένειες των άγαμων οπλιτών που σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή νόσο απότοκο των κακουχιών του πολέμου, ορίζεται στο ποσό που αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη που φέρει ανικανότητα 40%, σύμφωνα με το άρθρο 88 του Κώδικα αυτού.

Άρθρον 1 Ν.Δ. 2200/52, 6 ΠΥΣ 188/60, που κυρώθ. με το αρθρ. 37 Ν.Δ. 4242/62, 8 Α.Ν. 377/68 κ.λπ. όπως στην παρ. 1, όπως αντικατ. με το αρ. 2 παρ. 3 του Ν.1859/89.

2. Αν κατά την 1η Ιουλίου 1952,

 

α) ο πατέρας είχε συμπληρώσει το 65° έτος της ηλικίας του,

 

β) η μητέρα που δικαιούται σύνταξη είχε συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας της, οι δε άγαμες αδελφές ή αδελφοί ήταν κατά τον ίδιο χρόνο ανήλικοι ή ενήλικοι αλλά ανίκανοι για εργασία και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ενήλικος αδελφός ικανός για εργασία, η σύνταξη ορίζεται στο ποσό της προηγούμενης παραγράφου και προσαυξάνεται για κάθε αδελφό ή αδελφή που δικαιούται σύνταξη κατά το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 95 για το βαθμό του ανθυπασπιστή.

Άρθρ. 56 παρ. Β.Δ. 31.10.35 σε συνδ. με τα αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51.

3. Η σύνταξη της μητέρας και των αδελφών ανήκει η μισή στην μητέρα, η άλλη μισή στις αδελφές και στους αδελφούς σε ίσα μερίδια με δυνατότητα να ζητηθεί η καταβολή της σύνταξης αυτής χωριστά.

Αν κάποιο από τα αδέλφια παντρευτεί ή πεθάνει ή αν κάποιο από τα αγόρια ενηλικιωθεί, το μερίδιο του προσαυξάνει το μερίδιο της μητέρας και των άλλων αδελφών.

Άρθρ. 56 παρ. 3 Β.Δ. 31.10.35 σε συνδ. με τα αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 Παρ. 1 Α.Ν. 1854/51.

 

4. Όταν δεν υπάρχει μητέρα ή αυτή έχει πεθάνει η σύνταξη ανήκει ολόκληρη στις αδελφές και στους αδελφούς.

Άρθρ. 56 παρ. 4 Β.Δ. 31.10.35 σε συνδ. με τα αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ.1 Α.Ν. 1854/51.

5. Σε περίπτωση που δικαιούνται σύνταξη και οι δύο γονείς, η σύνταξη μοιράζεται μεταξύ τους σε ίσα μερίδια.

ΑΡΘΡΟ 92
Αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, πολιτικοί υπάλληλοι, δημοτικοί και κοινοτικοί άρχοντες, εκκλησιαστικοί λειτουργοί, υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ. και ΟΤΑ και σιδηροδρομικοί

Άρθρ. 4 και 7 Α.Ν.
2665/40, 1 Ν.362/43, όπως συμπλ. με τα άρθρ. 3, 4 Ν.812/43, 3 Ν. 1640/44, 5 Ν. 939/51 και 1 των ΠΥΣ 74/61, 141/61 και 64/62 οι οποίες κυρωθ. με το αρθρ. 37 του Ν.Δ. 4242/62, σε συνδ. με το άρθρ. 3 Α.Ν. 835/48.

1. Ο συντάξιμος μισθός με βάση τον οποίο υπολογίζεται η σύνταξη των αξιωματικών και ανθυπασπιστών γενικά που δεν έχουν υπαχθεί στις ειδικές πολεμικές καταστάσεις, των τακτικών δημόσιων υπαλλήλων και του βοηθητικού προσωπικού, των δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων και των εκκλησιαστικών λειτουργών και όσων εξομοιώνονται με αυτούς, των τακτικών σιδηροδρομικών υπαλλήλων, των τακτικών υπαλλήλων ΝΠΔΔ και ΟΓΑ ορίζεται ως εξής:

 

α) για όσους έχουν υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία μέχρι 45%, στα 80% του κάθε φορά μηνιαίου βασικού μισθού ενεργείας του βαθμού, του οποίου τη σύνταξη δικαιώθηκαν.

 

β) για όσους έχουν υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία 50% - 65%, στα 90% του παραπάνω βασικού μισθού.

 

γ) για όσους έχουν υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία 70% - 80% στο 100% του παραπάνω βασικού μισθού.

 

δ) για όσους έχουν υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία 85%-90%, στα 110% του παραπάνω βασικού μισθού.

 

ε) για όσους έχουν υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία 95%, στα 120% του παραπάνω βασικού μισθού.

 

στ) για όσους έχουν υποστεί μείωση της ικανότητας για εργασία 100% στα 150% του παραπάνω βασικού μισθού με εφαρμογή και των διατάξεων του άρθρου 129, όποτε συντρέχει περίπτωση.

 

 

Έχει ληφθεί από το συνδ. των διατάξεων του αρθρ. 1 παρ. 1 εδαφ. δευτ. ΠΥΣ 74/61 όπως αντικατ. με το αρθρ. 1 της ΠΥΣ 141/61 που κυρώθηκε με το αρθρ. 37 Ν.Δ.4242/62 και του αρθρ. 2 παρ. 2 Ν.787/78 που τροποπ. με το αρθρ. 4 παρ. 6 Ν. 2320/95.

Η προσαύξηση της σύνταξης των παραπάνω για επίδομα χρόνου υπηρεσίας, υπολογίζεται στο βασικό μισθό του βαθμού του οποίου τη σύνταξη δικαιώθηκαν.

Άρθρο 3 Ν. 1640/44

2. Η σύνταξη των αξιωματικών και των ανθυπασπιστών ορίζεται:

 

α) για όσους είναι ανίκανοι για τη στρατιωτική υπηρεσία, στο σύνολο του συντάξιμου μισθού τους.

 

β) για όσους έχουν αναπηρία 25% και άνω, στα 2/3 του συντάξιμου μισθού τους.

 

γ) για τους υπόλοιπους στο 1/2 του συντάξιμου μισθού τους.

Άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 362/43, όπως αντικ. με το αρθρ. 14 παρ. 6 Ν.Δ. 3768/57.

Βοηθητικοί υπολοχαγοί του Ν. 2588/21, όπως αυτός τροποποιήθηκε αργότερα, που έχουν απομακρυνθεί ή απομακρύνονται οπωσδήποτε από την υπηρεσία, λαμβάνουν ως σύνταξη ολόκληρο το συντάξιμο μισθό του βαθμού τους.

Έχει ληφθεί από το αρθρ. 1 παρ. 4 Ν. 362/43.

Ως συντάξιμος μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη των παραπάνω λαμβάνεται υπόψη αυτός που ανήκει στο βαθμό, τον οποίο αυτοί έφεραν κατά το χρόνο του παθήματος.

Άρθρα 3, 4 και 7 Α.Ν. 2665/40

3. Η σύνταξη των τακτικών δημόσιων υπαλλήλων και του βοηθητικού προσωπικού, των δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων και των εκκλησιαστικών λειτουργών, των τακτικών σιδηροδρομικών υπαλλήλων, των τακτικών υπαλλήλων ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, των υπαλλήλων του Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων από το βαθμό του υπαστυνόμου β’ τάξεως, που συμπεριλαμβάνεται, και πάνω καθώς επίσης και των υπαλλήλων του Πυροσβεστικού Σώματος από το βαθμό του σταθμάρχη β’ , του αρχιοδηγού β’, του αρχιτεχνίτη β’, που συμπεριλαμβάνονται και πάνω, ανέρχεται, αν είναι ανίκανοι για την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, σ" ολόκληρο το συντάξιμο μισθό που αναφέρεται στην παραπάνω παρ. 1 για τον αμέσως μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που έφεραν κατά τον τραυματισμό τους, και, αν είναι ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, σ’ ολόκληρο το συντάξιμο μισθό που αναφέρεται στην παρ. 1 για δύο βαθμούς μεγαλύτερους από εκείνον που έφεραν κατά τον τραυματισμό τους.

ΑΡΘΡΟ 93
Οικογένειες, αξιωματικών, ανθυπασπιστών, πολιτικών υπαλλήλων, δημοτικών και κοινοτικών αρχόντων και εκκλησιαστικών λειτουργών, οι οποίοι πέθαναν μετά την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης.

Άρθρο 2 παρ. 3 Α.Ν. 2665/40, σε
συνδ. με το αρθρ. 1 παρ. 5 Ν.362/43 και
1 παρ. .. και 4 Α.Ν. 835/48, όπως
αντικατ. με το άρθρο 3 παρ. 4 εδαφ.
πρώτο του Ν. 2703/99.

Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 110, οι συντάξεις των προσώπων που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο μεταβιβάζονται μετά το θάνατο τους στις οικογένειές τους κατά το μισό.

 

Αν πρόκειται για χήρα σύζυγο και ορφανά τέκνα, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.

ΑΡΘΡΟ 94
Οικογένειες αξιωματικών, μόνιμων υπαξιωματικών και δημόσιων υπαλλήλων που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 75 του Α.Ν. 1854/1951.

Άρθρο 75 παρ. 7 εδαφ. πρώτο Α.Ν. 1854/51, όπως αντικ. με το αρθρ.
14 παρ. 4 Ν.Δ. 3768/57 (άρθρ. 70
παρ. 6 Π.Δ. 1041/79).

Οι οικογένειες των αξιωματικών και μόνιμων υπαξιωματικών γενικά και εκείνων που εξομοιώνονται με αυτούς, είτε είναι στην ενέργεια είτε όχι, καθώς και των δημόσιων γενικά υπαλλήλων, είτε είναι στην υπηρεσία είτε όχι, οι οποίοι σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή στο συμμοριακό αγώνα ή σε διατεταγμένη υπηρεσία σε καιρό ειρήνης, οπωσδήποτε και αν αναγνωρίστηκε αυτή ή εκτελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου ή πέθαναν σε αιχμαλωσία ή ομηρία ή πέθαναν από τραύμα που προήλθε από οποιοδήποτε άλλο πολεμικό γεγονός ή από νόσο απότοκη των κακουχιών του πολέμου ή του συμμοριτοπολέμου ή πνίγηκαν στο ναυάγιο του ναρκαλιευτικού «Σπερχειός» και του ατμόπλοιου «Χειμάρα», εφόσον όλες οι παραπάνω οικογένειες πήραν πολεμική σύνταξη, μπορούν να ζητήσουν την υπαγωγή τους στις διατάξεις του Α.Ν. 1854/51, οπότε η σύνταξη τους κανονίζεται με βάση το σύνολο του συντάξιμου μισθού του αμέσως ανώτερου βαθμού από εκείνον που έφεραν αυτοί που σκοτώθηκαν ή πέθαναν κατά το χρόνο του παθήματος, και στην περίπτωση που δεν υπάρχει ανώτερος βαθμός στον κλάδο που ανήκε αυτός που σκοτώθηκε ή πέθανε με βάση το σύνολο του συντάξιμου μισθού του βαθμού που έφερε αυτός αυξημένο με όλο το επίδομα ευδόκιμης παραμονής που παρασχέθηκε σ’ αυτούς που είχαν εξαντλήσει την ιεραρχία τους.

 

Βαθμός που έφερε αυτός που σκοτώθηκε ή πέθανε νοείται και εκείνος που απονεμήθηκε μετά το θάνατο αλλά από χρονολογία προγενέστερή του.

 

Άρθρ. 75 παρ. 7 εδαφ. τρίτο Α.Ν. 1854/51, όπως αντικ. με το αρθρ. 1 παρ. 12 ν. 2592/98.

2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου το ποσοστό της σύνταξης της χήρας συζύγου ορίζεται στα 7/10 της σύνταξης που απονέμεται ή έχει απονεμηθεί στο σύζυγο που πέθανε, εφόσον δε συντρέχουν τέκνα προστίθεται 1/10 για καθένα από αυτά μέχρι να συμπληρωθεί ολόκληρη η σύνταξη του συζύγου που πέθανε. Η σύνταξη του μόνου τέκνου ορίζεται στα 7/10 της σύνταξης αυτού που πέθανε, αυξανόμενη ανά 1/10 για καθένα πέρα του ενός τέκνων και μέχρι το σύνολο της σύνταξής του.

Άρθρο 2 παρ. 2 Ν.Δ. 2704/53, όπως συμπλ. με το αρθρ. 14 Παρ. 8 Ν.Δ. 3768/57

Τη σύνταξη που προβλέπεται από το άρθρο αυτό δικαιούνται και οι οικογένειες όσων αναφέρονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 30 οι οποίοι σκοτώνονται ή εξαφανίζονται με τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού.

Άρθρο 75 παρ. 10, σε συνδ. με το αρθρ. 45 παρ. 2 Α.Ν. 1854/51.

3. Αν η σύνταξη των προσώπων που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους, η οποία προκύπτει με βάση τα έτη υπηρεσίας είναι μεγαλύτερη από εκείνη που αναλογεί στο ποσοστό της ανικανότητας, καταβάλλεται η μεγαλύτερη αυτή σύνταξη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ


ΑΡΘΡΟ 100
Επιδόματα ανικανότητας.

Άρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 1939/51, αρθρ. 11
παρ. 1 Α.Ν.377/68, 2 παρ. 1 Ν.Δ. 80/69,
2 παρ. 1 Ν.Δ. 416/70, 2 παρ. 1
Ν.Δ. 829/71, 1 παρ. 2 Ν.Δ. 1165/72, 1 παρ. 2 Ν.Δ. 1317/72, 1 παρ. 2
Ν.Δ. 132/73, 1 Ν.Δ. 278/74, 1 Ν.Δ. 67/74, 1 Ν. 32/75, 1 Ν. 290/76, 3 Ν. 550/77, 1 Ν. 787/78, 9 Ν.
1202/81, όπως αντικ. με το αρ. 3 παρ. 1 του Ν. 1859/89 και τροποπ. με
το αρθρ. 4 παρ. 7 του Ν. 2320/95.

1. Στους ανάπηρους πολέμου αξιωματικούς και ανθυπασπιστές και σε όσους εξομοιώνονται ή αντιστοιχούν με αυτούς παρέχεται μαζί με τη σύνταξη προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα ανάλογα με το βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία εξαιτίας του παθήματος, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό επί του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, ως εξής:

 

Σε όσους έχουν αναπηρία 25 - 35% ποσοστό 3%

Σε όσους έχουν αναπηρία 40 - 45% ποσοστό 5%

Σε όσους έχουν αναπηρία 50 - 65% ποσοστό 7,5%

Σε όσους έχουν αναπηρία 70-80% ποσοστό 10%

Σε όσους έχουν αναπηρία 85-95% ποσοστό 12,5%

Άρθρ. 3 Α.Ν. 1939/51 ΠΥΣ 188/60 αρθρ. 11, που κυρώθ. με το αρθ.
37 Ν.Δ. 4242/62, αρθρ. 11 Α.Ν. 377/68, άρθρ. 3 παρ. 1 του Ν. 1859/89, όπως αντικ. με το αρθρ. 2 παρ. 5 του ν. 2592/98.

2. Αν αυτοί που αναφέρονται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν ανικανότητα 100% ή πολλαπλές αναπηρίες, από τις οποίες η μία 100% και οι λοιπές 10-95% ή δύο ή περισσότερες παθήσεις, καθεμία από τις οποίες επάγεται αναπηρία 100%, παρέχεται μαζί με τη σύνταξη προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό επί του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά κατά βαθμό ως εξής:

 

 

 

 

ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

ΒΑΘΜΟΣ

 

100%

 

100%

10 έως

95%

100%

100%

Ανθυπασπιστής

ποσοστό 20%

22%

28%

Ανθυπολοχαγός

ποσοστό 24%

25%

32%

Υπολοχαγός

ποσοστό 29%

30%

36%

Λοχαγός

ποσοστό 34%

35%

40%

Ταγματάρχης και άνω

ποσοστό 39%

40%

45%

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Τα ποσά των επιδομάτων ανικανότητας στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη εκατοντάδα (αρθρ. 5 παρ. 9 Ν. 2703/99). Πρόβλ. και αρθρ. 131. 
Η σύνδεση τους με το βασικό μισθό του Λοχαγού ισχύει από 1-8-1997 (άρθρ. 3 παρ. 4 Ν. 2592/98).
Με τις παρ. 10 και 11 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄226), ορίζεται ότι : «10.α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α' 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α ' του ίδιου άρθρου και νόμου.
γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α ' όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξη τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α' 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α' 120) και 1977/1991 (Α' 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α ', εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α' διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.
στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α' 276)».
Με το άρθρο 1 του ν. 4051/2012, ορίζεται ότι : «1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα δε οφειλόμενα ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012.
δ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α΄ 210) ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω.
Επίσης, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.»
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της υποπαραγράφου β΄
λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το ποσό της μείωσης επιμερίζεται ανάλογα.
στ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η μείωση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
η. Τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ εξαιρούνται και από τη μείωση της περίπτωσης α΄ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276)».

 

ΑΡΘΡΟ 101
Ειδικά πρόσθετα επιδόματα ανικανότητας βαριά αναπήρων πολέμου.

Άρθρ. 3 παρ. 3 Ν. 4448/64, όπως τα ποσά διαμορφ. με το αρθρ. 11 Α.Ν. 377/68, άρθρ. 2 Ν.Δ. 80/69, άρθρ. 2 Ν.Δ. 416/70, άρθρ. 2 Ν.Δ. 829/71, άρθρ. 1 Ν.Δ. 11657 72, άρθρ. 1 Ν.Δ. 132/73, άρθρ. 1 Ν.Δ. 278/74, άρθρ. 1 Ν.Δ. 67/74, άρθρ. 1 Ν. 32/75, άρθρ. 1 Ν. 290/76, άρθρ. 3 Ν.550/77, αρθρ. 1 Ν.787/78 και αρθρ. 9 Ν. 1202/81 και αρθρ. 4 παρ. 8 του Ν. 2320/95.

1. Όσοι συνταξιοδοτούνται επειδή πάσχουν από παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές δικαιούνται πέρα από το επίδομα ανικανότητας που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο και πρόσθετο επίδομα το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό 60% επί του μηνιαίου βασικού του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

Άρθρ. 3 παρ. 1 Α. Ν. 19397 51, σε συνδ. με την παρ. 1 ΠΥΣ 137/60, αρθρ. 2 ΠΥΣ 79/61 και αρθρ. 5 παρ.1 Ν.171/75, όπως το ποσό διαμορφ. ύστερα από τους Ν. 290/76, 550/77 και 787/78, Ν. 1202/81, όπως αντικ. με το αρθρ. 6 παρ. 14 του Ν. 2227/94 ΠΥΣ 137/60 παρ. 1 ΠΥΣ 64/62, σε συνδ. με το αρθρ. 15 Ν. 955/ 79, όπως όλες οι ανωτέρω διατάξεις (παρ. 1 και 2) αντικατ. με το άρθρο 2 παρ. 6 εδαφ. πρώτο του Ν. 2592/98

 

2. Όσοι συνταξιοδοτούνται λόγω παντελούς απώλειας της όρασης και των δύο οφθαλμών (εντελώς τυφλοί) ή λόγω ακρωτηριασμού των δύο άνω άκρων ή λόγω ακρωτηριασμού των δύο κάτω άκρων από του ύψους της κνήμης, λαμβάνουν πέρα από το επίδομα ανικανότητας που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο και πρόσθετο επίδομα, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό 50% επί του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

ΠΥΣ 137/60 παρ. 1 ΠΥΣ 64/62 σε συνδ. με το αρθρ. 15 του Ν. 955/79

3. Η προσαύξηση του επιδόματος του προηγούμενου άρθρου, που παρέχεται σε όσους συνταξιοδοτούνται επειδή πάσχουν από σπαστική ή υστερική παραπληγία, αχρήστευση των δύο άνω άκρων, από τραύμα του κρανίου που συνεπάγεται ανικανότητα 100% ή από πολλαπλές αναπηρίες που συνεπάγονται ανικανότητα η μεν μία 100% οι δε υπόλοιπες 10% μέχρι 100%, ορίζεται ίση με το μισό της προσαύξησης που προβλέπεται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.

(Με την παρ. 12 του άρθρου του άρθρου 2 του ν. 4002/22.08.11, (Α΄180), ορίζεται ότι : “12. Ειδικά για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν με τη σύνταξή τους το επίδομα ανικανότητας των παραγράφων 4, 5 ή 6 του άρθρου 54 του π.δ. 169/ 2007, καθώς και των άρθρων 101 ή 103 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209), τα ποσά της παρ. 1 του άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010 (Α΄67), προσαυξάνονται, το μεν δώρο Χριστουγέννων με ολόκληρο το ποσό του ανωτέρω επιδόματος ανικανότητας, το δε δώρο Πάσχα και το επίδομα αδείας με το ήμισυ του ποσού αυτού, κατά περίπτωση.

Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 6 του άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010”).

Με τις παρ. 10 και 11 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄226), ορίζεται ότι : «10.α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α' 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α ' του ίδιου άρθρου και νόμου.
γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α ' όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξη τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α' 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α' 120) και 1977/1991 (Α' 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α ', εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α' διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.
στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α' 276)».
Με το άρθρο 1 του ν. 4051/2012, ορίζεται ότι : «1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα δε οφειλόμενα ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012.
δ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α΄ 210) ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω.
Επίσης, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.»
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της υποπαραγράφου β΄
λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το ποσό της μείωσης επιμερίζεται ανάλογα.
στ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η μείωση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
η. Τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ εξαιρούνται και από τη μείωση της περίπτωσης α΄ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276)».

ΑΡΘΡΟ 102
Επιδόματα φυματικού ή νόσου.

Άρθρ. 3 της αποφ. 320937/47 (ΦΕΚ 182 Β’) του ΥΠ. ΟΙΚ., αρθρ. 3 παρ. 2 Α.Ν. 1939/51, όπως τα ποσά διαμορφ. με τα παραπάνω νομοθετήματα και στη συνέχεια με το αρθρ. 3 παρ. 2 του Ν. 1859/89 και με το αρθρ. 2 παρ. 7 του Ν. 2592/98.

Τα επιδόματα φυματικού ή νόσου εξακολουθούν να καταβάλλονται στους δικαιούχους τους με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, εφόσον δε δικαιούνται το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 101 ή το καταβαλλόμενο είναι μικρότερο από το επίδομα του ίδιου άρθρου και υπολογίζονται σε ποσοστό 5,5% επί του βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

Με τις παρ. 10 και 11 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄226), ορίζεται ότι : «10.α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α' 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α ' του ίδιου άρθρου και νόμου.
γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α ' όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξη τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α' 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α' 120) και 1977/1991 (Α' 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α ', εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α' διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.
στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α' 276)».
Με το άρθρο 1 του ν. 4051/2012, ορίζεται ότι : «1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα δε οφειλόμενα ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012.
δ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α΄ 210) ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω.
Επίσης, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.»
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της υποπαραγράφου β΄
λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το ποσό της μείωσης επιμερίζεται ανάλογα.
στ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η μείωση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
η. Τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ εξαιρούνται και από τη μείωση της περίπτωσης α΄ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276)».

ΑΡΘΡΟ 103
Επίδομα τυφλότητας η οποία δεν οφείλεται στην υπηρεσία.

Άρθρ. 7 παρ. 2 Ν.Δ.
4605/66, όπως το ποσό διαμορφ. με
τις μεταγενέστερες αυξήσεις και με την
αριθ. οικ. 493/Μ13/4-67/31.3.1987 (ΦΕΚ 203Β/15.4.87) απόφαση του υπουργού των Οικονομικών που κυρώθηκε με το άρθρ. 45 του Ν. 1813/88, όπως αντικατ. με το άρθρ. 2 παρ. 8 Ν. 2592/98

Σε όσους συνταξιοδοτούνται λόγω πολεμικού τραύματος ή νόσου που προήλθε από τις κακουχίες του πολέμου και υπέστησαν οποτεδήποτε μείωση της ικανότητας για εργασία σε ποσοστό 100% λόγω απώλειας της όρασης και των δύο οφθαλμών και δε λαμβάνουν προσαύξηση του επιδόματος ανικανότητας, λόγω της κατάστασης τους αυτής, παρέχεται επίδομα, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό 25% επί του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά.

 

 

(Με την παρ. 12 του άρθρου του άρθρου 2 του ν. 4002/22.8.11, (Α’ 180), ορίζεται ότι : “12. Ειδικά για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν με τη σύνταξή τους το επίδομα ανικανότητας των παραγράφων 4, 5 ή 6 του άρθρου 54 του π.δ. 169/ 2007, καθώς και των άρθρων 101 ή 103 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209), τα ποσά της παρ. 1 του άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010 (Α΄67), προσαυξάνονται, το μεν δώρο Χριστουγέννων με ολόκληρο το ποσό του ανωτέρω επιδόματος ανικανότητας, το δε δώρο Πάσχα και το επίδομα αδείας με το ήμισυ του ποσού αυτού, κατά περίπτωση.

Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 6 του άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010”).

Με τις παρ. 10 και 11 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄226), ορίζεται ότι : «10.α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α' 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α ' του ίδιου άρθρου και νόμου.
γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α ' όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξη τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α' 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α' 120) και 1977/1991 (Α' 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α ', εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α' διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.
στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α' 276)».
Με το άρθρο 1 του ν. 4051/2012, ορίζεται ότι : «1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα δε οφειλόμενα ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012.
δ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α΄ 210) ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω.
Επίσης, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.»
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της υποπαραγράφου β΄
λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το ποσό της μείωσης επιμερίζεται ανάλογα.
στ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η μείωση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
η. Τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ εξαιρούνται και από τη μείωση της περίπτωσης α΄ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276)».

ΑΡΘΡΟ 104
Επιδόματα ανικανότητας αναπήρων από τον άμαχο πληθυσμό.

Έχει ληφθεί από το αρθρ. 1 Ν. 68/75 και αρθρ. 15 Ν. 955/79, όπως αντί κατ. με το άρθρο 3 παρ. 3 Ν. 1859/89.

Στους έλληνες πολίτες του άμαχου πληθυσμού που συνταξιοδοτούνται παρέχεται μαζί με τη σύνταξη προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα ανικανότητας ίσο με 100% των επιδομάτων του άρθρου 102.

Με τις παρ. 10 και 11 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄226), ορίζεται ότι : «10.α. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α' 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α ' του ίδιου άρθρου και νόμου.
γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α ' όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξη τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α' 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α' 120) και 1977/1991 (Α' 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α ', εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.
δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α' διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.
στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α' 276)».
Με το άρθρο 1 του ν. 4051/2012, ορίζεται ότι : «1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.
β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011. Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
γ. Η ανωτέρω μείωση θα αρχίσει από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012, τα δε οφειλόμενα ποσά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 μέχρι 30.4.2012 θα παρακρατηθούν σε οκτώ (8) ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη μηνός Μαΐου 2012.
δ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 (Α΄ 210) ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω.
Επίσης, εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι είναι ανίκανοι για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 80% και άνω καθώς και όσοι λαμβάνουν εξ ιδίου δικαιώματος πολεμική σύνταξη.»
ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της υποπαραγράφου β΄
λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το ποσό της μείωσης επιμερίζεται ανάλογα.
στ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο περισσοτέρων από μία κύριες συντάξεις από το Δημόσιο ή από Ασφαλιστικό Φορέα, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συντάξεων αυτών. Η μείωση γίνεται από τον Φορέα που χορηγεί το μεγαλύτερο ποσό σύνταξης.
ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.
η. Τα πρόσωπα του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης δ΄ εξαιρούνται και από τη μείωση της περίπτωσης α΄ της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276)».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΑΝΩΤΑΤΟ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΟΡΙΟ ΣΥΝΤΑΞΗΣ - ΕΝΑΡΞΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΥΡΡΟΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

ΑΡΘΡΟ 109
Ανώτατο και κατώτατο όριο σύνταξης.

Άρθρο 2 παρ. 2Α Α.Ν. 2650/40, αρθρ. 2 παρ. 2 εδ. γ’ Α.Ν. 1939/51, Π.Υ.Σ. 142/61 κυρ. με αρθρ. 37 Ν. 4242/62

Η σύνταξη της χήρας συζύγου και των ορφανών δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να υπερβεί τη σύνταξη, που θα είχαν δικαίωμα να πάρουν σύμφωνα με αυτόν τον κώδικα τα ίδια πρόσωπα, αν ο σύζυγος ή ο πατέρας τους σκοτωνόταν στον πόλεμο. Το ίδιο ισχύει για τη σύνταξη της πατρικής οικογένειας, αν ο γιος ή ο αδελφός, από τους οποίους προέρχεται το δικαίωμα, σκοτωνόταν στον πόλεμο.

Άρθρο 1 Ν.Δ. 1371/73 σε συνδ. με αρθρ. 10 Ν. 1202/ 81, όπως αντικ. με αρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 2592/98, άρθρο 2 παρ. 17 περ. γ’ του Ν. 3075/02 και άρθρο 3, παρ. 15 γ του Ν.3513/06. Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2227/94.

 

2. Το κατώτατο όριο πολεμικής σύνταξης ή βοηθήματος, που δεν καθορίζεται με βάση μισθό ενεργείας, ορίζεται ίσο με το ποσό της σύνταξης ανάπηρου πολέμου οπλίτη με ποσοστό ανικανότητας 40%, όπως ισχύει κάθε φορά.

Το ποσό μηνιαίας σύνταξης ή βοηθήματος που καθορίζεται από το προηγούμενο εδάφιο αναπροσαρμόζεται με τις γενικές αυξήσεις που χορηγούνται κάθε φορά για τις συντάξεις. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου εφαρμόζεται στις ατομικές και τις οικογενειακές συντάξεις ή βοηθήματα.

 

Ως ποσό οικογενειακής σύνταξης ή βοηθήματος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής νοείται και το μερίδιο που εναπομένει μετά την αναστολή μεριδίου συνδικαιούχου προσώπου, καθώς και το ποσό που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στην πατρική οικογένεια κατά συμμετοχή, όχι όμως και το ποσό σύνταξης ή βοηθήματος που καταβάλλεται χωριστά.

Άρθρο 2 Ν.Δ. 1371/73.

3. Η αναπροσαρμογή που γίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ενεργείται από την υπηρεσία ή ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου η οποία μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε επί αναγνωρισμένων μεν κατά την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 1371/1973 δικαιωμάτων, με πράξη της αρμόδιας για την εκτέλεση των πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού συντάξεως ή βοηθήματος Διευθύνσεως της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., για όσες δε αναγνωρίζονται για πρώτη φορά, μετά την έναρξη της ισχύος του παραπάνω Ν. Δ/τος, με την ίδια πράξη ή απόφαση του οργάνου που αναγνώρισε το δικαίωμα, χωρίς να έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή οι προθεσμίες της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας που ισχύει.

Η καταβολή, μετά από αναπροσαρμογή, της διαφοράς σύνταξης ή βοηθήματος των κατά συμμετοχή συνταξιούχων ή βοηθηματούχων δεν επηρεάζει το στη χήρα σύζυγο ή αυτή και τα τέκνα ή μόνο τα τέκνα αναγνωρισμένο ή αναγνωριζόμενο με πράξη ή απόφαση ποσό σύνταξης ή βοηθήματος.

ΑΡΘΡΟ 110
Έναρξη πληρωμής σύνταξης.

Άρθρα 16 παρ. 3 Α.Ν. 2650/40, 10 Α.Ν. 2665/40, 7 Α.Ν. 2666/40, 11 Α.Ν. 2734/40, 5 παρ. 4 Α.Ν. 2885/41, 1 παρ. 6 Ν. 362/43, 6 παρ. 2 Α.Ν. 835/48, 6 Α.Ν. 1119/46, 4 παρ. 2 Ν. 1718/51 και 4 παρ. 2 Ν.Δ. 1142/72.

1. Οι συντάξεις των αναπήρων πολέμου αρχίζουν να καταβάλλονται από την επομένη της οριστικής απομάκρυνσης τους από την υπηρεσία ή εφόσον συντρέχει περίπτωση, από την επομένη της λήξης των εξάμηνων αποδοχών.

Άρθρ. 14 Ν.Δ. 412/70.

2. Καταργήθηκε με αρθρ. 15 παρ. 1 Ν. 1543/85.

Έχει ληφθεί από τα αρθρ. 6 Ν. 1640/44, 5 Ν. 4340/64, 2 Ν. 228/75, 36 και 41 Ν. 955/79.

3. Οι συντάξεις των αναπήρων πολέμου οι οποίες αναγνωρίζονται ύστερα από παράταση των σχετικών προθεσμιών, ορίζονται να πληρώνονται από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης. Από την ίδια χρονολογία ορίζεται να πληρώνεται και κάθε αύξηση των πολεμικών γενικά συντάξεων που αναγνωρίζεται για οποιονδήποτε λόγο.

Τα ίδια ισχύουν και για τα βοηθήματα που αναφέρονται στον κώδικα αυτόν.

Άρθρ. 64 παρ. 4 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 1854/51.

4. Αν οι συνέπειες εξαιτίας πάθησης από την υπηρεσία εκδηλώθηκαν μετά από την απομάκρυνση του στρατιωτικού από την υπηρεσία, η πληρωμή της σύνταξης για πάθηση αρχίζει από το χρόνο της εκδήλωσης των συνεπειών.

Άρθρ. 64 παρ. 2 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 1854/51.

5. Η πληρωμή των επιδομάτων, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά, αρχίζει από τότε που αρχίζει και η πληρωμή της σύνταξης.

Άρθρο 64 παρ. 1 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40, 6 Α.Ν. 1119/46, 6 παρ. 2 Α.Ν. 835/48, 70 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 1854/51 και 4 παρ. 2 Ν.Δ. 1142/72.

6. Η πληρωμή της σύνταξης των μελών της οικογένειας αρχίζει από την επομένη του θανάτου ή της εξαφάνισης ή της λήξης των εξάμηνων αποδοχών ή συντάξεων που παρέχονται γι’ αυτόν από τον οποίο έχουν το δικαίωμα της σύνταξης.

Άρθρο 64 παρ. 6 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 1854/51.

7. Αν πεθάνει ο πατέρας το δικαίωμα της σύνταξης και η πληρωμή της σύνταξης της χήρας μητέρας ή αδελφών αρχίζει από την επομένη του θανάτου του.

Άρθρο 1 παρ. 3 Α.Ν. 2885/41.

8. Σε περίπτωση, κατά την οποία η αναγνώριση δικαιώματος συμμετοχής του πατέρα ή της χήρας μητέρας ή των άγαμων αδελφών στη σύνταξη της χήρας συζύγου ή της χήρας συζύγου και των τέκνων ή μόνο των τέκνων γίνεται μετά τον κανονισμό της σύνταξης των προσώπων αυτών, η καταβολή του μεριδίου συμμετοχής αρχίζει από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Άρθρο 64 παρ. 7 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 1854/51.

9. Αν εκδοθεί απόφαση για αφάνεια το δικαίωμα της σύνταξης και η πληρωμή της αρχίζει από την τελευταία στιγμή του κινδύνου ή την τελευταία είδηση για τον άφαντο, όπως ορίζεται στον ειδικό νόμο για τον άφαντο.

Άρθρο 64 παρ. 8 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40, 70 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51 και 4 παρ. 3 Α.Ν. 2885/41.

10. Στην περίπτωση εξαφάνισης στρατιωτικού στον πόλεμο ή σε επιστράτευση, όπου συντρέχει περίπτωση για εφαρμογή του κώδικα αυτού, το δικαίωμα της σύνταξης και η πληρωμή αρχίζει από την τελευταία στιγμή του κινδύνου ή την τελευταία είδηση για τον άφαντο, αν η εξαφάνιση παραταθεί για ένα εξάμηνο, χωρίς να εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή οι σχετικές διατάξεις για την αφάνεια και το εξάμηνο περιορίζεται σε τρίμηνο, εφόσον πρόκειται για εξαφάνιση σε πτήση ή κατάδυση.

Άρθρο 4 παρ. Α.Ν. 1119/45.

11. Συνταξιούχοι γενικά του Δημοσίου, που έχουν απαχθεί ως όμηροι από τις Αρχές Κατοχής ή από ένοπλες οργανώσεις ή ομάδες πριν από την απελευθέρωση της χώρας ή μετά από αυτήν, των οποίων η τύχη δεν είναι γνωστή ή οπωσδήποτε εξαφανίσθηκαν στην πολεμική περίοδο, θεωρούνται για τον κανονισμό της σύνταξης που ανήκει στην οικογένεια τους σαν να πέθαναν την ημέρα της απαγωγής τους ως ομήρων ή της τελευταίας είδησης γι’ αυτούς.

ΑΡΘΡΟ 111
Καταβολή εξάμηνων αποδοχών

Άρθρ. 65 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/ 40, 16 Α.Ν. 1119/ 46, 6 παρ. 1 Α.Ν. 835/48, 4 παρ. 1 Ν. 1718/51, 70 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51 και 4 παρ. 1 Ν.Δ. 1142/72.

1. Στη χήρα των στρατιωτικών και υπαλλήλων που σκοτώθηκαν, εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα, με τις προϋποθέσεις αυτού του κώδικα, και τα παιδιά τους, εφόσον αυτά είναι κορίτσια άγαμα, και τα αγόρια άγαμα και ανήλικα ή ενήλικα και ανίκανα για εργασία, καταβάλλονται για ένα εξάμηνο από το θάνατο ή την εξαφάνιση τους όλες οι αποδοχές ενέργειας του βαθμού, τον οποίο έφερε ο στρατιωτικός ή ο υπάλληλος κατά το χρόνο του θανάτου του ή της εξαφάνισής του.

 

2. Αν αυτός που πέθανε είναι συνταξιούχος, καταβάλλεται για έξι μήνες στη χήρα, και με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου στα παιδιά του, ολόκληρη η σύνταξή του.

 

3. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων, η πληρωμή της σύνταξης που τυχόν θα απονεμηθεί αρχίζει από τη λήξη του εξαμήνου, εκτός αν η σύνταξη μαζί με τα τυχόν επιδόματα ή προσαυξήσεις που παρέχονται από τον κώδικα αυτό είναι μεγαλύτερη από τις αποδοχές, οπότε η πληρωμή αρχίζει, από τότε που γεννήθηκε το δικαίωμα στη σύνταξη, χωρίς να καταβάλλονται στην περίπτωση αυτή οι εξάμηνες αποδοχές.

ΑΡΘΡΟ 112
Συρροή σύνταξης και αποδοχών

Άρθρ. 58 παρ. 3 Α.Ν. 1854/51 σε συνδ. με αρθρ. 1 παρ. 1-4 Ν.Δ. 3618/56.

1. Επιτρέπεται συγχρόνως η καταβολή μέχρι δύο το πολύ συντάξεων ή σύνταξης και αποδοχών σε συνταξιούχους που λαμβάνουν πολεμική ή προσωπική σύνταξη, με τους οποίους εξομοιώνονται και οι πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί που τραυματίζονται σε υπηρεσία που συνεπάγεται επαυξημένο κίνδυνο ή από απρόοπτο συμβάν και οι οικογένειες όσων από αυτούς σκοτώνονται.

 

Το ίδιο ισχύει και όταν απονεμήθηκε η σύνταξη στη χήρα σύζυγο και τα παιδιά του υπαλλήλου ή στρατιωτικού που σκοτώθηκε ή πέθανε από τραύματα σε εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.

 

Το συντάξιμο της υπηρεσίας, για την οποία καταβάλλεται στην περίπτωση αυτή ο μισθός, δεν αίρεται από τη σύγχρονη καταβολή της σύνταξης.

Άρθρ. 1 και 2 Ν.Δ. 1141/72.

2. Από μία υπηρεσία και από μία έξοδο από αυτήν ένα μόνο δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο γεννιέται και ο δικαιούχος μπορεί να επιλέξει πάντοτε την καταβολή σ’αυτόν της πολεμικής ή της με βάση άλλες διατάξεις σύνταξης, που του ανήκει από την ίδια υπηρεσία.

 

Όταν συντρέχει περίπτωση για εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, ανεξάρτητα από το αν ο περιορισμός της αναγράφεται στις πράξεις ή αποφάσεις κανονισμού σύνταξης, δε διατάσσεται από τον Υπουργό Οικονομικών στην άσκηση της αρμοδιότητας για εκτέλεσή τους η καταβολή της δεύτερης σύνταξης.

 

    Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 112  καταργήθηκε με την παρ. 1ιγ του αρθ. 354 του ν. 4700/29.6.20, (Α 127)

Κάθε πράξη εντολής πληρωμής, που εκδίδεται κατά παράβαση αυτής της παραγράφου, είναι άκυρη.

Άρθρο 58 παρ. 4 Α.Ν. 1854/51, όπως ερμην. με το αρθρ. 4 Ν.Δ. 2704/53 και τροπ. με αρθρ. 6 παρ. 7 Ν. 2227/94.

3. Αν από το θάνατο συνταξιούχου γεννιώνται για την οικογένεια του περισσότερα από ένα δικαιώματα σύνταξης που προέρχονται από δική του υπηρεσία ή πάθημα του ή από τις συνθήκες του θανάτου του, η οικογένεια του δικαιούται μόνο τη μία σύνταξη με επιλογή της.

 

Το ίδιο ισχύει και για τις οικογένειες των δημόσιων υπαλλήλων, στρατιωτικών και συνταξιούχων γενικά που πέθαναν για τους οποίους αναγνωρίζονται περισσότερα από ένα δικαιώματα σύνταξης ειρηνικής ή πολεμικής περιόδου τα οποία προέρχονται από υπηρεσία ή πάθημα του ιδίου προσώπου.

 

Άρθρ. 14 παρ. Α.Ν. 1949/51.

4. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων βοηθημάτων για τα ίδια πρόσωπα σύμφωνα με τον Α.Ν. 1512/50 καταβάλλεται ένα μόνο βοήθημα.

Άρθρο 3 παρ. 18 του Ν. 3408/05.

5. Οι περιορισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 αυτού του άρθρου έχουν εφαρμογή και για τους λοιπούς συνταξιούχους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Νομικών Προσώπων Δημόσιου ή Ιδιωτικού Δικαίου, των οποίων οι συντάξεις καταβάλλονται από το Δημόσιο με βάση ειδικές διατάξεις. Στους περιορισμούς αυτούς δεν υπάγονται οι χορηγίες των δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων, οι συντάξεις των υπαλλήλων του άρθρου 1 του Ν. 1518/1985, καθώς και οι συντάξεις των σιδηροδρομικών υπαλλήλων εφόσον όλοι αυτοί έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία τους μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1984 ή αν πρόκειται για συνταξιούχους από μεταβίβαση εφόσον οι δικαιοπάροχοι έχουν αναγνωρίσει το σχετικό δικαίωμα μέχρι την ίδια ημερομηνία.

 

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις συντάξεις των υπαλλήλων του άρθρου 8 του Ν. 2703/1999, εφόσον έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία τους μέχρι 31/5/1999 ή αν πρόκειται για συνταξιούχους από μεταβίβαση εφόσον οι δικαιοπάροχοι έχουν αναγνωρίσει το σχετικό δικαίωμα μέχρι την ίδια ημερομηνία.

 

ΑΡΘΡΟ 114
Περιορισμός στην αναδρομική πληρωμή συντάξεων

Άρθρ. 60 παρ. 1 Α. Ν. 1854/51 σε συνδ. με το αρθρ. 2 Ν.Δ. 2615/53, όπως αντικ. με αρθρ. 20 παρ. 9 Ν. 1489/84.

 

1. Σε κάθε περίπτωση κανονισμού ή αύξησης αναδρομικά πολεμικής σύνταξης ή βοηθήματος ή επιδόματος δεν επιτρέπεται να αναγνωρισθούν ποσά σε βάρος του Δημοσίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τρία έτη από την πρώτη του αντίστοιχου μήνα που εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

Άρθρ. 12 παρ. 1 Α.Ν. 2414/40.

2. Οι αναδρομικές συντάξεις, που καταβάλλονται στους συνταξιούχους και τις οικογένειες τους, παρακρατούνται ολόκληρες για εξόφληση του χρέους που τυχόν έχει βεβαιωθεί σε βάρος του συνταξιούχου από σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται ή από χρέος που προέρχεται από κλοπή χρημάτων του Δημοσίου ή διαχειριστικό έλλειμμα. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών επιτρέπεται η εξόφληση των χρεών αυτών με δόσεις. Εξαιρούνται τα χρέη που προέρχονται από ελλείμματα ή κλοπή χρημάτων ή πραγμάτων του Δημοσίου, τα οποία παρακρατούνται ολόκληρα σε κάθε περίπτωση.

Άρθρ. 12 παρ. 2 Α.Ν. 2414/40.

3. Αυτά που οφείλονται στο Δημόσιο για σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται από το συνταξιούχο που έχει πεθάνει, καταβάλλονται στο Δημόσιο από τα πρόσωπα, στα οποία μεταβιβάζεται η σύνταξη του και μπορούν να παρακρατηθούν ολόκληρα από τις αναδρομικές συντάξεις που ανήκουν στα πρόσωπα αυτά, αδιάφορα αν έκαναν δεκτή ή όχι την τυχόν κληρονομιά που τους άφησε.

 

Αυτοί που τα κατέβαλαν έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων κληρονόμων.

Άρθρ. 60 παρ. 4 Α.Ν. 1854/51.

4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζεται κάθε φορά κατώτατο όριο ποσού για σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται, το οποίο δεν αναζητείται.

ΑΡΘΡΟ 115
Παραγραφές

Άρθρ. 21 παρ. 1 Α.Ν. 1635/39, όπως ισχύει μετά τα άρθρ. 90 παρ. 5 και 91 Ν. 2362/95.

1. Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων των συνταξιούχων γενικά και βοηθηματούχων του Δημοσίου, καθώς και των κληρονόμων τους, από καθυστερούμενες συντάξεις, επιδόματα και βοηθήματα είναι δύο ετών, έστω και αν έχουν ενταλθεί εσφαλμένα. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.

 

Άρθρ. 21 παρ. 2 Α.Ν. 1635/39, όπως ισχύει μετά το άρθρ. 90 παρ. 5 εδ. δεύτ. Ν. 2362/95.

 

2. Οι εντελλόμενες δεδουλευμένες συντάξεις, βοηθήματα ή επιδόματα κατά την εκτέλεση για πρώτη φορά πράξεων ή αποφάσεων κανονισμού σύνταξης ή βοηθήματος παραγράφονται σε δύο χρόνια που αρχίζουν μετά την παρέλευση τριμήνου από τη χρονολογία έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Άρθρ. 21 παρ. 3 Α.Ν. 1635/39, όπως ισχύει μετά τα αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 Α.Ν. 1854/51.

3. Οι συντάξεις που από οποιονδήποτε λόγο οφείλονται, έστω και αν δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη, σ’ αυτούς που πέθαναν, καταβάλλονται στους κληρονόμους εφόσον αυτοί μέσα σε ένα εξάμηνο από το θάνατο των δικαιοπαρόχων τους ζητήσουν εγγράφως την πληρωμή ή αναγνώριση των συντάξεων, αφού συνυποβάλλουν μαζί με την αίτηση στο αρμόδιο Υπουργείο ή την Υπηρεσία Συντάξεων σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου.

Άρθρ. 21 παρ. 4 Α.Ν. 1635/39, όπως ισχύει μετά τα αρθρ. 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 Α.Ν. 1854/51.

 

4. Οι παραγραφές που αναφέρονται στις παραπάνω παραγράφους τρέχουν και κατ’ αυτών που διατελούν σε επιτροπεία, κηδεμονία ή δικαστική αντίληψη.

 

Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή κηδεμόνα ή αντιλήπτορα η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έξι μηνών από τότε που έγιναν απεριόριστα ικανά ή απέκτησαν επίτροπο, κηδεμόνα ή αντιλήπτορα.

 

Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται εφόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν την ικανότητα δικαστικής παράστασης.

 

Άρθρ. 21 παρ. 5 Α.Ν. 1635/39 σε συνδ. με αρθρ. 93 περ. β’ Ν. 2362/95.

5. Αίτηση του δικαιούχου για πληρωμή σύνταξης, βοηθήματος ή επιδόματος που έχει καθυστερήσει, η οποία υποβάλλεται πριν από την πάροδο της παραπάνω διετίας ή της εξάμηνης προθεσμίας, διακόπτει την παραγραφή για μία ακόμη διετία, η οποία αρχίζει από τη χρονολογία που φέρει η απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία που υποβλήθηκε η αίτηση.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ - ΑΤΕΛΕΙΕΣ

ΑΡΘΡΟ 119
Εκχώρηση και κατάσχεση της σύνταξης

Άρθρ. 74 παρ. 1 Β.Δ. 31-10-35 και 1 Α.Ν. 1454/38.

1. Η σύνταξη δεν εκχωρείται ούτε κατάσχεται και οι σχετικές με αυτές πράξεις είναι αυτοδίκαια άκυρες.

Άρθρ. 74 παρ. 2 Β.Δ. 31-10-35 και 1 Α.Ν. 1453/38.

 

2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται εκχώρηση και κατάσχεση της σύνταξης μέχρι το ένα τέταρτο αυτής.

 

α) για έξοδα διατροφής αυτών που έχουν τέτοιο δικαίωμα από το νόμο ή για χρέη από κάθε αιτία στο Δημόσιο και

 

β) για χρέη σε οργανισμούς δημόσιου δικαίου από δάνεια που έχουν συναφθεί χωρίς παροχή εμπράγματης ασφάλειας ή από βραχυπρόθεσμες πιστώσεις, που παρέχονται με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από τον Α.Ν. 1453/38.

Άρθρ. 74 παρ. 3 Β.Δ. 31-10-35, 1 Α.Ν. 1454/38 και 7 παρ. 2 Α.Ν. 2414/40

3. Σε περίπτωση περισσότερων κατασχέσεων της σύνταξης, αυτή αποδίδεται σ’ αυτούς που την έχουν κατασχέσει μέχρι τα 2/5 αυτής σε ίσα μερίδια μεταξύ τους. Αν όμως επιβλήθηκε κατάσχεση για διατροφή, το ποσό που πρέπει να αποδοθεί γι’ αυτήν είναι πάντοτε ίσο με το 1/4 της σύνταξης, και το υπόλοιπο κατανέμεται σε ίσες μερίδες μεταξύ των άλλων που έχουν κάνει κατάσχεση.

Άρθρ. 1 παρ. Α.Ν. 1453/38.

4. Με τις διατάξεις αυτού του άρθρου δε θίγονται οι εκχωρήσεις που επιτρέπονται από ειδικές διατάξεις για τη σύναψη οικοδομικών δανείων από τους συνταξιούχους του Δημοσίου.

ΑΡΘΡΟ 120
Ατέλειες - Φορολογικές απαλλαγές

Άρθρ. 75 Β.Δ. 31-10-35, 12 Α.Ν. 2650/40 και 38 παρ. 1 Α.Ν. 1324/49.

1. Οι αιτήσεις, τα πιστοποιητικά και κάθε φύσης δικαιολογητικά για την απονομή πολεμικής σύνταξης απαλλάσσονται από κάθε τέλος χαρτοσήμου.

Άρθρ. 12 Α.Ν. 2650/40, 6 παρ. 5 Α.Ν. 599/68 και 40 παρ. 4 Α.Ν. 1324/49.

2. Όσοι υποβάλλουν αίτηση για απονομή πολεμικής σύνταξης ή βοηθήματος απαλλάσσονται από την υποχρέωση για καταβολή του ποσού που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών υπέρ του Δημόσιου Ταμείου.

 

Η παραπάνω απαλλαγή ισχύει και για τις ενστάσεις, αναθεωρήσεις και εφέσεις που ασκούνται.

Άρθρ. 2 παρ. 6 Α.Ν. 2885/41, σχετ. αρθρ. 7Ε Ν. 3323/ 55.

3. Οι συντάξεις ή αποζημιώσεις που παρέχονται σύμφωνα με τον κώδικα αυτόν απαλλάσσονται από κάθε κράτηση για φόρο και τέλη χαρτοσήμου υπέρ του Δημοσίου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’ 
ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΑΠΟ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ - ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΜΕΛΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ - ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΕΚΝΩΝ

ΑΡΘΡΟ 121 
Επανεξέταση από την οικεία Α.Υ. Επιτροπή

Άρθρ. 2 παρ. 1 και 3 παρ. 1 Ν. 2125/52, όπως αντικ. με αρθρ. 20 παρ. 7 Ν. 1489/84 και άρθρο 3 παρ. 11 του Ν. 3075/02.

1. Όπου στον κώδικα αυτόν προβλέπεται εξέταση από την οικεία Ανωτάτη Υγειονομική Επιτροπή, επιτρέπεται για μία μόνο φορά επανεξέταση αυτού που έπαθε ή σε περίπτωση θανάτου του του οικείου φακέλου από την ίδια Επιτροπή με διαταγή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου που υποβάλλεται σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης ή απόφασης για τον κανονισμό σύνταξης και συνοδεύεται υποχρεωτικά από το παράβολο που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 3 παρ. 19 Ν. 3408/05.

Με την ίδια διαδικασία, επιτρέπεται για μία μόνο φορά επανεξέταση από την Ανώτατη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή (Α.Σ.Υ.Ε.) και για τα πρόσωπα των διατάξεων των άρθρων 77 έως 80 του Κώδικα αυτού.

Άρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 2125/52.

2. Η σύνταξη ή αύξηση της σύνταξης που κανονίζεται ύστερα από την επανεξέταση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ορίζεται να πληρώνεται από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

ΑΡΘΡΟ 122
Επανεξέταση για επιδείνωση της υγείας

Άρθρ. 2 παρ. 1 Α.Ν. 1656/51, όπως αντικ. με άρθρ. 6 Ν. 1489/84.

1. Οι στρατιωτικοί γενικά και οι πολιτικοί υπάλληλοι οι οποίοι συνταξιοδοτούνται ως ανάπηροι πολέμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα αυτού, εφόσον επικαλούνται επιδείνωση της κατάστασης της υγείας τους που οφείλεται στην εξέλιξη νόσου ή του τραύματος, για τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν, χωρίς την επίδραση άλλων αιτίων, δικαιούνται με αίτηση τους να επανεξετασθούν από την οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή.

 

Οι επανεξετάσεις του προηγούμενου εδαφίου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι περισσότερες από δύο (2).

Άρθρο 2 παρ. 18 Ν.3075/02.

Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή και τρίτη επανεξέταση εφόσον έχει επέλθει σημαντική επιδείνωση της νόσου ή του τραύματος για τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν, η οποία συνεπάγεται είτε ολική τύφλωση είτε ακρωτηριασμό και αποδεικνύεται από βεβαίωση δημόσιου νοσοκομείου που υποβάλλεται με τη σχετική αίτηση.

Άρθρ. 2 παρ. 2 Α.Ν. 1656/51, όπως αντικ. με άρθρ. 6 Ν. 1489/84.

2. Η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται με αιτιολογημένη γνωμάτευση της για την επιδείνωση ή όχι της υγείας του αναπήρου που επανεξετάζεται, για τα αίτια που την προκάλεσαν, για το ποσοστό ανικανότητας κατά το χρόνο της επανεξέτασης και για το αν η επιδείνωση είναι συνέπεια του τραύματος ή του παθήματος για το οποίο συνταξιοδοτείται.

Άρθρ. 2 παρ. 3 Α.Ν. 1656/51 σε συνδ. με αρθρ. 3 παρ. 1 Ν.Δ. 2704/53, όπως αντικ. με αρθρ. 6 Ν. 1489/84.

3. Η σύνταξη του αναπήρου κανονίζεται με βάση το νέο ποσοστό ανικανότητας που καθορίζεται μετά από κάθε επανεξέταση, είτε αυτό είναι μεγαλύτερο είτε είναι μικρότερο. Σε περίπτωση που καθορισθεί ποσοστό ανικανότητας που δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται.

 

Η σύνταξη που διακόπτεται με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να καταβληθεί και πάλι μόνο στην περίπτωση που θα επακολουθήσει νέα επανεξέταση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού, με την οποία θα καθορίζεται συντάξιμο ποσοστό ανικανότητας. Επανεξέταση για την επαναχορήγηση σύνταξης που έχει διακοπεί δεν επιτρέπεται να γίνει πριν να παρέλθει ένα τουλάχιστον έτος από την προηγούμενη επανεξέταση.

Άρθρ. 6 Ν. 1489/84.

4. Σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Άρθρ. 9 Ν. 1489/84.

5. Συντάξεις που έχουν διακοπεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 1489/84 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Α.Ν. 1656/1951, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2704/1953, τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου μόνου του Ν. 2256/1952 και τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3913/1958, μπορεί να επαναχορηγηθούν σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού, στην παρ. 2 του άρθρου 53 του Π.Δ. 1041/1979 και στην παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3913/1958, όπως αντικαταστάθηκαν με το Ν. 1489/84.

Άρθρ. 9 Ν. 1489/84.

6. Για την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 1489/84, δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν επανεξετάσεις για επιδείνωση που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 1656/1951. Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 53 του Π.Δ. 1041/1979 και της παρ. 3 του Ν.Δ. 3913/1958, όπως αντικαταστάθηκαν με το Ν. 1489/84, σχετικά με τις επανεξετάσεις που έγιναν αντίστοιχα, πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 2256/1952 και του Ν.Δ. 3913/1958.

ΑΡΘΡΟ 123
Απόδειξη ανικανότητας μελών οικογένειας

Άρθρ. 61 Β.Δ. 31-10-35 σε συνδ. με άρθρα 16 Α.Ν. 2650/40 και 70 παρ. 1 Α.Ν. 1854/51.

Η γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής που εκδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 17, 18, 35 και 36 αυτού του κώδικα για την ανικανότητα των τέκνων και των αδελφών είναι υποχρεωτική για το όργανο που αποφασίζει ή δικαιοδοτεί, αν είναι ομόφωνη.

 

ΑΡΘΡΟ 124
Ενηλικίωση τέκνων

Άρθρ. 14 παρ. 1 Α.Ν. 1635/39 σε
συνδ. με αρθρ. 70 παρ. 1 Α.Ν.
1854/51, όπως αντικ. με αρθρ. 6
παρ. 8 Ν. 2227/94.

 

Η ενηλικίωση των αγοριών που συνταξιοδοτούνται θεωρείται ότι γίνεται την 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.

 

Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται για συντάξεις που, κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2227/94, έχουν κανονισθεί με διαφορετικό όριο ηλικίας.

 

ΤΜΗΜΑ Ζ’
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ


ΑΡΘΡΟ 125
Υπαγωγή συνταξιούχων παλαιών πολέμων στις συνταξιοδοτικές διατάξεις που αφορούν τον πόλεμο 1940-41 - Αναπροσαρμογή σύνταξης

Άρθρ. 1 Ν. 70/43.

1. Στις διατάξεις για απονομή σύνταξης στους στρατιωτικούς κ.λπ. που τραυματίζονται και όσους γίνονται ανίκανοι από τις κακουχίες του πολέμου 1940 και τις οικογένειες τους, υπάγονται από 1ης Απριλίου 1942 και εκείνοι που στο παρελθόν δικαιώθηκαν πολεμική σύνταξη και αν ακόμη δε συντρέχουν γι’ αυτούς όλες οι προϋποθέσεις απονομής σύνταξης που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές (ποσοστό ανικανότητας κ.λπ.).

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν. 362/43.

2. Επίσης υπάγονται από την ισχύ του Ν. 362/1943 (23-7-43) και:

 

α) Οι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές που συνταξιοδοτούνται γιατί έπαθαν από πολεμικό τραύμα ή νόσο απότοκη των κακουχιών των παλαιών πολέμων, εφόσον η ανικανότητα επήλθε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής τους υπηρεσίας στον πόλεμο ή μέσα σ’ ένα εξάμηνο από την απόλυση τους από τις τάξεις του στρατεύματος ή αν πρόκειται για αξιωματικούς και ανθυπασπιστές που υπηρέτησαν και μετά την λήξη της εμπόλεμης κατάστασης μέσα σ’ ένα εξάμηνο από τη λήξη αυτή, εφόσον δεν έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 4506/1930, όπως τροποποιήθηκε αργότερα.

 

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν. 362/43 σε συνδ. με αρθρ. 53 παρ. 7 Β.Δ. 31-10-35 που προστέθ. με αρθρ. 8 Α. Ν. 1635/39.

β) Οι έφεδροι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές, που έχουν καταστεί ανίκανοι για τη στρατιωτική υπηρεσία από τραύμα που έλαβαν στον πόλεμο, κατά το χρόνο που αυτοί έφεραν το βαθμό του υπαξιωματικού, εφόσον δικαιώθηκαν σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις για τους παλαιούς πολέμους και εφόσον δεν έχουν υπαχθεί στους νόμους 2588/1921 και 4506/1930, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν αργότερα.

Άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 362/43 σε συνδ. με αρθρ. 83 παρ. 9 Β.Δ. 31-10-35.

γ) Αυτοί στους οποίους αναφέρεται η παρ. 9 του άρθρου 83 του Β.Δ. της 31ης Οκτωβρίου 1935.

Άρθρ. 3 παρ. 1 Ν. 70/43 σε συνδ. με άρθρα 8 Ν. 1640/44 και 1 παρ. 6 Ν. 362/43.

3. Η υπαγωγή σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους ενεργείται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων ή και χωρίς αίτηση από το όργανο που αποφασίζει για τις πολεμικές συντάξεις.

Άρθρ. 10 παρ. 1 Ν.Δ. 507/41 σε συνδ. με αρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 70/43.

4. Το όργανο που αποφασίζει για τις συντάξεις, όταν προβαίνει στην αναπροσαρμογή της σύνταξης, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εξετάζει από την αρχή το συνταξιοδοτικό δικαίωμα και αν αυτό στηρίζεται σε επίσημα έγγραφα, όπως αυτά καθορίζονται από το άρθρο 13 αυτού του Κώδικα, η αναπροσαρμογή είναι υποχρεωτική για το συνταξιοδοτικό όργανο, αν όμως στηρίζεται σε μαρτυρικές καταθέσεις ή γενικά σε έγγραφα, που έχουν εκδοθεί με βάση μαρτυρικές καταθέσεις, είναι στην εξουσία του ίδιου οργάνου να κρίνει για την αναπροσαρμογή ή όχι της σύνταξης.

 

Το όργανο που αποφασίζει για τις συντάξεις, αν δεν πείθεται από τα στοιχεία του φακέλου για το αν υπάρχει δικαίωμα σύνταξης, διατάζει με απόφαση του ή τη διακοπή της σύνταξης ή την παραπέρα έρευνα για συμπλήρωση των δικαιολογητικών εγγράφων για τη χορήγηση της σύνταξης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 12 αυτού του κώδικα. Αν και μετά την παραπέρα έρευνα που έχει διαταχθεί διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει δικαίωμα σε σύνταξη, διατάσσεται η διακοπή της σύνταξης.

Άρθρ. 10 παρ. 1 Ν.Δ. 507/41 σε συνδ. με αρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 70/43 και Α.Ν. 599/68.

5. Κατά των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που καθορίζονται στο άρθρο 2 του Α.Ν. 599/1968, τα οποία μπορούν να ασκηθούν μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο αυτό.

Άρθρ. 1 παρ. 5 Ν.Δ. 1294/42 σε συνδ. με αρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 70/43.

6. Όταν εξετάζεται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την αρχή, δε διατάσσονται νέες ανακρίσεις, εφόσον στο σχετικό φάκελο υπάρχουν τέτοιες που έχουν ενεργηθεί στο παρελθόν, και τα πιστοποιητικά των αρμόδιων Στρατιωτικών ή Υγειονομικών Αρχών, που έχουν εκδοθεί με βάση μαρτυρικές καταθέσεις, θεωρούνται ισχυρά.

Άρθρ. 4 παρ. 2 Ν. 70/43.

Με βάση τα παραπάνω πιστοποιητικά θεωρείται ότι αποδεικνύεται και η ιδιότητα του στρατιωτικού κατά το χρόνο του παθήματος, εφόσον αυτός κατάγεται από τη Μικρά Ασία ή υπάγεται σε Γραφείο Μητρώων που έπαυσε να λειτουργεί ή του οποίου τα αρχεία έχουν καταστραφεί στο σύνολο ή κατά ένα μέρος, γεγονότα που αποδεικνύονται με βεβαίωση της αρμόδιας Στρατιωτικής Αρχής.

Άρθρ. 4 παρ. 3 Ν. 70/43.

 

7. Αν κατά την εξέταση του δικαιώματος από την αρχή προκύψει ότι δε συντρέχουν για την αρχική θεμελίωση του οι προϋποθέσεις του Ν. 3122/1924, αλλά κάποιου άλλου νόμου, το όργανο που αποφασίζει είναι αρμόδιο και για την αναγνώριση του δικαιώματος σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις, και συνάμα προβαίνει αυτεπάγγελτα στην αναπροσαρμογή της σύνταξης αυτής, αλλιώς διατάζει τη διακοπή της σύνταξης.

Άρθρ. 4 παρ. 4 Ν. 70/43.

8. Αυτά που ορίζονται στις παραγράφους 3, 5 και 6 εφαρμόζονται για κάθε περίπτωση, κατά την οποία παρέχεται ευχέρεια κρίσης από την αρχή του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αυτών που υπάγονται στον Ν. 3122/1924, υποθέσεις δε για τις οποίες από την 1η Σεπτεμβρίου 1941 μέχρι την ισχύ του Ν. 70/1943 (11-5-1943) έχουν εκδοθεί αποφάσεις της Επιτροπής Κανονισμού Πολεμικών Συντάξεων ή πράξεις ή αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προδικαστικές ή που διακόπτουν τη σύνταξη, επανεισάγονται ενώπιον τους, με αίτηση των ενδιαφερομένων ή και αυτεπαγγέλτως για έκδοση νέας απόφασης ή πράξης .

Άρθρ. 4 παρ. 5 Ν. 70/43 σε συνδ. με αρθρ. 1 παρ. 6 Ν. 362/43.

 

9. Αν πρόκειται για πολεμικές συντάξεις, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 1 αυτού του κώδικα, εφόσον προκύπτουν αμφιβολίες για το αν η νόσος, από την οποία προήλθε η ανικανότητα ή ο θάνατος, είναι ή όχι απότοκη των κακουχιών του πολέμου, μπορεί το όργανο που αποφασίζει για τις συντάξεις να προκαλεί γι’ αυτό γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής.

Άρθρ. 7 παρ. 1 Ν. 362/43.

10. Αν πρόκειται για τις συντάξεις που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 6 του Ν. 2769/1922, η αναπροσαρμογή σύμφωνα με αυτό το άρθρο γίνεται μόνο εφόσον το όργανο που αποφασίζει για τις συντάξεις αποφανθεί για το ότι υπάρχουν τα περιστατικά με βάση τα οποία θεμελιώθηκε το δικαίωμα σε σύνταξη.

 

Το όργανο που αποφασίζει για τις συντάξεις, εκτιμώντας τα έγγραφα του φακέλου, αποφαίνεται με ελεύθερη κρίση και σε περίπτωση αμφιβολίας μπορεί να διατάξει την προσκόμιση οποιωνδήποτε αποδεικτικών εγγράφων με τη φροντίδα του δικαιούχου ή και εξέταση μαρτύρων.

Άρθρ. 4 παρ. 7 Ν. 70/43.

11. Η αναπροσαρμογή με αυτό το άρθρο όσων έχουν δικαιωθεί πολεμική σύνταξη σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 30 του Ν. 3122/1924, 34 του Ν. 2769/1922 και 33 του Ν.Δ. της 23ης Νοεμβρίου 1925 ενεργείται με βάση το βαθμό με τον οποίο συνταξιοδοτούνται, των δε ανάπηρων ναυτοπαίδων και των οικογενειών τους με βάση το βαθμό του ναύτη.

Άρθρ. 4 παρ. 8 Ν. 70/43.

12. Για τον υπολογισμό του μεριδίου συμμετοχής της χήρας μητέρας στη σύνταξη της χήρας συζύγου και των τέκνων του στρατιωτικού που πέθανε λαμβάνεται υπόψη η σύνθεση της οικογένειας, όπως αυτή εμφανίζεται στα συνταξιοδοτικά μητρώα και τις καταστάσεις κατά το χρόνο της έκδοσης της απόφασης, με την οποία αναπροσαρμόζεται η σύνταξη.

Άρθρ. 8 παρ. 1 Ν. 1872/44.

13. Κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων των αναπήρων και θυμάτων των παλαιών πολέμων σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τους αναπήρους και θύματα του πολέμου 1940-41.

 

α) δεν εξετάζεται η περιουσιακή κατάσταση του συνταξιούχου και

 

β) η νόσος «πνευμονία» θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι περιλαμβάνεται στα λοιμώδη νοσήματα.

 

Αποφάσεις που εκδόθηκαν μέχρι την ισχύ του Ν. 1872/1944, σε αντίθεση με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, αναθεωρούνται με αίτηση των ενδιαφερομένων ή αυτεπάγγελτα.

ΑΡΘΡΟ 126
Οπλίτες παλαιών πολέμων με αναπηρία πάνω από 10%

Άρθρ. 6 παρ. 1 Ν. 812/43, όπως αντικ. με αρθρ. 6 Ν. 1872/ 44.

1. Οπλίτες του στρατεύματος γενικά, που έπαθαν κατά τους παλαιούς πολέμους, των οποίων οι αιτήσεις για κανονισμό σύνταξης απορρίφθηκαν στο παρελθόν για το λόγο ότι το ποσοστό αναπηρίας στο χρόνο της απόλυσής τους ήταν μικρότερο από 25%, μπορούν να ζητήσουν τον κανονισμό σύνταξης, σύμφωνα με το Ν. 3122/1924 και το προηγούμενο άρθρο, εφόσον συντρέχουν οι άλλες προϋποθέσεις του Ν. 3122/1924 και έχουν μέχρι τότε αναπηρία μεγαλύτερη από 10%.

 

Αν από τα έγγραφα του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο αιτών έχει μέχρι τότε αναπηρία μεγαλύτερη από 10%, μπορεί να προκληθεί για μία μόνο φορά γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής, η οποία στην περίπτωση αυτή αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένη γνωμάτευση για το βαθμό της ανικανότητας του κατά την έναρξη της ισχύος του Ν. 1872/1944, καθώς και ότι η ανικανότητά του αυτή οφείλεται πρόδηλα και αναμφισβήτητα σε επιδείνωση της σωματικής του βλάβης από πολεμικό τραύμα ή νόσο απότοκη των κακουχιών του πολέμου.

Άρθρ. 6 παρ. 1 εδ. γ’ Ν. 1872/44.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τις οικογένειες των αναπήρων που έχουν πια πεθάνει.

Άρθρ. 10 παρ. 3 Ν. 1640/44.

3. Η αποδεικτική ισχύς των θετικών γνωματεύσεων της Α.Σ.Υ. Επιτροπής, που εκδόθηκαν ή εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3122/1924, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε αργότερα, κρίνεται με τις διατάξεις του νόμου 1640/44.

ΑΡΘΡΟ 127
Βλάβες από κρυοπαγήματα

Άρθρ. 6 Α.Ν. 2734/40.

Οι σωματικές βλάβες που προέρχονται από κρυοπαγήματα τα οποία οφείλονται πρόδηλα στη στρατιωτική υπηρεσία αυτού που έπαθε στον πόλεμο, εξομοιώνονται για την απονομή σύνταξης με τις βλάβες που προέρχονται από πολεμικά τραύματα και παρέχουν ανάλογα δικαίωμα σύνταξης.

ΑΡΘΡΟ 128
Υπολογισμός σύνταξης ειδικών περιπτώσεων βαριά αναπήρων

Άρθρ. 1 παρ. 1 Α.Ν. 1656/51.

1. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί γενικά, που έχουν υποστεί στον πόλεμο ή σε διατεταγμένη υπηρεσία ή κατά τον εμφύλιο πόλεμο απώλεια της όρασης και των δύο ματιών, ακρωτηριασμό ή παντελή αχρηστία δύο άκρων μελών ή, διαρκή απώλεια των διανοητικών δυνάμεων, που έχει ως αποτέλεσμα πλήρη ανικανότητα, θεωρούνται ότι φέρουν βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία 100% και με βάση το ποσοστό αυτό γίνεται ο υπολογισμός της σύνταξής τους με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

 

Άρθρ. 1 παρ. 2 Α.Ν. 1656/51.

Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και γι’ αυτούς που έπαθαν πριν από την ισχύ του Α.Ν. 1656/1951 και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει, πράξεις δε ή αποφάσεις που έχουν κρίνει αντίθετα αναθεωρούνται με αίτηση των ενδιαφερομένων, και η σύνταξη που αναγνωρίζεται με αύξηση πληρώνεται από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

 

Παρ. 5 της 64/62 ΠΥΣ που κυρώθ. με αρθρ. 37 Ν.Δ. 4242/62.

2. Όσοι έχουν υποστεί πολλαπλές βλάβες από πολεμικό τραύμα ή νόσο, από τις οποίες ο βαθμός μείωσης της ικανότητας για εργασία αν ληφθεί υπόψη αθροιστικά υπερβαίνει τον αριθμό 110, θεωρούνται ότι έχουν ανικανότητα 100% για τον κανονισμό της πολεμικής σύνταξης με τα επιδόματά της από την 1η Ιουλίου 1962.

ΑΡΘΡΟ 129
Δικαίωμα επιλογής σύνταξης

Άρθρ. 1 παρ. Ν.Δ. 3618/56.

 

1. Αν πρόκειται γι’ αυτούς που δικαιώθηκαν σύνταξη με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3618/1956 οι οποίοι δικαιούνται και πολεμική σύνταξη, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, υπάρχει δικαίωμα επιλογής από τους ενδιαφερομένους.

Άρθρ. 39 Ν. 955/79.

2. Οι οικογένειες αυτών που εξαφανίσθηκαν ή εξαφανίζονται στον πόλεμο ή σε πολεμικές επιχειρήσεις στο εσωτερικό ή το εξωτερικό κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, εφόσον πήραν ή θα πάρουν πολεμική σύνταξη μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις του Ν.Δ. 3618/1956 με δικαίωμα να επιλέξουν μόνο τη μία από τις συντάξεις που αναγνωρίζονται.

 

ΑΡΘΡΟ 130
Στρογγυλοποίηση ποσού σύνταξης

Άρθρ. 79 Α.Ν. 1854/51, όπως ισχύει μετά το αρθρ. 5 παρ. 9 Ν. 2703/99

Το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό της σύνταξης που καταβάλλεται στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη εκατοντάδα. Το ίδιο ισχύει για κάθε πληρωμή σύνταξης, επιδόματος ή βοηθήματος.

 

 

ΑΡΘΡΟ 131
Επανάκτηση παροχών για τις οποίες έχει απαγγελθεί στέρηση

Άρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 4340/64

1. Αυτοί που με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ. 617/1948, του ΝΑ’ ψηφίσματος της Βουλής του έτους 1948 και της παρ. 2 του άρθρου 62 του Α.Ν. 1854/1951, στερήθηκαν οποιαδήποτε παροχή (σύνταξη, χορηγία, μέρισμα κ.λπ.) που ελάμβαναν ή δικαιούνταν να λάβουν είτε από το Δημόσιο Ταμείο, είτε από το Ταμείο Ν.Π.Δ.Δ., είτε από ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία, αποκαθίστανται στα δικαιώματα τους οι ίδιοι και οι οικογένειες όσων από αυτούς πέθαναν και λαμβάνουν σύνταξη, χορηγία, βοήθημα ή μέρισμα κ.λπ., τα οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν.

Άρθρ. 4 παρ. Ν.Δ. 4448/64.

2. Για τις περιπτώσεις επαναχορήγησης παροχών, που ρυθμίζονται από την προηγούμενη παράγραφο, δεν έχουν εφαρμογή άλλες διατάξεις της νομοθεσίας που ισχύει, οι οποίες προβλέπουν στερήσεις ανάλογων παροχών ή αναστολή άσκησης του σχετικού δικαιώματος για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους είχαν επιβληθεί οι στερήσεις με εφαρμογή των διατάξεων του Ν.Δ. 617/1948, του ΝΑ’ ψηφίσματος του 1948 και της παρ. 2 του άρθρου 62 του Α.Ν. 1854/1951.

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν. 4340/64.

Η επαναχορήγηση της σύνταξης ή η αναγνώριση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος αυτών που αποκαθίστανται σύμφωνα με αυτό το άρθρο, ενεργείται με πράξη του αρμόδιου κατά περίπτωση οργάνου.

 

Η πληρωμή της σύνταξης που επαναχορηγείται ή αναγνωρίζεται με αυτό τον τρόπο αρχίζει από την πρώτη του επόμενου από την υποβολή της αίτησης μήνα.

ΑΡΘΡΟ 132
Τραύματα από έκρηξη βλημάτων

Άρθρ. 8 Α.Ν. 1119/46, όπως αντικ. με αρθρ. 27 Ν. 955/79.

Τα τραύματα ή ο θάνατος, που προήλθαν από έκρηξη βλημάτων ή εκρηκτικών μηχανημάτων οποιουδήποτε είδους, τα οποία, τοποθετήθηκαν εξαιτίας του πολέμου ή εγκαταλείφθηκαν από τις αρχές κατοχής και δεν περισυλλέχθηκαν, θεμελιώνουν δικαίωμα πολεμικής σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού ακόμη και αν ο τραυματισμός ή ο θάνατος επήλθαν μετά τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης.

ΑΡΘΡΟ 133
Έννοια ανικανότητας ή αναπηρίας

Άρθρ. 13 Α.Ν. 2734/40.

Όπου στις διατάξεις του Κώδικα αυτού αναφέρονται ανικανότητα ή αναπηρία, ως τέτοια θεωρείται η μείωση της ικανότητας αυτού που έπαθε για εργασία.

ΑΡΘΡΟ 138
Ειδικές περιπτώσεις συνταξιοδότησης παθόντων

Άρθρ. 13 παρ. 1 Α.Ν. 1119/46 σε συνδ. με αρθρ. 70 Α.Ν. 1854/51.

 

1. Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι που έγιναν ανίκανοι μέχρι την έναρξη ισχύος του Α.Ν. 1854/1951 από τραύμα που έλαβαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας σε καιρό ειρήνης, καθώς και οι οικογένειες αυτών που πέθαναν με τις ίδιες προϋποθέσεις, δικαιούνται τη σύνταξη που προβλέπεται από αυτόν τον Κώδικα.

Άρθρ. 13 παρ. 2 Α.Ν. 1119/46.

Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για τους μέχρι την έναρξη της ισχύος του Α.Ν. 1119/1946 συνταξιούχους, των οποίων η αυξημένη σύνταξη ορίζεται να πληρώνεται από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Άρθρ. 15 Α.Ν. 835/48.

2. Στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπάγονται και οι οικογένειες των αξιωματικών και οπλιτών που σκοτώθηκαν στα γεγονότα της 9ης Σεπτεμβρίου 1926.

Άρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 1902/44.

3. Οι οπλίτες του στρατού της ξηράς, θάλασσας, αέρα και χωροφυλακής και όσοι εξομοιώνονται με αυτούς, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται κατά την έναρξη της ισχύος του Ν. 1902/44 για φυματίωση που προήλθε πρόδηλα εξαιτίας της υπηρεσίας τους σε καιρό ειρήνης, καθώς και οι οικογένειες όσων συνταξιούχων από αυτούς έχουν πεθάνει δικαιούνται πολεμική σύνταξη.

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν. 1902/44.

Για τον κανονισμό του βαθμού ανικανότητας των παραπάνω λαμβάνεται υπόψη η τελευταία γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής που βρίσκεται στο συνταξιοδοτικό φάκελο και εφόσον αυτοί κρίθηκαν ανίκανοι για την εξάσκηση του προηγούμενου επαγγέλματος τους ή ανίκανοι μόνο για το Στράτευμα, θεωρούνται ότι έχουν βαθμό ανικανότητας 66%, ενώ εκείνοι των οποίων η πάθηση δυσχέρανε την εξάσκηση του προηγούμενου επαγγέλματος τους θεωρούνται ότι έχουν βαθμό ανικανότητας 33%.

ΤΜΗΜΑ Η’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ

ΑΡΘΡΟ 141
Ορισμός πολεμικής διαθεσιμότητας

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν. 875/79.

1. Πολεμική διαθεσιμότητα είναι η ειδική κατάσταση των αξιωματικών και ανθυπασπιστών των ένοπλων δυνάμεων στην οποία μετατάσσονται αυτοί αν κρίνονται αναμφισβήτητα ανίκανοι για κάθε υπηρεσία στο Στράτευμα, εφόσον έγιναν ανίκανοι, ενώ έφεραν το βαθμό του αξιωματικού και ανθυπασπιστή, από τραύματα που έλαβαν στον πόλεμο, παθήσεις από κακουχίες υπηρεσίας στη ζώνη των πρόσω και ατυχήματα που συνέβηκαν σε διατεταγμένη υπηρεσία και εξαιτίας της στη ζώνη αυτή.

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν. 875/79.

2. Όπου σ’ αυτό και τα επόμενα άρθρα αναφέρονται έφεδροι αξιωματικοί, νοούνται και οι εξ απονομής καθώς και οι δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί (ΔΕΑ), οι οποίοι εξομοιώνονται με ανθυπασπιστές.

ΑΡΘΡΟ 142
Κατηγορίες πολεμικής διαθεσιμότητας

Άρθρ. 2 παρ. 2 Ν. 875/79.

1. Αξιωματικοί και ανθυπασπιστές που υπέστησαν μία ή περισσότερες βλάβες από τραύματα, παθήσεις και ατυχήματα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, οι οποίες επιφέρουν αναπηρία από 50% ως 70% τίθενται στην κατηγορία «Β» και αν είναι μεγαλύτερη από 70% στην κατηγορία «Α» της πολεμικής διαθεσιμότητας. Και στις δύο περιπτώσεις η μία από τις παθήσεις από τραύματα και βλάβη από ατυχήματα πρέπει να επιφέρει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 30%.

Άρθρ. 2 παρ. 1 Ν. 875/79.

2. Αυτοί θεωρούνται ως ανίκανοι για κάθε υπηρεσία στο στρατό και τίθενται υποχρεωτικά σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες.

ΑΡΘΡΟ 143
Προϋποθέσεις υπαγωγής στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας

Άρθρ. 3 παρ. 1 Ν. 875/79.

1. Τραύματα πολέμου, τα οποία δικαιολογούν τη μετάταξη των αξιωματικών και ανθυπασπιστών στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, για την εφαρμογή του Κώδικα αυτού, είναι εκείνα που αποδεδειγμένα τους καθιστούν ανίκανους για κάθε υπηρεσία στο Στράτευμα. Ως τέτοια νοούνται αυτά που προκλήθηκαν στον πόλεμο εξαιτίας εχθρικής ενέργειας από όπλα, όργανα ή πολεμικά μέσα του εχθρού καθώς και από ατυχήματα που έχουν άμεση σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις και συνέβηκαν στη ζώνη των πρόσω.

 

Άρθρ. 3 παρ. 2 Ν. 875/79.

2. Παθήσεις από κακουχίες πολέμου, οι οποίες δικαιολογούν τη μετάταξη των αξιωματικών και ανθυπασπιστών στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, είναι εκείνες που τους καθιστούν αποδεδειγμένα ανίκανους για κάθε υπηρεσία στο Στράτευμα και εκδηλώθησαν ύστερα από παραμονή τουλάχιστον για ένα μήνα στη ζώνη των πρόσω και ή το πολύ μέσα σ’ ένα εξάμηνο από την απομάκρυνση τους από αυτήν και είναι απότοκες της υπηρεσίας τους στην παραπάνω ζώνη.

Άρθρ. 3 παρ. 3 Ν. 875/79.

3. Η ζώνη των πρόσω ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ύστερα από πρόταση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας.

ΑΡΘΡΟ 144
Διαδικασία μετάταξης.

Άρθρ. 4 παρ. 1 Ν. 875/79

1. Η μετάταξη στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 142 επέρχεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, με βάση γνωμάτευση των Ανώτατων Υγειονομικών Επιτροπών των Κλάδων στις οποίες παραπέμπονται με διαταγή του Αρχηγού του Κλάδου, και για τα Κοινά Σώματα με βάση γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής, στην οποία παραπέμπονται με διαταγή του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας.

Άρθρ. 4 παρ. 2 Ν. 875/79

2. Για να παραπεμφθεί αξιωματικός ή ανθυπασπιστής στην Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή για εξέταση και υπαγωγή στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας πρέπει:

 

α) Αν πρόκειται για μόνιμο να έχει αυτός κριθεί ανίκανος για την ενεργό υπηρεσία του Στρατεύματος και ακατάλληλος για την υπηρεσία γραφείου, την ελαφριά υπηρεσία, την υπηρεσία ξηράς και εδάφους, με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τις καταστάσεις των αξιωματικών και ανθυπασπιστών των Ένοπλων Δυνάμεων.

 

β) Αν πρόκειται για έφεδρο ή κληρωτό να έχει αυτός κριθεί ανίκανος για την ενεργό υπηρεσία του Στρατεύματος με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την κρίση της σωματικής ικανότητας του στρατιωτικού προσωπικού των Ένοπλων Δυνάμεων.

Άρθρ. 4 παρ. 3 Ν. 875/79

3. Η παραπομπή στην Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, για υπαγωγή στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, γίνεται αυτεπάγγελτα από την υπηρεσία. Για το σκοπό αυτόν τα Γενικά Επιτελεία των Κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων και το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας για τα Κοινά Σώματα, μέσα σ’ ένα τρίμηνο από την οριστική και αμετάκλητη κρίση της υγιεινής κατάστασης του αξιωματικού ή ανθυπασπιστή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, συγκεντρώνουν από έγκυρες και επίσημες πηγές όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία θεμελιώνονται χωρίς αμφιβολία οι προϋποθέσεις της μετάταξης και στη συνέχεια τα διαβιβάζουν στην αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή. Αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία και μέσα σ’ ένα εξάμηνο από το τέλος της, μπορεί ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή του στην πολεμική διαθεσιμότητα. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται στην υπηρεσία προθεσμία τριών ακόμη μηνών από την υποβολή της αίτησης για παραπομπή του στην Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή.

Άρθρ. 4 παρ. 4 Ν. 875/79

4. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, με πρόταση του οικείου Αρχηγού Γενικού Επιτελείου, μπορεί εφόσον από νεότερα στοιχεία διαπιστωθεί ότι η μετάταξη αξιωματικού ή ανθυπασπιστή στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας ή η υπαγωγή του σε μία από τις κατηγορίες της ή η χορήγηση επιδόματος έγινε με βάση ανακριβή ή πλαστά στοιχεία, να διατάξει οποτεδήποτε την παραπομπή του στην αρμόδια Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή για επανεξέταση. Στην περίπτωση αυτή παρέχεται στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα προσφυγής κατά της γνωμάτευσης στην αρμόδια Αναθεωρητική Υγειονομική Επιτροπή με τους όρους και περιορισμούς του επόμενου άρθρου.

Άρθρ. 4 παρ. 5 Ν. 875/79

5. Όσοι έχουν υπαχθεί στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, μπορούν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την υπαγωγή τους στην κατάσταση αυτή, ν’ ασκήσουν για μία μόνο φορά προσφυγή για επανεξέταση κατά την οποία κρίνονται από την αρχή.

 

ΑΡΘΡΟ 145
Παραπομπή σε υγειονομικές επιτροπές.

Άρθρ. 5 παρ. 1 Ν. 875/79

1. Η Ανώτατη για κάθε Κλάδο Υγειονομική Επιτροπή εξετάζει κάθε αξιωματικό ή ανθυπασπιστή, του οποίου τα σχετικά δικαιολογητικά διαβιβάζονται σ’ αυτήν με διαταγή του οικείου Αρχηγού, και αποφαίνεται με γνωμάτευση που έχει πλήρη αιτιολογία για την υπαγωγή του ή όχι στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, καθορίζοντας συγχρόνως το ποσοστό αναπηρίας και την κατηγορία στην οποία πρέπει να ενταχθεί καθώς και το ποσοστό του αναπηρικού επιδόματος.

 

 

Άρθρ. 5 παρ. 2 Ν. 875/79

2. Η πιο πάνω Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή μορφώνει γνώμη, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του τραύματος, το μέρος του σώματος στο οποίο κτυπήθηκε αυτός που έπαθε, τις συνθήκες και το χρόνο τραυματισμού, και αν πρόκειται για πάθηση τη σχέση της με τις κακουχίες του πολέμου, το είδος της νόσου, το χρόνο και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε και μετά απ’ αυτά γνωματεύει σύμφωνα με την επιστημονική της κρίση, η οποία στην περίπτωση αυτή δεν ελέγχεται, για τη θεμελίωση ή όχι δικαιώματος υπαγωγής στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας.

Άρθρ. 5 παρ. 3 Ν. 875/79

3. Η διαπίστωση της νόσου αποδεικνύεται μόνο από επίσημα αντίγραφα φύλλων νοσηλείας των οικείων στρατιωτικών νοσοκομείων ή άλλων κρατικών ή δημοτικών νοσοκομείων ή νοσηλευτικών ιδρυμάτων δημόσιου δικαίου. Το ποσοστό της ανικανότητας από τα τραύματα ή παθήσεις κρίνεται με βάση τον πίνακα νόσων και αναπηριών που έχει προσαρτηθεί στον Κώδικα αυτόν ή τον αντίστοιχο που ισχύει κάθε φορά. Οι αποφάσεις της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής και της Αναθεωρητικής κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο με απόδειξη και με φροντίδα του Γραφείου Προσωπικού του οικείου Γενικού Επιτελείου.

Άρθρ. 5 παρ. 4 Ν. 875/79

4. Οι γνωματεύσεις της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής για υπαγωγή του ενδιαφερομένου στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας καθώς και για το ποσοστό αναπηρίας, που εκδίδονται με ομόφωνη γνώμη των μελών της είναι οριστικές και υποχρεωτικές για τον Αρχηγό που εξέδωσε τη διαταγή παραπομπής.

Άρθρ. 5 παρ. 5 Ν. 875/79

5. Σε περίπτωση διαφωνίας των μελών σχετικά με την υπαγωγή ή το ποσοστό αναπηρίας, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του οικείου Κλάδου υποχρεούται να παραπέμψει τον ενδιαφερόμενο στην οικεία για κάθε κλάδο Αναθεωρητική Υγειονομική Επιτροπή για τελική κρίση της υγιεινής του κατάστασης, μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο από τότε που θα περιέλθει στο οικείο Γενικό Επιτελείο η σχετική γνωμάτευση.

 

Για τα Κοινά Σώματα ο Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας παραπέμπει τους ενδιαφερόμενους στην Αναθεωρητική Υγειονομική Επιτροπή του Στρατού Ξηράς.

Άρθρ. 5 παρ. 6 Ν. 875/79

6. Όταν η γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής είναι ομόφωνα απορριπτική ή με αυτή καθορίζεται ομόφωνα το ποσοστό αναπηρίας παρέχεται στον ενδιαφερόμενο για μία μόνο φορά δικαίωμα προσφυγής στην αρμόδια Αναθεωρητική Υγειονομική Επιτροπή, η οποία ασκείται στον Αρχηγό που εξέδωσε τη διαταγή παραπομπής, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της σχετικής γνωμάτευσης.

Άρθρ. 5 παρ. 7 Ν. 875/79

7. Αν ασκηθεί σύμφωνα με τα παραπάνω προσφυγή, ο οικείος Αρχηγός υποχρεούται να παραπέμψει τον ενδιαφερόμενο στην αρμοδία Αναθεωρητική Υγειονομική Επιτροπή για τελική κρίση το αργότερο μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο από τότε που θα περιέλθει σ’ αυτόν η σχετική προσφυγή.

Άρθρ. 5 παρ. 8 Ν. 875/79

8. Οι γνωματεύσεις της Αναθεωρητικής Υγειονομικής Επιτροπής λαμβάνονται με πλειοψηφία και είναι οριστικές και υποχρεωτικές για τον Αρχηγό που εξέδωσε τη διαταγή παραπομπής.

ΑΡΘΡΟ 158
Επιδόματα.

Άρθρ. 18 Ν.875/79

Οι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές πολεμικής διαθεσιμότητας δικαιούνται επίδομα αναπηρίας, ανάλογα με το ποσοστό αναπηρίας τους από μία ή περισσότερες βλάβες από τραύματα ή παθήσεις, εξαιτίας των οποίων έχουν υπαχθεί στην κατάσταση πολεμικής διαθεσιμότητας, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό επί τοις εκατό στο σύνολο των αποδοχών τους, όπως παρακάτω:

 

α) Όσοι έχουν αναπηρία μέχρι και 60% : 40%

β) Όσοι έχουν αναπηρία μέχρι και 70% : 60%

γ) Όσοι έχουν αναπηρία μέχρι και 80% : 80%

δ) Όσοι έχουν αναπηρία μέχρι και 90% : 120%

ε) Όσοι έχουν αναπηρία μεγαλύτερη του 90% : 150%

ΑΡΘΡΟ 159
Δαπάνες τεχνητών μελών.

Άρθρ. 19 παρ. 1 Ν. 875/79

1. Η δαπάνη για αρχική αγορά ή κατασκευή, επισκευή και αντικατάσταση των τεχνητών μελών ή ορθοπεδικών μηχανημάτων, που χρησιμοποιούνται από τους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές πολεμικής διαθεσιμότητας βαρύνει το Δημόσιο. Η εκτέλεση των παραπάνω εργασιών γίνεται στο εργοστάσιο ορθοπεδικών μηχανημάτων και, σε περίπτωση αδυναμίας, από ιδιωτικά εργαστήρια, ύστερα από έγκριση της σχετικής δαπάνης χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή των ενδιαφερομένων. Οι ανώτατες υγειονομικές επιτροπές με τη γνωμάτευση τους για την υπαγωγή στην πολεμική διαθεσιμότητα αποφαίνονται συγχρόνως και για την ανάγκη χρησιμοποίησης τεχνητών μελών ή ορθοπεδικών μηχανημάτων. Για την επισκευή ή αντικατάσταση τους αποφαίνονται οι αρμόδιες Επιτροπές Απαλλαγών.

Άρθρ. 19 παρ. 2 Ν. 875/79

 

2. Αυτά που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο ισχύουν και γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη οφθαλμικών προθέσεων ή ακουστικών μηχανημάτων, εφόσον οι προθέσεις ή τα μηχανήματα αυτά αφορούν πάθηση, για την οποία εντάχθηκαν στην πολεμική διαθεσιμότητα.

ΑΡΘΡΟ 160
Ηθικές αμοιβές.

Άρθρ. 20 Ν. 875/79

Στους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές πολεμικής διαθεσιμότητας μπορούν να απονεμηθούν οι ηθικές αμοιβές που προβλέπονται ειδικά γι’ αυτούς από τις διατάξεις για ηθικές αμοιβές των στρατιωτικών των Ένοπλων Δυνάμεων, που ισχύουν κάθε φορά.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΙΑ

ΑΡΘΡΟ 164
Ορισμός πολεμικής αποστρατείας.

Άρθρ. 24 παρ. 1 Ν. 875/79

1. Πολεμική αποστρατεία είναι η ειδική κατάσταση των αξιωματικών των Ένοπλων Δυνάμεων, που αποστρατεύονται επειδή κρίνονται αναμφισβήτητα ανίκανοι για κάθε ενεργό υπηρεσία, εφόσον κατέστησαν τέτοιοι φέροντας το βαθμό του υπαξιωματικού, εξαιτίας τραυμάτων που έλαβαν στον πόλεμο, παθήσεων από κακουχίες στη ζώνη των πρόσω καθώς και ατυχημάτων που συνέβηκαν στην παραπάνω ζώνη, σε διατεταγμένη υπηρεσία και εξαιτίας αυτής.

Άρθρ. 24 παρ. 2 Ν. 875/79

2. Υπαξιωματικοί των Ένοπλων Δυνάμεων, που έπαθαν μία ή περισσότερες βλάβες από τραύματα, παθήσεις και ατυχήματα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίες επιφέρουν αναπηρία από 50% και άνω, τίθενται στην κατάσταση της πολεμικής αποστρατείας.

 

Αν οι βλάβες είναι περισσότερες από μία η μία από αυτές πρέπει να επιφέρει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 30%.

ΑΡΘΡΟ 166
Αποδοχές.

Άρθρ. 26 παρ. 1 Ν. 875/79

1. Οι υπαξιωματικοί πολεμικής αποστρατείας λαμβάνουν ισόβια όλο το συντάξιμο μισθό του βαθμού στον οποίο προάγονται και, εφόσον δικαιούνται, επίδομα χρόνου υπηρεσίας.

Άρθρ. 26 παρ. 2 Ν. 875/79

2. Οι πιο πάνω αποδοχές αρχίζουν από τη χρονολογία δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος για τη θέση σε κατάσταση πολεμικής αποστρατείας.

ΑΡΘΡΟ 167
Υγειονομική περίθαλψη.

Άρθρ. 27 Ν. 875/79

Οι υπαξιωματικοί πολεμικής αποστρατείας δικαιούνται υγειονομική περίθαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τους άλλους στρατιωτικούς σε αποστρατεία.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 170
Στρατιωτικοί που έπαθαν σε αυξημένο κίνδυνο κατά την ειρηνική περίοδο.

Άρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 148/75

1. Οι στρατιωτικοί των Ένοπλων Δυνάμεων που τελούν σε κατάσταση πτητικής ενέργειας, ενέργειας αλεξιπτωτιστή, ενέργειας υποβρύχιου καταστροφέα ή υπηρετούν σε υποβρύχια, οι οποίοι σε ειρηνική περίοδο κατά την εκτέλεση διατεταγμένης πτήσης, πτώσης, κατάδυσης, υποβρύχιας κολύμβησης ή υποβρύχιας καταστροφής και εξαιτίας της γίνονται ανίκανοι από τραύμα ή νόσημα, υπάγονται στις διατάξεις των νόμων 2588/1921, 4506/1930, 4667/1930 και 5202/1931, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν αργότερα.

 

2. Οι με τις διατάξεις αυτού του άρθρου κάθε φύσης παροχές μειώνονται κατά ποσοστό 15% χωρίς να έχει εφαρμογή σ’ αυτή την περίπτωση η παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 5202/1931.

 

Άρθρ. 2 παρ. 1 Ν. 148/75

3. Το διατεταγμένο της εκτέλεσης πτήσης, πτώσης, κατάδυσης, υποβρύχιας κολύμβησης ή υποβρύχιας καταστροφής βεβαιώνεται από το Γενικό Επιτελείο του οικείου Κλάδου των Ένοπλων Δυνάμεων.

Άρθρ. 2 παρ. 2 Ν. 148/75

4. Για τη σχέση της σωματικής ανικανότητας με την πτήση, πτώση, κατάδυση, υποβρύχια κολύμβηση ή καταστροφή και για το χρόνο που αυτή εκδηλώθηκε αποφαίνεται η οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, η οποία σ’ αυτή την περίπτωση δε δεσμεύεται από περιορισμούς, που ανάγονται στο είδος της νόσου, τον τύπο ή το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα γεγονότα που προκάλεσαν τη σωματική ανικανότητα ή κατά τον οποίο από την πτήση, πτώση, κατάδυση ή υποβρύχια κολύμβηση ή καταστροφή εκδηλώθηκε σωματική πάθηση, με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 6 αυτού του άρθρου.

 

Σε περίπτωση ανικανότητας που οφείλεται σε νόσο, η παραπάνω γνωμάτευση είναι υποχρεωτική αν είναι ομόφωνη.

Άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 148/75.

5. Η προθεσμία υποβολής αίτησης για υπαγωγή στις διατάξεις των νόμων 2528/1921, 4505/1930, 4667/1930 και 5202/1931 αρχίζει σ’ αυτή την περίπτωση από την εκδήλωση της ανικανότητας που προέρχεται από τη βλάβη εξαιτίας της πτήσης, πτώσης, κατάδυσης, υποβρύχιας κολύμβησης ή υποβρύχιας καταστροφής, η εκδήλωση της οποίας αποδεικνύεται από νοσηλεία σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Άρθρ. 2 παρ. 4 Ν. 148/75

6. Εκδήλωση ανικανότητας, που επέρχεται μετά πάροδο διετίας από την απομάκρυνση του στρατιωτικού από τις τάξεις του Στρατεύματος, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με το πάθημα από την πτήση, πτώση, κατάδυση, υποβρύχια κολύμβηση ή υποβρύχια καταστροφή.

Άρθρ. 2 παρ. 5 Ν. 148/75

7. Η προθεσμία για υποβολή αίτησης για την υπαγωγή, σύμφωνα με αυτό το άρθρο στις διατάξεις των νόμων 2588/1921, 4506/1930, 4667/1930 και 5202/1931, ορίζεται διετής από τη δημοσίευση του Ν. 148/1975.

Άρθρ. 16 παρ. 2 Ν. 955/79, όπως αντικ. με άρθρ. 3 παρ. 7 Ν. 2703/99

8. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται και όσοι από το στρατιωτικό προσωπικό των Ένοπλων Δυνάμεων, του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Αστυνομίας γίνονται ανίκανοι κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και εξαιτίας της σε ειρηνική περίοδο από τραύμα που προήλθε κατά την εκκαθάριση ναρκοπεδίων ξηράς ή εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανημάτων.

Άρθρ. 1 Ν.1282/82

Επίσης υπάγεται το ιπτάμενο στρατιωτικό προσωπικό του Λιμενικού Σώματος, που βρίσκεται στην κατάσταση της πτητικής ενέργειας και σε περίοδο ειρήνης γίνεται ανίκανο εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος, που οφείλεται σε εκτέλεση πτήσης, η οποία είχε διαταχθεί νόμιμα.

 

Η εκτέλεση της πτήσης, βεβαιώνεται από τη Διεύθυνση Λιμενικής Αστυνομίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.

Διευκρ. διάταξη μετά το αρθρ. 3 Ν. 875/79

9. Όπου στις προηγούμενες παραγράφους αναφέρονται οι νόμοι 2588/1921, 4506/1930, 4667/1930 και 5202/1931 από την έναρξη ισχύος του Ν. 875/1979 έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου τούτου.

Άρθρ. 3 Ν. 1489/84

10. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τους άνδρες υποβρύχιων αποστολών του Λιμενικού Σώματος που υπηρετούν οργανικά στο 5° Τμήμα της Διεύθυνσης Λιμενικής Αστυνομίας και στη Μονάδα Πολλαπλής Χρησιμότητας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και έχουν πτυχίο υποβρύχιου καταστροφέα του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) ή άλλο πιστοποιητικό της Μονάδας Υποβρύχιων Καταστροφών του Π.Ν. από το οποίο προκύπτει ότι έχουν εκπαιδευθεί για καταδύσεις σε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα έξι (36) μέτρα, εφόσον γίνονται ανίκανοι σε περίοδο ειρήνης εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος κατά την εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής που έχει διαταχθεί από το αρμόδιο σύμφωνα με το νόμο υπηρεσιακό όργανο.

 

Η εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής κατά το χρόνο που συνέβη το τραύμα ή το νόσημα, καθώς και το ότι η αποστολή αυτή είχε διαταχθεί αρμόδια, βεβαιώνονται από τη Διεύθυνση Λιμενικής Αστυνομίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.

Άρθρο 6 παρ. 2 περ. γ’ Ν. 3075/02.

11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για το προσωπικό της Κινητής Ομάδας Συντήρησης Υποβρυχίων και θαλασσίων Εγκαταστάσεων (Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε.) της Πολεμικής Αεροπορίας που έχει πτυχίο ή άλλο πιστοποιητικό της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού ή της Μονάδας Αεροπορικών Κατασκευών της Πολεμικής Αεροπορίας, από το οποίο προκύπτει ότι έχει εκπαιδευθεί για καταδύσεις σε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα έξι (36) μέτρα, εφόσον γίνεται ανίκανο σε περίοδο ειρήνης εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος κατά την εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής, που έχει διαταχθεί από το αρμόδιο σύμφωνα με το νόμο υπηρεσιακό όργανο.

 

Η εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής κατά το χρόνο που συνέβη το τραύμα ή το νόσημα, καθώς και το ότι η αποστολή αυτή είχε διαταχθεί αρμόδια, βεβαιώνονται από το Διοικητή της Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΓΟΥΝΤΑΙ

ΑΡΘΡΟ 171
Μεταβατικές διατάξεις.

Άρθρ. 30 παρ. 1 Ν. 875/79

1. Όσοι μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 875/1979 έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των νόμων, αναγκαστικών νόμων ή νομοθετικών διαταγμάτων που καταργούνται με το επόμενο άρθρο ή με άλλη ειδική ή γενική διάταξη εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις αυτές.

Άρθρ. 30 παρ. 2 Ν. 875/79

2. Οι διατάξεις των άρθρων 142-170 του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για τους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές και υπαξιωματικούς των Ένοπλων Δυνάμεων που γίνονται ανίκανοι σε ειρήνη, οι οποίοι με βάση την νομοθεσία που ίσχυε μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 875/79 είχαν δικαίωμα να υπαχθούν στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, οι δε κάθε φύσης παροχές υπολογίζονται στο ποσοστό που προβλέπεται από την παρ. 2 του άρθρου 171. Οι περιπτώσεις που εκκρεμούν μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν. 875/1979 διέπονται από τη νομοθεσία που ίσχυε πριν απ’ αυτόν.

Άρθρ. 1 παρ. 1 Ν.Δ. 94/74

3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, τίθενται στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας αξιωματικοί και ανθυπασπιστές των Ένοπλων Δυνάμεων, που αποστρατεύθηκαν ή αποτάχθηκαν αν μετά την αποστρατεία ή την απόταξή τους, εξαιτίας νόσου ή τραύματος που επισυνέβη κατά το χρόνο κράτησης τους ή εκτόπισής τους για πράξεις που έχουν σχέση με την κατάσταση που δημιουργήθηκε από της 21Πς Απριλίου 1967, υπέστησαν ανικανότητα 100%, η οποία διαπιστώνεται με γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Οικείου Κλάδου των Ένοπλων Δυνάμεων.

Άρθρ. 1 παρ. 2 Ν.Δ. 94/74

Στους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την πολεμική διαθεσιμότητα αξιωματικών και ανθυπασπιστών, εκτός αν αυτοί μπορούν να προαχθούν μόνο κατά ένα ή δύο βαθμούς, πέρα από το βαθμό τον οποίον έφεραν κατά το χρόνο της απόταξής τους ή αποστρατείας τους, σε καμιά όμως περίπτωση πέρα από το βαθμό του Ταξιάρχου.

Άρθρ. 15 παρ. 1 Ν. 1405/83

4. Στις διατάξεις της πολεμικής αποστρατείας των άρθρων 165-170 του Κώδικα αυτού υπάγονται και οι υπαξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού, που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα με το βαθμό του σημαιοφόρου για σωματική ανικανότητα, που οφείλεται σε νόσο ή σε τραύμα που προκλήθηκε στο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ήταν κρατούμενοι με την ιδιότητα τους ως μόνιμων υπαξιωματικών, γιατί ήσαν αντίθετοι με το δικτατορικό καθεστώς της 21.4.1967.

 

Η ανικανότητα πρέπει να ήταν κατά το χρόνο της τελευταίας αποστρατείας τουλάχιστον 50% και να διαπιστώνεται από γνωμάτευση της Ανώτατης Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής.

 

Το επίδομα ανικανότητας και η σύνταξη, όπως αυτά προσδιορίζονται με τα άρθρα 159 και 167 για τους αξιωματικούς της παραγράφου αυτής, μειώνονται κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%).

Άρθρ. 15 παρ. 2 Ν. 1405/83

Η υπαγωγή στην κατάσταση της πολεμικής αποστρατείας γίνεται με αφετηρία το βαθμό που είχαν πριν από την τελευταία αποστρατεία τους. Οι διοικητικές πράξεις αποστρατείας τους ανακαλούνται. (1)

 

(1) Παρατήρηση: Για τις διατάξεις της παρ. 4 του παραπάνω αρθρ. 172 δεν έχει γνωμοδοτήσει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος.